Selected tags

Further tags

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της bimbo, της πανέμορφης και «κοκέτας» ξανθιάς νάρας που όμως κάπου χάνει.

Σαν καθαρόαιμη μπάρμπι πιστεύει ότι η θεωρία χορδών αφορά σε στρινγκάκια και ότι το στοματικό διάλυμα είναι η ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο πίπες, αυτό όμως ποτέ δεν στάθηκε τροχοπέδη στο να καταξιωθεί με το σπαθί της επαγγελματικά και προσωπικά.

1. Μυστήρια τρένα είσαστε οι άντρες. Αψυχολόγητοι.
Να βλέπεις άντρα-αντρούκλα, με όλα τα προσόντα της καλής Τύχης και εμφανισιακά και από μυαλό και να επιλέγει σαβουρογκομενάκι ή μπίμπω!

2. δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα κοινά μας, δηλαδή με τους γόνους επιφανών οικογενειών και επιτυχημένων πατέρων, τους εργατικολογοπατέρες και την κάθε ξανθιά μπίμπω που εκτίθεται ως υποψήφια

3. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να αφήνουν την κάθε μπίμπω (άτσα, εξελληνισμός και υιοθεσία ξένης λέξης επί τροχάδην) να λέει ανεξέλεγκτα ό,τι της κατέβει.

Μπάμπη με λένε (από Khan, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα στην χρήση του ναζί ως γαμοσλανκοτέτοιου - όχι με την πολιτική έννοια του φασιστόμουτρου / ναζού, αλλά ως χαρακτηρισμό ανθρώπα με άκαμπτο και ψυχαναγκαστικό σπασαρχιδισμό. Μιλάμε για έγκαυλους και ιδεοληπτικούς πατερνάλες που την πέφτουν ακαριαία σε όποιον τολμήσει να παραβιάσει τους δυσκοίλιους «κανόνες» τους.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Οι οικοναζί, οι μονομανείς και γκρηνιάρηδες οικολόγοι που επιβάλλουν τις απόψεις τους παρεμβατικά (μπουγελώνοντας με κόκκινη μπογιά κυρα-περμαθούλες με γούνες, απελευθερώνοντας μαϊμούδες από ερευνητικά εργαστήρια, βουλιάζοντας φαλαινοθηρικά κλπ).
  • Οι φεμιναζί ή φεμινοναζί, βαμμένες φεμουνίστριες με τη φαλτσέτα ανά χείρας έτοιμες να ευνουχίσουν όσους δεν επιδεικνύουν την απαιτούμενη κορεκτίλα.
  • Ναζί της γραμματικής, όσοι καιροφυλακτούν στα φλώρουμ για να διαπομπεύσουν αυτάρεσκα όποιον ορθογραφικά ή συντακτικά άπλυτο εντοπίσουν. Να μην συγχέεται με την γραμματική των ναζιστών που μάλλον αποτελεί αντώνυμο (βλ. εγέρθουτου, κ.ά.)

Η έτσι χρήση του ναζί καταγράφεται στα αγγλικάνικα από τα ογδόνταζ (fashion nazi, vegan nazi, fitness nazi, grammar nazi, κ.ο.κ)

Βλ. λαι φρίκουλας.

1. Οι οικοναζί ξαναχτυπούν. Τα ίδια λέγανε πριν χρόνια όταν επρόκειτο να κατασκευασθεί η περιφερειακή όδος Θεσσαλονίκης. Φανταστείτε τί θα γινόταν σήμερα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αν ΔΕΝ υπήρχε η Περιφερειακή Οδός.

2. Κηφήνας το παιδί της φεμινίστριας μαμάς! ΟΥΣΤ! Φεμιναζιστές!

3. ναζί της γραμματικής (...) ενοχλητική συνήθεια ορισμένων χρηστών του διαδικτύου και όχι μόνο, να εντοπίζουν τα γραμματικά ή συντακτικά λάθη σε κάθε κείμενο που διαβάζουν και να διορθώνουν τον καθένα με ενοχλητικό και αγενή τρόπο. “Περιέργως”, σύμβολο των “ναζί της γραμματικής”, είναι το σύμβολο της Χρυσής Αυγής, το οποίο φυσικά παραπέμπει στον ναζισμό! (ιδού)

4. χωρις να ειμαι «ναζι της ορθογραφιας» και παραδεχομενος οτι τα ελληνικα μου ειναι σαφως φτωχα, πιστευω οτι οποιαδηποτε νοητικη ασκηση, οποτε ΚΑΙ η ορθογραφια ακονιζει το μυαλο. και σιγουρα, αν καποιος δεν μπορει να εκπαιδευσει τον εγκεφαλο του στο ελαχιστο ωστε να ξερει ποτε ειναι «οδο» και ποτε «οδος» ή ποτε ειναι «ενδιαφερον» και ποτε «ενδιαφερουσα» τοτε πιστευω οτι εχει γενικοτερα προβλημα να επεξεργαστει τις πληροφοριες που δεχεται, αρα να σκεφτει και να εχει γνωμη.

Το έμβλημα των ναζί τση γραμματικής, κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει... (από σφυρίζων, 07/03/13)

(από Khan, 09/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αρχαιοελληνική λέξη θριξ (τριχ-ός) που σημαίνει «τρίχα», σηματοδοτεί οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το πρόσωπο Α και περιέχει τρίχες ενός προσώπου Β (βλ. πετσέτα, τυρόπιτα, τσιγάρο, κτλ).

  1. - Ρε μαλάκα έχεις ένα τσιγάρο;
    - Πάρε αυτό που έχω στο αυτί, θα στρίψω άλλο για μένα.
    - Αμάν ρε, πάλι το τριχουλέτο μου δίνεις;

καθώς και

  1. Μου άφησε το αμάξι τριχουλέτο.

όπως και

  1. - Ρε Γιωργάκη, καμιά πετσέτα έχεις να σκουπίσω τα σκατά από πάνω μου;
    - Ναι ρε, πάρε τη δική μου, δίπλα στο καθρεφτόνι.
    - Όχι το τριχουλέτο ρε ψηλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός περίεργων συνωμοσιών μασόνων, εβραίων, λέσχης μπίλντερμπεργκ και πολλών άλλων. Φημολογείται ότι συχνάζουν στους ΑΝΕΛ. Λέγεται πάντα ειρωνικά από τρίτους.

Κάτι ψεκασμένοι μαζεύτηκαν έξω από το υπουργείο Άμυνας απαιτώντας από τον ΓΕΑ τη διακοπή των ψεκασμών, λέει.

(από Khan, 27/12/13)Je suis Prekas  (από soulto, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αταλάντευτη πεποίθηση μιας ομάδας ανθρώπων είναι ότι αεροπλάνα, ψηλά εκεί, μας ψεκάζουν με χημικά που μας κάνουν να ψηφίζουμε τα κόμματα του κατεστημένου. Πρωτοσέλιδα με αυτό τον τίτλο εμφανίστηκαν προ των εκλογών του 2012. Σλανγκικώς τώρα λέγεται ειρωνικά προς οπαδούς τέτοιων θεωριών συνωμοσίας.

- Συγκεντρωνόμαστε την Πέμπτη στις 12:00 έξω από το ΥΕΘΑ με αίτημα τη διακοπή των ψεκασμών!
- Μην ξεχάσεις να ζητήσεις και να μη ρίχνουν αντικοκό στο φαΐ των φαντάρων. Άντε ρε, ψεκασμένε!

Η πρώτη φορά που ατυπώθηκαν οι ψεκασμοί σε έργο τέχνης ήταν σε έργο του Vincent van Gogh. (από Khan, 17/07/14)

Δες ακόμη: τι σε ψεκάζουν;, ψεκασμένος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο για το τρόλεϊ και το τρολοκομείο, δηλαδή για το σάιτ ή φόρουμ που έχει γεμίσει με τρολ, θυμίζοντας τρελάδικο. Ο γούγλης δείχνει επίσης και την χρήση επιθέτου τρολάδικος-η-ο.

  1. ΒΑΡΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΊ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΤΡΟΛΛΑΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ ΚΑΝΕΙΣ; (Εδώ).

  2. και στο εψυχολοτζι ανθιζουν τα τρολλακια. η περιπετεια στο τρελλαδικο τρολλαδικο συνεχιζεται. (Εδώ).

  3. @TreloTrol με τέτοιο τρολάδικο nickname πως να απαντήσω σοβαρά; :) (Εδώ).

Πρωτοτρόλ των 80ζ. (από Khan, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκελληνοποίηση του SWAG με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-γκουρας».

Σβάγκουρες αποκαλούνται οι κουνάμενοι και λυγάμενοι ποζεράδες, οι κάγκουρες που το κάνουν από κει που κλάνουν. Το λήμμαν παραμένει εισέτι αχαρτογράφητο στο γούγλε γούγλε αλλά υπάρχει.

Ασίστ: Idium από το δουπού και HardcoreGR.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κλασική έκφραση κάνω την πάπια έπεσε θύμα χάιτζακ για να περιγράψει το μιμηδιώδες φαινόμενο ντάκφεϊς: την γνωστή γαμογκριμάτσα που κάνουν φεϊσμπουκλούδες όλων των φύλων, με την σφαλερή πεποίθηση ότι τις καθιστά ομορφότερες.

Κορίτσια, με κάθε σεβασμό στον Τρύφωνα Σαμαρά και στην Ντέζι Ντακ, η γκριμάτσα αυτή δεν είναι αισθησιακή. Σάς ευτελίζει.

1. Κορίτσια που κάνουν… την πάπια! (Photos)

2. ΑΧ ΚΟΠΕΛΙΑ, ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ ... βάζουν και πιστεύουν πως όσο πιο πολύ duckface κάνουν τόσο πιο όμορφες θα βγούν.

3. Ας ελπίσουμε φέτος τον χειμώνα τα ντακφεις να αποδημήσουν νότια μαζι με τα χελιδονια.

4. ο αλλος στο φβ εχει φοτο με ντακφεις...ο αλλος στο τουιτα ακολουθει ολο το σελεμπριτομανι μεχρι τη τελευταια γλαστρα..ο απαραλος..

5. Με μίας ημέρας αποβολή «με το καλημέρα» τιμωρήθηκαν τρεις μαθήτριες του 8ου Λυκείου Γλύφάδας για μια γκριμάτσα που έκαναν ενώ έβγαζαν αναμνηστική φωτογραφία, την πρώτη κιόλας μέρα της νέας σχολικής χρονιάς. Οι νεαρές μαθήτριες της 3ης τάξης του Λυκείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος αποφάσισαν να βγάλουν αναμνηστική φωτογραφία παίρνοντας τη γνωστή έκφραση «duckface» στα πρόσωπά τους, πράγμα που φάνηκε να ενοχλεί έναν τριαντατριάχρονο καθηγητή, ο οποίος τιμώρησε κάθε μία με αποβολή μίας ημέρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... ρωτάμε όταν θέλουμε να μάθουμε την τιμή του γραμμαρίου ή του κομματιού.

Στον προφορικό ''με το μπόσο''.

- Παίζει τίποτα;
- Όλο και κάτι..
- Τι και με τον πόσο;;
- Από τούτο, με τον 10.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified