Selected tags

Further tags

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθιερώθηκε από τον Δημήτρη Ουγγαρέζο στον «Όμορφο Κόσμο το Πρωί», όταν δήλωσε με την χαλαρότητα του τηλεαστέρα: «Άλλαξα φανέλα, και ο πρώτος λόγος ήταν το μασχαλόζουμο», ο ιδρώτας της μασχάλης εν ολίγοις.

Καλά, έτρεχα να προλάβω χ14 χθες βράδυ και το αρχίδι δεν σταμάτησε, οπότε κατέληξα μόνος μου στην στάση με το μασχαλόζουμο για παρέα να ποτίζει τον αιθέρα.

βλ. και το διαφορετικό μασχαλοζούμι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα περίφημα κτήματα, όπου τελούνται γαμήλιες δεξιώσεις. Η μόδα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, και μάλιστα, προ της απαγόρευσης της Αγίας και Μόνης Ορθοδόξου Εκκλησίας, τελούνταν ακόμα και το μέγα μυστήριο στα περί ου ο λόγος κτήματα, σε κάτι μικρά παρεκκλήσια.

Αρχηγός των γαμοχώραφων, και δημιουργός της μόδας, το κτήμα Νάσιουτζικ, κάπου στα Μεσόγεια. Η μόδα εξαπλώθηκε βέβαια σε όλη την Ελλάδα, και όπου πας, ακούς βαρύγδουπα ονόματα κτημάτων. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οικείες πλουσίων που βάρεσαν φαλημέντο, και πούλησαν τα estate τους σε φιλόδοξους γαμοεπιχειρηματίες, ή χωράφια που απλά έχεζαν γαδάροι, μέχρι να χτυπήσει το επιχειρηματικό δαιμόνιο τον ιδιοκτήτη τους..

Η λέξη προφ έρχεται από το γάμος+χωράφι. Διότι, τη λέξη «estate» την μάθαμε το ογδόντα από τους πιατάδες, και η λέξη κτήμα, μέχρι πρότινος σήμαινε, ουσιαστικά χωράφι, όπου οι κολίγοι ίδρωναν για να πλουτίζει ο τσιφλικάς (ναι, πέρασα κι εγώ από την ΚΝΕ).

Άρα, αν δεν είσαι ξενομανής, το λες γαμοχώραφο. Punto e basta....

- Πήρες το προσκλητήριο του Μάκη;
- Όχι ακόμα. Θα 'χει και φαγητό;
- Ναι, θα ακολουθήσει γλέντι στο «Κτήμα Ανθισμένο Πίτουρο»
- Μπααα, καινούριο γαμοχώραφο είναι αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.

- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.

Aυτοί ακριβώς! (από allivegp, 15/04/11)βασική κατηγορία βρωμιάς στον ήχο είναι οι στονεριές. μπίχλα, μπύρες κ γκόμενες με τζην σορτσάκι να παίζουν μπιλιάρδο. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < pervert = ανώμαλος / περίεργος (αγγλ.).

Ο περβερτάς δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, είναι γενικότερα τύπος που θα δεις να περιφέρεται στον δρόμο με έντονη και χαρακτηριστική αμφίεση ή περίεργο ύφος και συνήθως προκαλεί το γέλιο στον περίγυρό του για αυτόν το λόγο. Παρά ταύτα πιστεύει πως το εκκεντρικό του στυλ είναι αρεστό.

Χαχαχα! κοίτα εκεί το περβερτά με τα μοβ μποτάκια που το 'χει πιστέψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση|tcif sa ropt=σου γκαμώ το σπίτι (στην αλβανική) > ουσ. τσιφσαράς.

Ο κάγκουρας Αλβανικής υπηκοότητας που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα και ταράσσει τη δημόσια ηρεμία με γελοίους βρυχηθμούς και πράξεις.

- Είδες τους τσιφσαράδες που αράζουν στην πλατεία;
- Γαμησέ τα, τώρα που πέρασα με τη Μαρία κοζάραν τον κώλο της και σφυράγαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταούκαρα, η, ουσιαστικό το οποίο δηλώνει συμφορά, ή βαριά ζημιά.

- Βρασίδα, τι κάνεις; Τα νέα σου;
- Άσε Μάκη! Μου την έπεσε το ΣΔΟΕ στην καντίνα και έπαθα ταούκαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη «κολατσ(ι)ό» και στην αργκό των skateάδων δηλώνει φούντα, μαύρο, χορτί, βρομά, γλάρο, ρο, τσιγαρλίκι.

Καλά μάγκες, χθες ρούφηξα ένα τσιό με τον Κυριάκο, πάω να κάνω ένα 360 και έφαγα τα μούτρα μου. Πιάνο η οδοντοστοιχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης Φέος και παραπέμπτει σε φενγκ σούι λόγω της χαλάρωσης που επιφέρει.

Νικολάκη, αυτό το Φενγκ που έφερες με έχει κάνει Βούδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified