Selected tags

Further tags

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένα δάνειο παύει να εξυπηρετείται, μπαίνει στο κόκκινο, και ο Τειρεσίας τραβάει τα βυζιά του.

1. οι εκτιμήσεις ότι τα 2 στα 10 δάνεια έχουν «κοκκινήσει» ισχύει σήμερα, αλλά δεν είναι βέβαιαο ότι θα ισχύει σε τρείς ή σε έξι μήνες. Είναι προφανής ο κίνδυνος της επιδείνωσης.

2. το σενάριο δεν αφορά σε όλα τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί και που βρίσκονται σε καθυστέρηση ή έχουν «κοκκινίσει», αλλά αποκλειστικά και μόνο εκείνα τα δάνεια που έχουν ληφθεί από δανειολήπτες που πραγματικά αδυνατούν να τα αποπληρώσουν

3. Τώρα για την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου είναι μόνο τυπική, γιατί αν ένα δάνειο «κοκκινίσει» το κράτος κάνει τον «κινέζο» και «σφυρίζει» αδιάφορα... Ούτε «εγγυάται» ούτε «προστατεύει»...

(από σφυρίζων, 27/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπαμαρχίδας, αυτός που στέλνει συνέχεια σπαμ (δες και εδώ), και κατ' επέκταση αυτός που ποστάρει ακατάσχετα ποστ αμφίβολης ποιότητας και στέλνει πολλά άχρηστα μέλια.

  1. ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΟΚΑΥΛΗΣ ΣΠΑΜΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΠΩΘΕΙ ΑΥΤΟ! (Εδώ).

  2. Kala den sizitaw oti eisai spameras alla allakse to nick sou kai kanto o pontikos tou forum re. (Εδώ).

βλ. και σπαμαρχίδας, Spamστικός, σπαμστικός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μηχανισμός που «πιάνει» τα σπαμ και δεν τα αφήνει να εμφανίζονται σε ένα ιστολόγιο ή άλλο διαδικτυακό τόπο (spam filter αγγλιστί). Λέγεται και σπαμέστρα.

  1. Ζητώ συγγνώμη για την καθυστερημένη εμφάνιση του σχολίου: το είχε τσακώσει η σπαμοπαγίδα. (Εδώ).

  2. Αν ο διαχειριστής δεν λείπει σε διακοπές θα μπορούσε να αποδεσμεύσει το σχόλιό από τη σπαμοπαγίδα, όπου παραμένει από τις 12:40 π.μ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις πνευματικές -ίλες, που βρωμάνε εξίσου ή και περισσότερο από τις σαρκικές (πρβλ. και κορεκτίλα). Είναι η συμπεριφορά του να θεωρείς τον εαυτό σου πνευματικά, ηθικά κ.τ.λ. ανώτερο από τους άλλους, όπως ο φαρισαίος από τον τελώνη, και να είσαι ωσεκτουτού σνομπαρία και αφ' υψηλού. Συναντάται και σε άτομα με υπερκουλτουρίαση, αλλά και σε όσους κραδαίνουν την πολιτισμική, φυλετική ή άλλη υπεροχή τους.

Συνήθως στις εκφράσεις πουλάω ανωτερίλα και το παίζω ανωτερίλα. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές φράσεις δείχνουν να υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται για δικαιολογημένη ανωτερίλα, αλλά περισσότερο για υπεραναπλήρωση αδυναμίας. Πουλάμε ανωτερίλα για να εκθαμβώσουμε τους άλλους και να μην προλάβουν να θίξουν τα αδύνατα σημεία μας.

  1. εγω το λεω απο την αποψη οτι το θεμα ειναι οικονομικο και πολιτικο,οχι ποιανου ο προγονος την ειχε μεγαλυτερη.
    με ποιο δικαιωμα ο καθε απαιδευτος κατσιβελος θα πουλησει ανωτεριλα σε εναν ευρωπαιο απλως λογω καταγωγης;
    τι σχεση εχει ο μεσος καραμπαμποελληνας με το πνευμα του αριστοτελη; (Εδώ).

  2. αυτη η ανωτεριλα και το κυριλικι θα μας φαει στο τελος... (Εδώ).

  3. Δεν το «παιζω» ανωτεριλα. Ειμαι ανωτεριλα, σε σχεση με τους περισσοτερους απο τους εξαρτημενους απο τα ναρκωτικα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική -ίλα που υποτίθεται ότι αποπνέουν οι αριστεριτζήδες (και κατ' επέκταση όλοι οι θεσμοί, τα ήθη και οι νόρμες τση «μεταπολίτευσης»), αλλά όχι με την καλή έννοια της βαρβατίλας του μόχθου και της εργατιάς που φέρνει προς θυμάρι και φασκόμηλο.

Το άρωμα και το μπουκέτο τση αριστερίλας μποχάει διαφορετικά στην μύτη του καθένα. Παραθέτω ένα εντελώς δειγματοληπτικό αρωματολόγιο των ουρδεσάνς που συχνά αποδίδονται κακεντρεχώς στο φαινόμουνο:

1. Την επόμενη φορά ίσως αποφασίσουμε επιτέλους να βγάλουμε την αριστερίλα απο πάνω μας και να κάνουμε χρήση των όπλων. Η αριστερίλα και ο φιλελευθερισμός θα μας φάει σε αυτή την χώρα...

2. Προβολές, συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα, πολυεθνική κουζίνα από κάθε άκρη της γης, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, συνθέτουν μια πολύχρωμη γιορτή, μακριά από την αγέλαστη σοβαροφανή αριστερίλα, μια γιορτή η οποία περιμένει τη στήριξη και τη συμμετοχή του κάθε μετανάστη.

3. Γ@μημένα βρωμοκάναλα. Γ@μώ την αριστερίλα σας ξευτίλες.

4. Οι κάτοικοι του κέντρου απαντούν στην αριστερίλα που μας έχει πνίξει

3. Η «αριστερίλα» της Εκκλησίας και το άφιλτρο τσιγάρο. Έπρεπε να δεις τη συχνότητα του ραδιοφώνου σου, για να καταλάβεις ότι δεν άκουγες τον 902 του ΚΚΕ αλλά τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας! Τί ύμνοι για τους διωκόμενους κομμουνιστές αντάρτες του ‘50, οποία ανάλυση περί νεομαρξισμού και λενινισμού, αλλά και μαθήματα για το πώς «έστριβαν» τα άφιλτρα τσιγάρα οι γυναίκες των αριστερών!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τις μπριζωτικές ιδιότητες του γκαϊφέ, εκ των καφεΐνη και αμφεταμίνη.

Βλ.και φραπεΐνη.

1. - :lol: :lol: :lol: φραπονιο του Χιγκς...κατι, εχω ακουστα....
- Εγώ πάντως χτυπάω καφεταμίνες

2. Πορωτικές λεξούλες. Πορδομπισκότο (μη ρωτάτε...) Φραπεΐνη / Καφεταμίνη (ο πολύ δυνατός φραπές, για εθισμένους) Αρνησίπρωκτος (ο σιχασιάρης που δεν αντέχει κουβέντες σχετικά με κώλους, σκατά, κλανιές και χέσιμο)

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζάπλουτος, ο πάμπλουτος, αυτός που δεν ξέρει τι έχει, σε ερωνική βερσιόν που μοιάζει με επώνυμο κάποιου χαρακτήρα σε καρτούν.

Το θηλυκό κλίνεται με τον παλιό τρόπο, ώστε ο χαρακτηρισμός να πάρει (για την ειρωνεία του θεμάτου) ένα χμου κύρους: Παμπλουτίδου.

  1. Ερώτηση: άμα είμαι παμπλουτίδης, μπορώ να έχω τον ΔΙΚΟ ΜΟΥ στρατό;

  2. Τώρα, μου θύμισες αυτό που έλεγε κάποιος αμερικανός «παμπλουτίδης»: «Πρέπει να βγάζεις χρήματα με κομψό και ρομαντικό τρόπο... αν, όμως, δεν μπορείς έτσι, βγάλε χρήματα με κάθε τρόπο!»...

  3. Σαουδάραβας παμπλουτίδης μετέφερε αεροπορικώς το πανάκριβο αυτοκίνητό του μάρκας ΛΑΜΠΟΡΓΚΙΝΙ στην Αγγλία γαι σέρβις

  4. Η Μ. είναι ψηλή, ξανθιά, παμπλουτίδου και με μια (γαλλική) μύτη μέχρι επάνω. Το τελευταίο της αξεσουάρ –εκτός από την καινούρια Hermès– είναι ο Χ. Τις προάλλες την πέτυχα σε κοσμικό event και με τα δυο (αξεσουάρ) αλά μπρατσέτα.

(από το νέτι όλα)

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί: γουίν-γουίν σιτουέησιο, περίπτωση όπου και οι δύο πλευρές κερδίζουν ή ωφελούνται.

Ακούστηκε προσφάτως από τον πρωθυπουργό της φίλης και συμμάχου και γείτονος Οθωμανίας σε συνάντησή του με τον (ανθ)έλληνα πρωθυπουργό Σαχλαμαρά αναφορικά με την συνεκμετάλλευση υδατανθράκων στο Αιγαίο. Όπως πληροφορούμεθα κι από από έγκυρη πηγή, ευθυμολογείται εκ του ρήματος kazanmak που σημαίνει κερδίζω (εξ ουστ και τα δικό μας καζαντίζω, καζαντζίδης, κ.ά.)

Η έκφραση έγινε βάιραλ, γκώσαμε με λολοπαίγνια τ. καζάν ντιπί, και Μέλι να Φανή εάν θα υιοθετηθεί διαχρονικά από την σλανγκολογιά.

1. Γιαβάς γιαβάς για λύση καζάν-καζάν = Συνεκμετάλλευση;

2. Ευκαιρίες «καζάν καζάν» για τον τουρισμό

3. Ευκαιρίες «καζάν καζάν» για την εκτόξευση του ολυμπιακού τουρισμού

4. ΗΠΑ : Ακριβοδίκαια, καζάν-καζάν με τον Αττίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified