Η γκόμενα που περπατάει και κουνιέται σαν καυλωμένη.
Η κυρα Μαρία όλον τον κόσμο θάβει και δεν κοιτάει την ορθόκαυλη την κόρη της που δεν άφησε ψωλή να πέσει κάτω !!!
Η γκόμενα που περπατάει και κουνιέται σαν καυλωμένη.
Η κυρα Μαρία όλον τον κόσμο θάβει και δεν κοιτάει την ορθόκαυλη την κόρη της που δεν άφησε ψωλή να πέσει κάτω !!!
Got a better definition? Add it!
Πολύ παγωμένο.
- Παίδες, οι μπύρες είναι ζεστές!
- Ρίχ'τες ζγκατάψυξ να γίνουν κράκουλο!
Got a better definition? Add it!
Άιφερ μάνατζερ!! Ο υπάλληλος τρεχαλίτσας!! Το παιδί για όλες τις δουλειές!! 'Αι φερ' αυτό, άι φερ' το άλλο!!
Σιγά μη καταντήσω ο άιφερ μάνατζερ του μαλάκα του Μήτσου!!...
Βλ. και άι φέρ', eyefair, αντεφέρ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές
Got a better definition? Add it!
Καυλιάγγουρας, ο άντρας ο καυλιάρης με τη μεγάλη πούτσα!!! Έπαινος!!
Καλώς τον τον καυλιάγγουρα!! Είναι καυλιάγγουρας ο Μήτσος, κι ας δείχνει μισοριξιά !!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.
Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.
Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μέρος όπου πέφτει σεχ, αλλά που δεν είναι ποτέ το ίδιο μας το σπίτι, ούτε και σεξοξενοδοχείο με κουβερτούλες και λοιπά κομφόρ. Ως επί το πλείστον δε, στη σεξοκαβάντζα πας εποχούμενος, δηλαδή το φίκι-φίκι πέφτει μέσα στο αυτοκίνητό σου/του/της.
Είναι συνήθως πρακτική ξεπέτας ή κερατώματος. Συνήθως πρόκειται για το αποτέλεσμα μακροσκελούς ψησίματος της γκόμενας από τον οδηγό, ο οποίος μπορεί και να έχει βολτάρει στη μισή Αττική χαλαρά-χαλαρά μέχρι να φτάσει και καλά όλως τυχαίως, σε ένα απόμερο σημείο. Αν βέβαια η γκόμενα είναι περπατημένη, πιθανόν και να βρεθεί σε γνώριμο στέκι της...
Πρόκειται συνήθως για ένα απόμερο σημείο της πόλης: δασάκι, ερημιά, βράχος. Διάσημες σεξοκαβάντζες της Αθήνας ήταν πάντα ο Λυκαβηττός, η Γκράβα, του Φιλοπάππου τον παλιό καλό καιρό, και κάποια κολπάκια των Ν Προαστίων ή ο βράχος πάνω από τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απ' ό,τι βλέπουμε από το λινκ του παραδείγματος 1, τα μέρη αυτά ακόμα διατηρούν τη φήμη τους. Υποθέτω πως τώρα πια θα υπάρχει μέγας συνωστισμός εκεί, αφού ήδη στα ογδόνταζ όλο και κάποιον γνωστό έβρισκες στο διπλανό αμάξι...
Πολλές όμως από τις τυχαίες συναντήσεις είναι στημένες για να κάνει κάποιος πλάκα στον άλλον ή για να τρομάξουν το γκομενάκι κλπ. Άλλες φορές δε, υπάρχει συνεννόηση μεταξύ του γαμιά και κάποιου ηδονοβλεψία. Παλιά τουλάστιχον γινόταν το εξής κόλπο: ο πηδιάς (του οποίου ήταν και το αυτοκίνητο) φρόντιζε να πατάει συνθηματικά το φρένο ώστε ο ματάκιας φίλος να έρχεται πάνω στην κατάλληλη στιγμή, κατά την οποία πια η γκόμενα τα έδινε όλα και δεν χαμπάριαζε Χριστό -κι έτσι έκανε μάτι ανενόχλητος.
Άλλες φορές πάλι οι συναντήσεις δεν είναι τυχαίες, ίσα-ίσα πρόκειται για ντου από καναν προστυχάκια ο οποίος φρικάρει αμφότερους τους παρτενέρ με αποτέλεσμα διάφορες σκηνές υστερίας και πανικού.
Από τα σεξ + καβάντζα.
(σ.ς. να πω ότι είναι απίστευτο το ότι η λέξη αυτή γουγλάρεται μόνο μέσω αυτού του άρθρου, το οποίο όμως έχει διαδοθεί σε εκατοντάδες σάη και μπλογκς, δοκιμάστε να δείτε.)
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμεθα σε παλαιούς υπολογιστές ή σίδερα για ανακύκλωση, στις εκπομπές της Κλανίτας Πάνια ή στην μουσική του Justin Bieber.
Ψηφιακά σκουπίδια αποκαλούνται τα παράσιτα ή ξυσίματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας λόγω κακού σήματος ή βλάβης. Πρόκειται για τα χιόνια νέας κοπής, για να καταλαβαίνουμε και οι παλαιότεροι, την Digea μου μέσα.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο βλάκας. Καμία σχέση με τον προηγούμενο ορισμό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει άριστη ακοή, αλλά καθυστερημένο μυαλό.
Πωπώ, τι μαρμελάδας είναι ο Λευτέρης ρε! Τελείως γκάου!
Got a better definition? Add it!
(βλ. μαρμελάδα στ' αυτιά)
Χαρακτηρισμός ανθρώπου με βαριά ακοή.
Ρε μαρμελάδα, τρίτη φορά στο λέω ...
Got a better definition? Add it!