Selected tags

Further tags

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύσια-Θήκη: η γυναίκα που παραδόξως αφήνει έναν άντρα να χύσει μέσα της (συνήθως στην πίσω πόρτα).

Επίσης η γυναίκα που καταπίνει τα χύσια κατά την διάρκεια της πίπας.

Αλλά και η γυναίκα που όταν θέλει σεξ θυμάται τους πρώην (μάλλον γι 'αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται άλλη έκφραση, εκτός από πουτανάκι).

- Ρε με πήρε τηλέφωνο η τάδε, πολύ πιπατζού αλλά και χυσοθήκη, δεν αφήνει τίποτα, τα καταπίνει όλα'!

- Μαλάκες κάθεστε; Χθες έχυσα μια γκόμενα.''
- Έλα ρε, τι μας λες! Και 'γω νόμιζα ότι χύνουν μόνο οι μπαμπουίνοι...«
- Όχι ρε, μέσα στο μουνί''
-...Μπράβο μαλάκα, θα σε δούμε στα βαφτίσια''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις καμαρώνω + καυλί: λέγεται για εκείνους που καμαρώνουν για το πέος τους και τα κατορθώματα τους, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και από γυναίκες που σχολιάζουν το πέος ενός που περνάει από μπροστά τους ή οτιδήποτε.

- Αχ αχ κοίτα αυτόν!
- Αχ αχ πού, πού;;
- Α, αυτον τον καμαροκαύλη λές;
- Ναι, όντως πετάγεται πολύ από το τζίν-φόρμα

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις πιο καθιερωμένες έννοιες, βλέπε τα λεξικά. Χρησιμοποιείται όμως και στην εξής εξαιρετικά συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύναξις. Κόσμος πολύς, γκαβλαραίοι αρκετοί, μουνάρα μία. Μουνάρα απίστευτη, σβήνει τις υπόλοιπες γυναίκες. Ψήνεσαι να της την πέσεις. Αλλά αρχίζουν να την απασχολούν τύποι. Αρκετοί τύποι. Και μετά άλλοι λίγοι. Τύποι επάλληλοι. Τύποι που δεν έχουν καμία ελπίδα. Φαίνεται ότι απλά τρώνε τον χρόνο της και ροκανίζουν τις ελπίδες σου. Γιατί όταν καταφέρει ν' ανασάνει, αν πεις να πας καί εσύ, θα είσαι απλά ο δέκατος πέμπτος που της τα 'πρηξε στο ίδιο βράδυ.

Οπότε έχεις μια καλή δικαιολογία που πάλι δεν την έπεσες σε καμία γκόμενα.

Ο λόγος για την παρομοίωση είναι μάλλον μια τραβηγμένη μεταφορά της πιο συμβατικής έννοιας του κηφήνα. Κηφήνες καθ' όσον δεν κάνουν τίποτα, αλλά τριγυρίζουν και τη βασίλισσα.

Διακρίνεται απ' το καταστροφικό ποδόσφαιρο καθ' ότι οι κηφήνες προσπαθούν όντως για την πάρτη τους, αλλά δεν.

Ένιγουέι, το νέτι δεν δίνει τίποτες, είναι κ δύσκολο να το ψάξεις, αλλά είμαι σίγουρος ότι λέγεται.

- Τι είπε χτες στο πάρτυ ρε;
- Ξενέρα, φλωριά και άγιος ο θεός, αλλά ήτανε μία μουνάρα ρε μαλάκα μου, να πηδάει ο μπαμπάς και του παιδιού να μή δίνει.
- Ε, καί; έκανες τίποτα;
- Μπα, όχι.
- Μπράβο ρε, καλά της έκανες.
- Ναι ρε, να μάθει η καργιόλα.
- Ρε, την έχεις σημαδέψει σου λέω. Πάντα θα είσαι αυτός που ποτέ δεν της την έπεσε. Για ψυχοθεραπεία πάει η γκόμενα.
- Σκάσε ρε καραγκιόζη να πούμε, αφού με το που σκάει, αρχίζουν οι κηφήνες. Ένας να μιλάει με το διπλανό της και να της πετάει μια ατάκα κάθε πέντε λεπτά που θυμότανε να πάρει τα μάτια του απ' τα βυζιά της, ένας να της μιλάει για τους Βούδες της Ταϊλάνδης που είναι διαφορετικοί απ' τους Βούδες της Υεμένης, άλλος να της αναλύει τη διαφορά του εκλέρ με τα διαστημικά λεωφορεία, της τα κάνανε μπαλόνια της κοπέλας και την πληρώνουμε εμείς που έχουμε αγνάς προθέσεις.
- Εκεί φαίνεται ο άντρας αγόρι μου. Στα δύσκολα.
- Ποια είναι τα δύσκολα ρε; Οι τσιμπουκοζητιάνες που φορτώνεις εσύ;
- Φίλοι;
- Φιλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελαμένος οπαδός της ΑΕΛ κι εν γένει ο φανατικά τοπικιστής Λαρισαίος.

Τίτλος παρμένος από την παρακάτω διαφήμιση:
- Παιδιά, είμαι ο Τυροτρέλας και με την TIROTRELLA Kerrygold παίζουμε και τρώμε. Πραγματικό τυρί από αγελαδινό γάλα. TIROTRELLA Kerrygold! Όταν τρώμε, παίζουμε.

Καλά ρε αυτός ο Γιαννάκης πολύ τυροτρέλας την έχει δει τελευταία, μέχρι και στις προπονήσεις της ΑΕΛ πηγαίνει.

(από nobody, 06/10/11)(από nobody, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικές λέξεις, όταν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, έχουν την τάση να τονίζονται στη λήγουσα, κυρίως διότι οι άνθρωποι αυτοί οι μόνες λέξεις που χρησιμοποιούσαν σε άλλη γλώσσα είναι οι ονομασίες από φάρμακα, τα οποία και αυτά, για έναν ανεξήγητο λόγο τονίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στη λήγουσα (Νιφλαμόλ, Ντεπόν, Λεξοτανίλ, Παλευόν-Αντιπαλευόν ετσέτερα ετσέτερα).

  1. Ρε Νάσο, πήγαινε στο Μπολρούμ και δες ρε συ αν δουλεύει το Ιντερνέτ!

  2. Αυτός ο γιος μου όλη μέρα που τονε χάνεις και που τονε βρίσκεις στο Φεισμπούκ ρε όλη μέρα ρε. Έχει κάνει χρυσή τη Μικροσόφτ ρε!

  3. Καλά σου μιλάω πήρα το καινούριο το Φωτοσόπ, μιλάμε γαμάει τραβέλια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο αναφέρεται στα εξής:

  1. Περίπτωση ατόμου που είναι τόσο καθηλωμένος με κάτι, που στην πράξη είναι λες και τον έχουν «συνδέσει» με καλώδιο. Αναφέρεται συχνά σε καμένους και nolifers.

  2. Όποιος φέρει πάνω του ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εδώ υπάρχουν οι εξής δύο περιπτώσεις: α) Εξοπλισμός υπολογιστή (π.χ. headset), μικρόφωνο τηλεοπτικού παρουσιαστή ή floor manager και γενικά κάθε είδους ηλεκτρονικά καλώδια που εξυπηρετούν μια εργασία.
    β) Κοριός με στόχο την παρακολούθηση συνομιλίας από κατάσκοπο, ντετέκτιβ, αστυνομικό της ασφάλειας κτλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, ο κοριός συνδέεται με live κύκλωμα σε mini van όπου συνήθως οι συνομιλίες παρακολουθούνται από στρουμφάκια.

  3. Άτομο που είναι κολλημένο με μία πεποίθηση, τόσο που δεν ξεκολλάει με την καμία (αναφέρεται και για τις θρησκείες)

Αντίστοιχα παραδείγματα των παραπάνω ορισμών:

  1. - Πάμε στο Σπύρο για καφέ;
    - Άσε με μωρέ με τον μαλάκα. Πήγα χθες για να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα κι αυτός ήτανε καλωδιωμένος 3 ώρες στο Facebook. Γάμησέ τα σου λέω, δεν πάει afk ούτε για τουαλέτα.

2α. - Ελένη, βγαίνουμε live σε 1'!
- Τι λέτε ρε παιδιά; Εδώ δεν είμαι ακόμα καλωδιωμένη, θα έρθει κάποιος να μου περάσει ένα...μικρόφωνο;

2β. - Μπήκε ο δικός σου μέσα στην έπαυλη;
- Ναι.
- Καλωδιωμένος;
- Ναι, κομπλέ. Σε λίγη ώρα θα έχουμε και ήχο.

  1. Το παλικάρι είναι πλέον τίγκα καλωδιωμένος με την θρησκεία. Πιστεύει ότι πρέπει να κάνουμε σεξ μετά τον γάμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αρχικά «Away From Keyboard». Το αναφέρουμε για συντομία την ώρα του chat, όταν πρέπει να απομακρυνθούμε από το PC για λόγους ανάγκης (βλέπε τουαλέτα, φαγητό, νερό, τηλέφωνο, πόρτα κι όλα τα συναφή που μας σπάνε τις μπάλες).

(Στο Facebook:)
- Έλα man, είσαι εκεί να σου πω κάτι;
- Ναι ρε, απλά μισό να πάω afk 2 λεπτά να ρίξω ένα κατούρημα κι έρχομαι.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσκηση επιρροής προς διαφωνούντες από ιεραρχικά ανώτερο, με σκοπό την κάμψη των αντιρρήσεων και την συμμόρφωση τους.

Εφαρμόζεται συχνά στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνητικού κόμματος, όπου διάφοροι βουλευτές μετά το μασάζ που υφίστανται από τον Γραμματέα της Κ.Ο. ενόψει μιας κρίσιμης ψηφοφορίας, κάνουν γαργάρα τους δια τηλεοπτικών παραθύρων λεονταρισμούς τους, καταπίνουν το επάρατο κόκοκο και επιστρέφουν τελικά στο κομματικό μαντρί.

Ο κ. Καρχιμάκης έχει αναλάβει το δύσκολο «κομματικό μασάζ» των πιο... μαχητικών συνδικαλιστών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified