Selected tags

Further tags

Υπάρχουν και τέτοιες ενέσεις, με διείσδυση πούτσου αντί σύριγγας. Είναι μια ένεση που δεν την κάνουν οι νοσοκόμες, αλλά την δέχονται.

Κόπι-ράιτ: Πάνος2

-Αδελφή, μια ένεση παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος Άλμα Μάτερ χρησιμοποιείται διεθνώς ως συνώνυμο του πανεπιστημίου στο οποίο φοίτησε κάποιος. Στα λατινικά σημαίνει κυριολεκτικά «η θρέφουσα μητέρα». Προσδιορίζει το ινστιτούτο στο οποίο κάποιος απέκτησε τα εφόδια για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του καριέρα. Δηλαδή ο σταθμός ορόσημο της ακαδημαϊκής πορείας.
Σλανγκικά, ταυτίζοντας το «άλμα» με το «πήδημα», ο όρος αποτελεί το σημείο μηδέν της σεξουαλικής εκμάθησης. Δηλαδή τη γυναίκα η οποία πήρε την παρθενιά του προσδιοριζόμενου προσώπου και του έδωσε τα πρώτα εφόδια στον αιώνιο αγώνα σεξουαλικής βελτιστοποίησης.

- Για πες ρε Μάκη, με τρώει η περιέργεια, πως είναι τελικά η Λίλιαν στο κρεβάτι;
- Τι να σου πω ρε Βάγγουρα, καλή η Λίλιαν αλλά ούτε καν συγκρίσιμη με τη Λάουρα...
- Βρε μανία με τη Λάουρα...Κάθε φορά παρατάς και άλλη γκόμενα γιατί τη συγκρίνεις με τη Λάουρα! Ρε, μπας και σου έχει κάνει μάγια αυτή η γυναίκα;
- Η Λάουρα κολλητέ είναι το Άλμα Μάτερ μου. Δεν ξεχνιέται ποτέ...
- Φίλε ένα Άλμα Μάτερ έχει κάθε άντρας: τη μανουέλα...

Άλμα μάτερ του DT Jesus...Α ρε Αντζελίνα.... (από DT Jesus, 20/02/09)

Ceci malheureusement EST Debbie Harry! (από Vrastaman, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έμπνευση προήλθε από το λήμμα παστάκι που βρήκα στο slang.gr, εκ των κορυφαίων κατ’ εμέ του site, άκοπα.

Προέρχεται από τα σοκολατάκια μάρκας «νουαζέτα» και χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει κοριτσάκια ηλικίας 12-13 ετών, συνήθως για να τα διαχωρίσει κανείς από τα λίγο μεγαλύτερά τους «παστάκια» (τα οποία παστάκια μπορείς να παστελιάσεις δίχως να αισθάνεσαι παιδεραστής).

Αντώνυμα: μουνόγρια, ξεκωλόγρια, τζιλφ (gilf =grannies I like to fuck), τζιλφού.

  1. - Ω ρε φίλε... είχα βγει χθες βράδυ για ποτάκι στου «Λαμόγια» και ήταν τίγκα στο παστάκι!
    - Σώπα ρε!
    - Άσε, είχε σκάσει εκδρομή πρώτη γυμνασίου απ’ τας Σέρρας...
    - Ε τι παστάκια μου λες ρε μαλάκα μετά! Νουαζέτες ήταν!
    - Ρε δε πα’ να ‘ταν και τζοκόντες....

  2. (παππούς κρατώντας ένα βαζάκι με σοκολατάκια απευθύνεται προς τον εγγονό του)
    (παππούς): - Γιαννάκη, να κεράσω μια νουαζέτα;
    (εγγονός): - Και δεν την «κερνάς» ρε παππού! Κοίτα μόνο να μην το μάθουν οι γονείς της!

Βλ. και μαριδάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλωσσικό αμάλγαμα των «μεγαλειώδης» και «γλοιώδης». Δύναται να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν καμπόσοι αλλά ταυτοχρόνως είναι σιχαμεροί (βρυ)κόλακες των ανωτέρων τους.

«Ο σοφέρ ανοίγει την πόρτα της απαστράπτουσας Hispano-Suiza και ευθύς ξεπηδά από μέσα αγέρωχος ο στρατάρχης [...]. Από πίσω, σκυφτός, με μοχθηρό χαμόγελο στα χείλη ακολουθεί βήμα προς βήμα ο μεγαγλειώδης υποστράτηγος Παχλάτσας.»

Από ανύπαρκτο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Κλασσικός μεγαγλειώδης χαρακτήρας από τον κόσμο των κόμικς. (από the_inq, 25/02/09)Κλασσικός μεγαγλειώδης χαρακτήρας από τον κόσμο των κόμικς. (από the_inq, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και μαμά και μανίσιο.

Νεολογισμός που αναφέρεται σε ανταλλακτικά παντός τύπου. Παραχθείς από τη λέξη μάνα, αναφέρεται σε ανταλλακτικά μηχανών, μηχανημάτων και γενικότερα συσκευών, τα οποία προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής. Ο κατασκευαστής με άλλα λόγια, ταυτίζεται με τη μάνα, είναι αυτός που «γεννάει» το ανταλλακτικό.

Συχνότατα, και ειδικά στην επαρχία, παρατηρείται πτώση του «ι» προ του «ο», με αποτέλεσμα να προφέρεται κοφτά (μανίσο). Είμαι αυτήκοος μάρτυς και σε συζήτηση με τεχνικό/ψυκτικό, ερωτηθείς αν το κλιματιστικό του αυτοκινήτου είναι «μανίσιο».

  1. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (Ι):
    Θέμα: Μανίσιο ηχοσύστημα Aura (Αναγνώστηκε 231 φορές)

  2. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (ΙΙ):
    Ζητήται μανίσιο μεσαίο κομμάτι εξάτμισης 206 1.6 16v (sic)

  3. Σχόλιο διαδικτυακού forum:
    ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ!! ΠΟΛΥ ΚΟΦΤΟ! ΜΑΝΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΝΙΣΙΟ!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ψαγμένοι κουλτουριάρηδες που ακούνε μουσική και γενικότερα έχουν κουλτούρα «ethnic», δηλαδή με έμφαση στις εθνικές - πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Προφάνουσλυ, είναι το αντίθετο από τα εθνίκια με την κυρίως έννοια, οπότε ο όρος χρησιμοποιείται ειρωνικά από τους κουλτουροφοβικούς.

Στην νυχτερινή συνάντηση του μενάζ:

Μένιος: Πώς πέρασες σήμερα Λίλιαν;
Λίλιαν: Να, με πήγε ο Πέρι σ' ένα μαροκινό εστιατόριο, μετά πήγαμε σ' ένα ινδικό για επιδόρπιο και το βράδι πήγαμε στην συναυλία του Ross Daley.
Μένιος: Πρόσεξε, Λίλιαν , έχεις μπλέξει με εθνίκια!

Ross Daly. Μεγάλο εθνίκι! (από Dirty Talking, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «multi-cultural», στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «πολυπολιτισμικός», αλλά ο ξενικός όρος διατηρεί την σλανγκική μαγεία του, καθώς θυμίζει φυλή της Αφρικής και ιστορίες για αγρίους. Για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση λέμε και «μουλτι-κουλτουριάρης», το update του κουλτουριάρη και του σεπουλτουριάρη. Είναι ο κοσμοπολίτης, που του αρέσει να ζει σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία και να γεύεται τα αγαθά πολλών πολιτισμών.

  1. Ήταν το μούλτι-κούλτι δελτίο ειδήσεων του «Δίεση» με τον Θεόφιλο Δουμάνη.

  2. Από μπλογκ:
    Φαίνεται πως ο όρος μούλτι-κούλτι είναι μόνον για “εξωτερική κατανάλωση”…
    Βέβαια, ο όρος “patchwork” δεν είναι απαραίτητα αρνητικός, αλλά…
    Διαβάζουμε στο λεξικό: patchwork [pAtshuerk] ουσ. συρραφή (ανομοιόχρωμων ή ανομοιογενών στοιχείων) # κουρελού # μτφ. συνονθύλευμα.
    [Και πάλι φαίνεται πως] Μια κουρελού κληρονομιά είναι το ζητούμενο για την αμερικανική ελίτ…
    Διότι, αν μη τι άλλο, αυτοί ξέρουν, για τι μιλάνε.
    Κι όπως έλεγε κι ένας σύντροφος [επίσης guilty by association]:
    «Πιπιλάμε σαν καραμέλα, χρησιμοποιώντας μια καθαρά διαφημιστική γλώσσα, τα περί άνθισης της “πολιτισμικής διαφορετικότητας”. Ποιός πολιτισμός; Δεν έχει απομείνει στάλα. Ούτε χριστιανικός, ούτε μουσουλμανικός, ούτε σοσιαλιστικός, ούτε επιστημονικός. Ας μη μιλάμε λοιπόν για κάτι πεθαμένο. Αν εξετάσουμε, έστω και στιγμιαία τα στοιχεία και την πραγματικότητα, βλέπουμε πως δεν έχει απομείνει τίποτα πέρα από την παγκόσμια-θεαματική (Αμερικάνικη) κατάρρευση κάθε κουλτούρας και πολιτισμού.»

  3. Μπλογκ θεατροκριτικής: Ίσως γι’ αυτό, σε όλες τις σύγχρονες παραστάσεις τραγωδίας, το λυρικό μέρος παραμένει το δυνατό τους σημείο. Είτε ο χορός κρατάει μπεντίρ, είτε χτυπάει κρόταλα, ηλεκτρικές κιθάρες, φλογέρες, νέυ, καραμούζες και τύμπανα· είτε ακούγονται παραδοσιακοί σκοποί, εκκλησιαστικοί ύμνοι, μοιρολόγια, γόοι και κοπετοί, άναρθρες κραυγές· είτε, εν τέλει, πρόκειται για τη φωνή του ιμάμη είτε του δικού μας ψάλτη, όλα είναι ευχάριστα και καλά ανεκτά από τον μούλτι κούλτι άνθρωπο των ημερών μας. Δεν το λέω περιπαικτικά- η μουσική, ο θρήνος, το τραγούδι είναι η σύνδεσή μας με το παρελθόν. Σ’ αυτές μάλιστα τις σύγχρονες εναλλακτικές προσεγγίσεις όπου η εικαστικότητα είναι κυρίαρχη και οι εικόνες που στήνονται διακρίνονται για το υψηλό τους γούστο, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.

  4. Από φόρουμ:
    Είναι και ψυχίατρος; Μούλτι κούλτι είναι ο γιατρός! Όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει!

Radio Multikulti στο Βερολίνο - εκπέμπει σε 21 γλώσσες (από poniroskylo, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αντιδάνειο από τα αγγλικά. «Eclectic» είναι ο μουλτικουλτουριάρης που δεν έχει πετύχει σύνθεση ανάμεσα στις ετερόκλητες πολιτισμικές του επιρροές. Δηλαδή «εκλεκτικισμό» έχουμε οποτεδήποτε δεν επιτυγχάνεται σύνθεση, αλλά ανάμειξη χαοτική και σχιζοφρενής. Αυτό ισχύει και για τον «εκλεκτικισμό» στην φιλοσοφία, που χαρακτηρίζει κυρίως περιόδους παρακμής, όπως η ελληνιστική και η ρωμαϊκή, και είναι μάλλον υποτιμητική έννοια που αντιθέτει αυτού του είδους τους φιλοσόφους στα μεγάλα συνθετικά πνεύματα, όπως λ.χ. ενός Πλάτωνος, ενός Καντ, ή ενός Χέγκελ. Αλλά και αυτή η σχιζοφρένεια έχει την χάρη της.

Καθώς η αγγλική λέξη είναι αντλημένη από την ελληνιστική φιλοσοφία και τις «εκλογές», ανθολογίες της, είναι εύκολο να επανελληνοποιηθεί. Πλην και το «εκλέκτικ» είναι ωραίο γιατί ακούγεται πιο κάπως.

Σλανγκ-ασίστ: μούλτι-κούλτι / μουλτικουλτουριάρης, πολυχώρος.

Πρωινό στο μενάζ:

Λίλιαν: Τι εκλέκτικ περάσαμε χτες! Είχα να περάσω τόσο εκλέκτικ απ' όταν σπούδαζα στο Πούτσεστερ και κατέβαινα τα σου κου στο Λονδίνο! Και γεύμα στο αλγερινό μετά αργιλέως με τον Ζαν-Λυκ (ξέρεις τον φίλο από την Γκάμπια του Πιερ, του Σενεγαλέζου που τον απελάσανε). Και Μέγαρο με τον Πέρι να δούμε την Όπερα του Πεκίνου, και μπουάτ στην Πλάκα με τον Επαμεινώνδα στο καπάκι. Και τη νύχτα, άφησα το Μέγαρο για τον παίδαρο! Μένιος στα μπουζούκια και στον Πλούταρχο! Αυτά είναι! Νά 'χω ανέβει στο τραπέζι για το τσιφτετέλι κι ο Μένιος από κάτω να βαράει παλαμάκια, λέγοντας: «Ανέβα στο τραπέζι κούκλα μου γλυκιά, θέλω νά 'χω δίπλα μου γυναίκα εκλεκτικιά

(από Galadriel, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Update του «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη». Δηλαδή λέγεται για έναν γάμο, που έχει πολλές δυσκολίες, πολλά ζόρια, πολλά ξινίσματα, αναποδιές, που δεν προχωράει, αλλά σέρνεται. Λες κι είναι καλεσμένος ο Μητσοτάκουλας.

Παρεμπίπταμπλυ, φαίνεται εδώ η σχετικότητα της σλανγκ. Κάποτε ήταν σκάνδαλο να είναι γκαστρωμένη μια νύφη στον γάμο, και αφορμή για πολλές δυστυχίες. (Είναι όντως του γαμπρού το παιδί; Θέλανε πράγματι να παντρευτούνε ή αναγκαστήκανε;). Αντιθέτως σήμερα συνηθίζεται να παντρεύεται το ζευγάρι με εκκλησιαστικό γάμο στα βαφτίσια του πρώτου παιδιού τους, για να τους έρθουν πιο φτηνά τα τραπέζια. Με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Σήμερα θεωρείται σκάνδαλο ο γάμος των γκέι, και ΛΟΑΤ, οπότε είναι σλανγκ το λήμμα, που πιθανότατα δεν θα θεωρείται αύριο. Η σλανγκ του χτες είναι Μπαμπινιώτης του σήμερα και Δημητράκος του αύριο. Η λεξιπλασία του χτες είναι νεολογισμός του σήμερα και κλασικό του αύριο.

Φίλος του αυτιού της γης: Για πε ρε, για πε ρε! Πώς πήγε ο γάμος του Λίλιαν και του Πέρι;
Αυτί της γης: Τι να σου πρωτοπώ! Πολύ στριμόκωλη κατάσταση! Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί!
Φ.: Ωραία, τώρα που είπες την φράση του τίτλου και ξεμπερδέψαμε, πες και το κουτσομπολιό!
Α.: Να, κάτι που είχε ξεσπαθώσει η θεια-περμαθούλα ότι πρέπει ο Πέρι οπωσδήποτε να παντρευτεί το Λίλιαν, για να μπει στον ίσιο δρόμο. Κάτι το θέμα της διαθήκης, που θα πήγαινε στη νύφη αν ήταν παρθένα... Είχε δημιουργηθεί μια ασφυκτική ατμόσφαιρα. Τελικά, εκεί που ήταν να αρχίσει το μυστήριο με παπά και με κουμπάρα την Λάουρα, έγινε του Cutty Shark!
Φ.: Δηλαδή, δηλαδή;
Α.: Δεν θυμάσαι την διάφημιση του Cutty Shark που τελευταία στιγμή η νύφη αφήνει τον γάμο; Ε, κάτι αντίστοιχο! Πάνω που ο παπάς ρωτούσε τον Πέρι: «Do you, Peri, accept Lilian as your lawfully wedded wife, to joy and to sorrow, till death do you apart;», πάνω που ήταν έτοιμος ο Πέρι να ψελλίσει το «I do», βλέπει μες στο πλήθος τον Βάγγελα! Ε, αυτό ήταν! Τα πετάει όλα, στεφάνια, ποτήρια, κτλ., και φεύγει από την εκκλησία με τον Βάγγελα πιασμένοι αλά μπρατσέτα! Είχε φαίνεται πιεστεί πολύ το παιδί! Αλλά φαντάζεσαι το σκάνδαλο!
Φ.: Και το Λίλιαν;
Α.: Θυμήθηκε το ρητό του slang.gr άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος και παρηγορήθηκε. Καλύτερα τώρα παρά μετά! Αλλά δεν τελειώσαν εδώ τα βάσανά της!
Φ.: Δηλαδή;
Α.: Έφτασε την άλλη μέρια ο λογαριασμός από Tom Pousti για την υμενορραφή του Λίλιαν!
Φ.: Και;
Α.: Πολλά τα λεφτά Άρη! Βλέπεις, το Λίλιαν είχε κάνει επένδυση στην μπαγαποντοπλαστική, προκειμένου να κάνει απόσβεση από την κληρονομιά του άντρα της κυρα-περμαθούλας που επέμενε στην παρθενιά της νύφης για να δοθεί η κληρονομιά. Δεν περίμενε ότι ο Πέρι θα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια!... Και μιλάμε ότι την χρέωσε αστρονομικό ποσό ο Pousti!
Φ.: Και;
Α.: Τι και; Ο τρώσας και ιάσεται! Το ραφέν και ξεσκισθήσεται! Μην έχοντας το Λίλιαν να πληρώσει τα γραμμάτια του Pousti, αποφάσισε να δημοπρατήσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, ναι, την παρθενιά της, στο Διαδίκτυο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αμερικάνας φοιτήτριας. Ναι, το Λίλιαν βγάζει την παρθενιά του στο σφυρί. Όσοι Σλάνγκοι προσέλθετε!

-Ποιος θα ξεπαρθενιάσει το Λίλιαν;
Join us again with «the Slang & the Restless».

(από pavleas, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος βασισμένος στο όνομα του υπαρκτού δανέζικου νησιού Lolland που ταυτοχρόνως παραπέμπει και στο πασίγνωστο ακρωνύμιο lol, λολ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ειρωνικά ως υποτιθέμενος τόπος προέλευσης κάποιου/κάποιας που λέει αποτυχημένα ανέκδοτα ή έχει κρύο χιούμορ.

-...και ο δάσκαλος απαντάει στον Τοτό «Δεν πειράζει παιδί μου, τα κούτσουρα επιπλέουν!» - Α-χά-χου-χά ... που τα βρίσκεις αυτά τα ανέκδοτα ρε αστειάτορα; Απο τη Λολάνδη σε φέρανε;

Η πραγματική Λολλάνδη (από the_inq, 01/03/09)Va, Gina Lollobrigida! (από Vrastaman, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified