Selected tags

Further tags

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουδέτερο) Το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.

Συνδυασμός του «ρεζουμέ» με το «ζουμί».

Παραγωγή: ρεζουμίζω - αορ. ρεζούμισα μια γριά χανούμισα, ενώ σε ορισμένες αργκοπεριοχές συναντάς ενίοτε το ρεζουμάρω - αορ. ρεζούμαρα τα παλιά τα φούμαρα.

Το ρεζουμί της υπόθεσης με το ΔουΝουΤου είναι: «Δίνε Του» (και με τις δύο υφολογικές σημασίες δηλ. «Δίνε Του εξωαποδώ» και «Δίνε Του, Δίνε Του Δίνε Του μέχρι να σκάσει το βλαμμένο»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι ένα 4 επί 4 στο βυθό;
- Μια τζιπούρα.

- Πώς λέγεται το ψάρι με 4 τροχούς;
- Τζιπούρα.

Τέτοιου είδους σύντομα ανεκδοτάκια-ερωταπαντήσεις (ανήκοντα σε έναν τύπο που μεσουράνησε για κάποιο διάστημα πριν καμιά δεκαετία, βλ. π.χ. καρχαρίνι) δημιούργησαν το μύθο της τζιπούρας.

Η τζιπούρα άρεσε κι επομένως αυτονομήθηκε από το ανεκδοτάκι, αντικαθιστώντας σε αρκετές περιπτώσεις το πολυχρησιμοποιημένο τζιπάρα (κοίτα μια τζιπάρα!).

Εικάζουμε οτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε με διάθεση σκωπτική από μη κατόχους τετρακίνητου, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κάτοχοι τζιπούρας (τζιπάτοι) πανηγύρισαν το χαρακτηρισμό και τον έκαναν παντιέρα τους, ακυρώνοντας έμπρακτα το όποιο αρχικό μειωτικό περιεχόμενό του.

Συγκεκριμένα τώρα, η τζιπούρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τετρακίνητο (π.χ. Lada Niva), αλλά το ευμέγεθες και πολυτελές τζιπ, με κινητήρα αρκετών χιλιάδων κυβικόπουλων (από τρίλιτρο βασικά και άνω), που ακτινοβολεί χλιδή και πιστοποιεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου, που ακούμπησε στο δρόμο λεφτά που σήμερα αγοράζουν άνετα πεντάρι στα Πατήσια.

Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία περί τζιπάτων, για τη σχέση τους με το αντικείμενο του πόθου τους, την επιδειξιομανία τους και χλιδαμπουριά τους, τον κωλοπαιδισμό τους, τις μυκονιάτικες και αραχωβίτικες «αποδράσεις» τους, όλα χρονολογούμενα απ' τη χρυσή εποχή του κωστοπουλισμού / λαμογίστικου νεοπλουτισμού-οικονομισμού / ύστερου παπανδρεϊσμού και πρώιμου σημιτισμού, εκεί στις αρχές των ενενήντα. Αντιστεκόμεθα στον πειρασμό να επεκταθούμε, υπάρχει άλλωστε το οικείο λήμμα για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στη σχετική φαινομενολογία.

Πριν σκάσουν μύτη στα καθ' ημάς τα θηριώδη Hummer (απ' τα οποία μόνο το πολυβόλο λείπει για να πας να πολεμήσεις στο Ιράκ) η υπέρτατη τζιπούρα ήταν το πορσικό Καγιέν, το οποίο πλέον απαντά συχνά ως Κουγιέν, εκ της σύνδεσής του με τον γνωστό πιθηκότροπο ποινικολόγο.

  1. Ειναι πολυ σπαστικο οταν γυριζεις απο την εκδρομη να εισαι σε μια καθαροαιμη τζιπουρα που ειτε μουγκρίζει ανυποφορα μετα τις 1000 στροφες (grand vitara- εχω και γω και θελω να το πουλησω) ειται κουνιέται σα βάρκα( LC, Pajero κλπ δυναμεις) ωστε να σε πιανει ναυτια αν δεν θες να σε περνανε τα 206 στο δρομο.
    (φόρουμ 4 τροχοί)

  2. ΤΣΟΥΠ… ρίχνουμε τα τέλη κυκλοφορίας για να τονωθεί η αγορά… και ως γνωστόν ο έλληνας με το πάθος και το φετίχ με τις ΤΖΙΠΟΥΡΕΣ πάει και αγοράζει το κάρο.
    (μουρμουρ.γρ)

  3. χθες σταματησε μια τζιπουρα και μου λεει ενας πολλα βαρυς αντρας απο μεσα....
    θηλυκια ειναι;
    Ναι
    Μου τη δινεις για ζευγαρωμα; (σκυλο-φόρουμ)

  4. και ξαφνικά στρίβει ένα τζιπ με φόρα από το φανάρι και φρενάρει απότομα στην πλατεία. Τζιπ. Τι τζιπ! Τζιπούρα!! Τανκς που θαρρείς γαμούσε κι έδερνε το οδόστρωμα. Και κατεβαίνει κύριος κοντός, χοντρός, με γυαλί με χρυσό σκελετό που άστραφτε και βρόνταγε και μπλούζα με άλογο τεράστιο σαν χλαπάτσα στο στήθος.
    (προταγκον.γρ)

  5. Ο,τι λογο εχει ο αυτοκινητιστης πολης να κυκλοφορει με την 4x4 τζιπουρα εχει και ο μηχανοβιος να κυκλοφορει με την γουρουνα
    (νοιζ.γρ)

Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σεξοσλάνγκ αναφέρεται στο επίμονο, εντατικό και περισπούδαστο γλείψιμο των όρχεων του εραστή, οπότε το άφθονο σάλιο παραλληλίζεται με την καραμέλα, και τα αρχίδια με ξηρούς καρπούς ή ποπ κορν που καραμελώνονται. Πρόκειται για πρακτική που προσφέρει μια κατιτίς παραπάνω κίνκι αίσθηση.

  1. Για μένα προσωπικά γυναίκα που δεν καραμελώνει 'καρυδάκια' είναι άκυρη.

  2. Για μένα, η συνταγή της επιτυχίας στο sex είναι σχετικά απλή:
    Όσο εκτελείται η συνταγή τα φιλιά πρέπει να τα μοιράζει αβέρτα, η πίπα πρέπει να είναι βαθειά και υγρή, αφού καραμελώσει καλά τα αρχίδια, να στήνεται ωραία για να τον παίρνει βαθειά και να πετάξει απ’την «κουζίνα» της το λιπαντικό.

  3. ούτε λόγος να καραμελώσει λίγο τα όμορφα ξυρισμένα μπαλάκια μου ή να γλύψει λίγο κοιλιά και στήθος να νιώσουμε λίγο την γλωσσίτσα της....), μετά από 3-4 λεπτά την σταμάτησα ευγενικά καθότι δεν έχυνα ούτε με σφαίρες.Έδειξε να θέλει να κάνει «κάτι» για να καταφέρω να χύσω, φαντάζομαι πιο πολύ για να μην την εκθέσω στην τσατσά παρά από ενδιαφέρον...

(Από διευθύνσεις για ενήλικες στο Διαδίκτυο).

(από patsis, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Από την λειτουργία επανεκκίνησης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην οποία συχνά καταφεύγουμε όταν κάτι δεν πάει καλά, για να ξεκουράσουμε τον υπολογιστήρα.

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:

  1. Όταν κάποιος έχει ανάγκη από ξεκούραση γιατί έχει πιξελιάσει το μουνί του. Συνώνυμο του γεμίζω μπαταρίες.

  2. Όταν κάποιος δεν πάει καλά, και τότε ο φίλος τον συμβουλεύει να κάνει επανεκκίνηση, δηλ. κάτι σαν σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα ή πάρ' το αλλιώς, ή αν το πρόβλημα είναι μεγάλο μια ριζικότερη αλλαγή ζωής.

Σχετικά τα: αρντάν ζωή και κίνηση, ή μια επανεκκίνηση; και πατάω refresh.

  1. - Αχ, έτσι, έφυγα το πουσουκού με την τζιπούρα για Αράχωβα κι έκανα ριστάρτ. Πάμε πάλι στη δουλειά από την Δευτέρα.

  2. - Δεν μου τα λες καλά που θα γυρίσεις στην μακαρίτισσα. Χρειάζεσαι restart άμεσα!

(από Jonas, 12/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Αγαπημένο λινκ μας, το Favorite.

Το έβαλα στις φαβορίτες αλλά δεν το κράτησε, τι κάνω λάθος γιατρέ;

Οι προσωπικές φαβορίτες του Σταμάτη Κόκοτα. (από Khan, 13/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλειο, γαμάτο, κτλ.

Μαλάκα, το video του The Hobbit είναι αλητεία.

Στο 0.38 με την δόκιμη έννοια (από Khan, 14/04/11)«Ζήτω η αλητεία», του Σπύρου Ζαγοραίου (μέσο πού \'χε ανεβάσει ο Χάν αλλα είχε χαθεί) (από vikar, 02/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης Φέος και παραπέμπτει σε φενγκ σούι λόγω της χαλάρωσης που επιφέρει.

Νικολάκη, αυτό το Φενγκ που έφερες με έχει κάνει Βούδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη «κολατσ(ι)ό» και στην αργκό των skateάδων δηλώνει φούντα, μαύρο, χορτί, βρομά, γλάρο, ρο, τσιγαρλίκι.

Καλά μάγκες, χθες ρούφηξα ένα τσιό με τον Κυριάκο, πάω να κάνω ένα 360 και έφαγα τα μούτρα μου. Πιάνο η οδοντοστοιχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταούκαρα, η, ουσιαστικό το οποίο δηλώνει συμφορά, ή βαριά ζημιά.

- Βρασίδα, τι κάνεις; Τα νέα σου;
- Άσε Μάκη! Μου την έπεσε το ΣΔΟΕ στην καντίνα και έπαθα ταούκαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified