Selected tags

Further tags

Αντίθετο του «Συνωστισμός».

Δηλώνει μέρος που έχει απομείνει λίγος κόσμος (τρεις κι ο κούκος) συνήθως για μπαράκια, καφετερίες κλπ.

Προέρχεται από το γνωστό πολιτικό κοινοβουλευτικό μας κόμμα, όπου εδώ και χρόνια αποχωρεί κόσμος για να πάει στο Πασόκ (βλ. Δαμανάκη) ή να φτιάξει δικό του κόμμα (βλ. Κουβέλης).

Συνήθως το χρησιμοποιούν όσοι δεν ψηφίζουν το συγκεκριμένο κόμμα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις προς χάριν αυτοσαρκασμού.

- Εγώ λέω να κάτσουμε ... ωραία μουσικούλα παίζει!
- Τι λές ρε ... έχει πολύ Συνασπισμό εδώ μέσα, πάμε αλλού μπας και δούμε κανένα νιμού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.

  1. Πάμε να φύγουμε από εδώ έχει γεμίσει ο τόπος φλανέρς.
  2. Ρε συ, κοίτα! Αυτός ο φλανέρ είναι και εδω πέρα!

από το ίδιο άρθρο.

Τα παρισινά passages των αρχών του 20ού αιώνα ήταν μέρος της κουλτούρας του φλανέρ που ανέδειξαν μεταξύ άλλων ο Louis Ferdinand Celine και ο Walter Benjamin. (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χίπστερς ή χιπστεράδες (το δεύτερο ελληνοποιεί μεν τη λέξη αλλά την μαγκιτοποεί κάπως, άρα δεν είναι τόσο αποδοτικό) είναι ένα μπάσταρδο και ό,τι νά 'ναι στυλάκι, πιθανόν και λίγο φασό, λίγο απ' ό... (ανυποψίαστοι και για τα δύο), και καλά ζεμανφού και τρέντικο, που από πίσω κρύβει νεοπλουτισμό, λαϊκοκυρίλακαι φλωριά -και ωσεκτουτού δημιουργεί την αντιπάθεια πολλών και καλούα πιο κωλοπετσωμένων ή πιο ζόρικων, ή τεσπα πιο συνειδητοποιημένων.

Είναι άτομα που μάλλον δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να προτείνουν σαν σύνολο, αυταπατώνται ως προς την αξία τους και γι' αυτό δεν προσπαθούν να εξελιχθούν. Είναι κράμα κεκαλυμμένης κορεκτίλας, λατέρνατιβ, ιντιδενξέρω, φαν του λειψάνου χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση, προτιμούν γενικά πράγματα που ξεφεύγουν από τον μπουχό, όμως, επειδή δεν τα κάνουν από επιλογή αλλά από μόδα -ή δια της εις άτοπον και χωρίς βάθος, είναι ένα απόλυτο τίποτα ημιμάθειας και όπου φυσάει η μόδα, η άποψη, το τάδε περιοδικό κλπ.

Παρόλο που είναι κατά τα φαινόμενα ανώδυνοι (ξέρουμε πώς κάποια στιγμή θα σβήσουν σαν πεφταστέρια και θα μπουν στον κουβά), προσώπικλυ τους θεωρώ όχι απλώς ένα φλου προϊόν πολιτιστικοκοινωνικών ζυμώσεων, αλλά μια μάζα που εύκολα μπορεί, με την δηθενιά της και την μη ταξική της ταυτότητα, να χειροτερέψει τα κοινωνικά προβλήματα του δυτικού κόσμου.

Η ενδυματολογία τους είναι ένα άλλο μπαστάρδεμα, τόσο που αδυνατώ να το περιγράψω.

Βλ. και φλανέρ.

Ήταν η κακία της ημέρας από την Ηρωνίκ.

  1. συγγνωμη η συναυλια που πατησανε το ποδι τους οι χιπστερς ποια είναι;

  2. Το «Bricolage» είναι ενδιαφέρουσα η μείξη εικαστικών, χίπστερς, παιδιών καλών οικογενειών και ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν να πληρώσουν τη συνδρομή αλλά διψούν να μάθουν.

  3. Το καθιερωμένο fashion bazaar της Shop & Trade στην οδό Αγησιλάου 57-59 στον Κεραμεικό ξεκινά αυτό το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, με έκπτωση μέχρι 65%. Θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 έως τις 20:00, ενώ τα Σάββατα από τις 10:00 μέχρι τις 18:00 και οι χίπστερς της πόλης έχουν χτυπήσει συναγερμό!

  4. νομιζω τελικα οτι εσυ εισαι χιπστερας…απο μουσικη ψηφοφορια εως…μεσα σ ολα. σουπερ μπλογγ. μακαρι να χα χρονο να σε επισκεφτομαι.
    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά όχι και χιπστερας ρε κύριος! Εδώ βάλαμε στη λίστα μας Teenage Fnclub, με τα τρέχοντα δεδομένα με λες ως και παλιοροκά.

  5. Στο ντένβερ βρίσκεται και ο χιπστεράς πικτσερπλέϊν ο οποίος περηφανεύεται διατυμπανίζοντας ότι είναι ο νονός της drag. Αυτός βάπτισε τους σάλεμ witch house και η ρετσινιά κόλλησε - αν και το μπλογγ προτιμά τον όρο ντραγκ.

  6. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. (από το σάη μας, λήμμα ψυχεδελικές)

  7. Είναι τυχαίο που η πουστεία και οι συναφείς με αυτή συμπεριφορές, π.χ. γιούνισεξ, χιπστερίλα, emo-καταθλίψεις, και ρέστα, ευδοκιμούν κατ' εξοχήν στις δύο μεγάλες ηττημένες του Βου Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία;
    (από το σάη μας, λήμμα αχαρτογράφητος)

όλα από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: ποδόσφαιρο + φέος (=γάρο)

Το τσιγαριλίκι (ή και περισσότερα) που πίνει ένας οπαδός όταν είναι στο γήπεδο. Η κατάποσή του συνήθως γίνεται ή στην αρχή ή στο ημίχρονο του αγώνα. Οι πιο σκληροπυρηνικοί μπορεί να το σκάσουν και όταν σκοράρει η ομάδα τους, ώστε να νοιώσουν τη κάβλα πιο έντονα στην εξέδρα.

*Σε σοβαρές κερκίδες μπορεί κάποιος να το ακούσει και σαν ''γηπεδικό σκανάκι'' ή ''τρίφυλλο βαρβάτο και ωραίο''.

- Τσακάλια, έχουμε μόνο έναν ποδοσφέο για σήμερα, να τον στρίψουμε τώρα;
- Άραξε ρε στο ημίχρονο, ας πιούμε τώρα τις μπύρες που μπάσαμε γιατί μετά θα γίνουν κάτουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός και παθιασμένος θαυμαστής συγκεκριμένων προϊόντων ή δημιουργών της ποπ κουλτούρας (η οποία περιλαμβάνει μουσική, κόμικς, βιβλία, σινεμά, τηλεόραση και τα συναφή, αλλά και brands, δηλαδή μάρκες, εταιρείες, μοντέλα συσκευών ή οχημάτων κλπ).

Αρχικά ο όρος περιοριζόταν σε ιδιαίτερα γούστα, σε πράγματα που ανήκαν στο περιθώριο είτε επειδή θεωρούνταν μπας-κλας (τα mainstream ΜΜΕ τα σνομπάρουν, οι κριτικοί τα θάβουν, το κοινό τα θεωρεί μυστήρια φρούτα και δε θέλει πολλά πολλά με δαύτα), είτε επειδή ήταν πανάγνωστα. Δηλαδή, κάποτε νοούνταν φανμπόι του Marvel Universe αλλά όχι του Michael Jackson. Στην πορεία, έγιναν όλα αχταρμάς, και πλέον μπορείς κάλλιστα να είσαι φανμπόι του σούπερ ποπ σταρ της χρονιάς (εβδομάδας) ή της πιο διάσημης και επιτυχημένης εταιρείας λογισμικού στον κόσμο.

Αρνητικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει κάποιον τόσο θεαματικά σκαλωμένο, που είναι εντελώς αδύνατον να κάνει αμερόληπτη κριτική στο αντικείμενο του θαυμασμού του ή έστω να συζητήσει πολιτισμένα. Που το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου σε πείσμα των γεγονότων, που παίζει και μπουνιές για πάρτη του χωρίς κανένα προφανή λόγο, «είπες κάτι για τη μάνα μου» φάση.

Θετικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει αυτόν που αγαπάει κάτι επειδή το 'χει ψάξει εξαντλητικά, γνωρίζει τα πάντα επ' αυτού και, ενήμερος πλέον, δικαιούται να διατρανώνει την εν λόγω προτίμηση προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία.

Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, βέβαια. Τα φανμπόιζ θεωρούνται ακίνδυνα κατά μόνας, αλλά όταν μαζεύονται ή/και οργανώνονται, καλό είναι να αντιμετωπίζονται ψύχραιμα και από μακριά: μην τα τσιγκλάτε και μην τα ταΐζετε μετά τα μεσάνυχτα. Οι διαδικτυακοί πόλεμοι μεταξύ αντίπαλων φανμπόιζ είναι πάντα μια καλή εναλλακτική όταν δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση.

Γένος: αρσ. φανμπόης, αρσ. ή ουδ. φανμπόι, θηλ. ή ουδ. φανγκέρλ.

Παράγωγο ουσιαστικό που φανερώνει ιδιότητα: φανμποϊλίκι

Ετυμ. < αγγλ. fanboy (έχει επίσης αποδοθεί σλανγκικώς ως πουτανάκι) < fanatic (φανατικός) < λατιν. fanaticus (ενθουσιασμένος) < fanus (ιερό) + boy (αγόρι) < μσν. boie (υπηρέτης, «παιδί»)

  1. «To Black Sabbath δεν είναι άλμπουμ. Είναι η απόδειξη ύπαρξης του Θεού στη Γή.»
    (τυπική δήλωση φανμπόι, απ' εδώ)

  2. ...εγώ πάλι ΟΝΤΑΣ φανμπόης του Λιντλ... (απ' εκεί)

  3. (σε συζήτηση για το αν θα έρθει Ελλάδα ο Roger Waters για την περιοδεία The Wall Live)
    - Αν γίνει θα πιστέψω στο Θεό :-) - Αν γίνει θα πιστέψω ότι το χρήμα ουδείς εμίσησε...
    - Με κίνδυνο να φανώ φανμπόι κι έτσι, απλά να πω ότι ο συγκεκριμένος κύριος είναι απο τις ελάχιστες περιπτώσεις στον χώρο της γενικότερης ρόκ, που μόνο για αυτό δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις.

  4. Απεχθάνομαι κάθε είδους φανμπόι αλλά στο θέμα Transformers είμαι το υπέρτατο φανμπόι (γυαλίζει την στολή και το κράνος του Megatron που θα βάλει στην πρεμιέρα)
    (δώθε)

  5. - Δεν ξέρω αν μιλάω σαν φανμποης, ούτως ή άλλως το Oceanic το έβαλα Νο1 στη λίστα, αλλά τουλάχιστον το Wavering Radiant είναι συγκρίσιμο με τα υπερέπη όπως σωστά είπες. [...]
    - Mιλάς σα φανμπόης, εγώ σαν τι μιλάω δλδ; Δεν είσαι μεγαλύτερος φανμπόης από μένα και αν θες βγες έξω να τις μετρήσουμε.
    (κείθε)

  6. Στην τελική οι Maiden είναι ένα από τα 2 αγαπημένα μου γκρουπς... ωραία; Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι έχουν κάνει μαλ*ες κατά καιρούς ή δεν ρουφάνε το αίμα των οπαδών κλπ... Αυτό λέγεται **φανμποϊλίκι το ξαναλέω... και ποτέ δεν μ' άρεσε..
    (σαπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράζων στην πλατεία.

Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.

Απλά ανυπόφοροι.

- Τι λέει ρε αυνάνα, αράζεις ακόμα με τον Άγγελο;
- Όχι φίλε, έχει γίνει φουλ πλατεΐτης και συζητάει πλέον μόνο για την ροπή των subaru και το τρέξιμο που ρίξαν οι παλιοί στους παγκρατιώτες. Για τον πέοντα.

(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κοκοτσί, δηλαδή μπάφος με κοκόρι. Μπα(φος) + κό(κα).

Η Ελίζα παλιά έκανε πού και πού κανάν μπάφο, μετά το γύρισε στο μπάκο και πλέον την βλέπω με χίλια για κοκογκόμενα τσιμπουκλού στις χέστρες της παραλιακής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified