Selected tags

Further tags

Διορθώνω με blanco.

-Πάλι τζατζικώνεις; Αν δε προσέξεις θα φας δύο blanco τη σελίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω πακέτο, δηλαδή έχω πρόβλημα, ζορίζομαι, ταλαιπωρούμαι.

- Πακετώθηκε ο Στάθης, έχασε όλα του τα λεφτά, του κατέσχεσαν το σπίτι, τον άφησε η γυναίκα του, χάθηκε και ο σκύλος του, του κάηκε και το βίντεο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός τυμπανιστής που κρούει τα τύμπανα όχι με τις μπαγκέτες αλλά με το πέος.

-Κοίτα το πέος του, του μικρού τυμπανιστή, είναι ματωμένο.
-Ε, αφού ο μ**κας το χτυπάει πάνω στο τύμπανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν, αυτός που προσποιείται. Πολλές φορές και ποζεράκος.

- Πες μου όλους τους δίσκους των Metallica, τώρα!
- Μα... εγώ... δεν τους θυμάμαι τώρα όλους...
- Και γιατί φοράς μπλούζα Metallica τότε ρε βρωμο-δηθένωνα! Τώρα θα δεις...
«ΚΑΠΑΟΥ!»

Βλέπε και ντεμέκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος που έχει μόνο άντρες. Μια παρέα όλο άντρες. Συνώνυμα: αρχιδόκαμπος, αρχιδαρία, ψωλαριό, πουτσαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι έλεγε το μπαράκι χτες, γκομενάκια είχε;
- Σοβαρέψου ρε, στο Eindhoven είμαστε, σκέτη ψωλαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο δεν ενδιαφέρεται για τίποτα ούτε καν για τον εαυτό του. Δεν τον επηρεάζουν καταστάσεις και γεγονότα και δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τον ευαισθητοποιήσεις.

Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο, άνιωθος.

- Ρε... άκουσα ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... Μέγιστος σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουτό-πονηρός άνθρωπος (συνήθως), αυτός ο οποίος είναι υπεράνω όλων, νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος απ 'όλους και πάει να την φέρει σε όλους.

Γνωστός επίσης και ως: Δήθεν, γιατρός, δάσκαλος, επιστήμονας, κύριος καθηγητής.

- Πω ρε φίλε, ο Κώστας κάθεται και την λέει σε όλους ! Πώς τον αντέχετε τον πονηρίδη!
- Νομίζει ότι μας την λέει, το παλληκάρι είναι για τον πούτσο. Βλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τον νοιάζει τίποτα. Το μόνο του ενδιαφέρον είναι πώς θα περάσει καλύτερα, με όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.

Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο.

- Ρε... άκουσα ο Γιώργος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... μέγιστος σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που γυρνάει από πλατεία σε πλατεία, από καφετέρια σε καφετέρια κι από στέκι σε στέκι, χαιρετάει τους πάντες, ανταλλάζει 2-3 κουβέντες, και γενικά τσεκάρει αν όλα είναι καλά.

  1. -Τι έγινε μάγκες, καλά;
    - Καλά φίλε...

  2. - Ποιος ήταν αυτός; Γιατί μας μίλησε; Τον ξέρεις;
    - Ο Τάκης ο τσεκαρέος μωρέ... δεν τον ξέρω ιδιαίτερα, αλλά έτσι κάνει αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό ως ρήμα και σημαίνει χαλάω ή χαλιέμαι. Βλέπε και χαλούμι.

- Πάλι πούστη με κινέζο θα φάμε ρε μάγειρα;
- Γιατί, σε χαλούλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified