Selected tags

Further tags

Φράση της νύχτας όπου χρησιμοποιείται για ανθρώπους οι οποίοι είναι «βρώμικοι» αλλά στην συνέχεια βάζουν μυαλό και γίνονται ξανά ενάρετοι.

Από το γνωστό παλιό καθαριστικό.

Χμμ, δεν βλέπω ντρόγκια... έγινες λουλάκι βλέπω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετρέλαιο το [petréleo]: ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας. Όπως μας πληροφορεί εδώ (λες και δεν το ξέραμε, θα μου πείτε και με το δίκιο σας) ο Τριανταφυλλίδης.

Στα δικά μας τώρα, ποιος είναι αυτός που δεν έχει επισκεφτεί μπομπάδικο και δεν τον έχουν ποτίσει από λιωσέ κουέρβο μέχρι Θήβας Ρήγκαλ; Μάλλον κανένας.

Μπόμπα από μπόμπα όμως διαφέρει. Υπάρχουν μπόμπες που (αν κάποιος δεν το 'χει το άθλημα) δεν τις παίρνει πρέφα, παρά μόνο το επόμενο πρωί που ξυπνά με τις γνωστές παρενέργειες.

Την μπόμπα όμως που χαρακτηρίζουμε «πετρέλαιο» δεν γίνεται να μην την καταλάβεις, αφού η μυρωδιά της είναι τόσο χαρακτηριστική (σαν πετρέλαιο ένα πράμα), που κάλλιστα μπορεί να σου κάψει τα μυτοτρίχια. Το τι γεύση μπορεί να έχει δεν το ξέρω μιας και δεν ήμουν ποτέ τόσο γενναίος ώστε να δοκιμάσω.

  1. Καλό θα ήταν να κάνουμε και έναν διαχωρισμό αυτών που ονομάζονται Β' ποτά και αυτών που είναι πραγματικά πετρέλαια

Φυσικά τα παραπάνω δεν πιάνουν στο βενζινάδικο της παραλιακής/ αεροδρομίου, αλλά σε πολλά clubs μπορεί να γλιτώσετε το πετρέλαιο. Από εδώ

  1. Αν μυρίζει οινόπνευμα, άστο, πέτα το… Καλά, υπάρχουν και κάποια που βρωμάνε πετρέλαιο, αυτά κρατήστε τα για τον λέβητα! Από εδώ

  2. Απλά ανέφερα ότι καλό είναι να μην το πίνουμε έξω που δεν σέβονται τίποτα και σου σερβίρουνε πετρέλαιο γιατί κάνει περίεργη πρόσμειξη.

Υπάρχει και η άλλη λύση από το να κάθεστε και να γράφετε για τα πετρέλαια που πίνετε (άσε που πλέον το πετρέλαιο είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και δε συμφέρει οπότε...) Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να δείτε και μόνοι σας με τη βοήθεια του γκουγκλ (άντε, και του κνάσου), το τζακούζι που, στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει σαν η θερμαινόμενη μπανιέρα, είναι τρέιντμαρκ συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η σλανγκ έννοια της κάθε λέξης. Πάντα.

Ως τζακούζι λοιπόν, στην διάλεκτο της νύχτας, ονομάζεται το σφηνάκι-θάνατος, αποτελούμενο από μισό μέρος ούζο και μισό μέρος απόσταξη από το Τενεσίι των απογόνων του Τζακ του Ντάνιελ, που «αποστάζουν» όταν δεν παίζουν το χαριτωμένο παιχνιδάκι με τους φελλούς και τα βαρέλια. Όποιος έχει πιει σκέτο σφηνάκι ούζου και σκέτο σφηνάκι Τζακ Ντάνιελς και γνωρίζει βασικά μαθηματικά, θα προσθέσει τις 2 επιδράσεις για να βρει την επίδραση του συνδυασμού τους. Και θα κάνει λάθος. Γιατί η επίδραση τους όταν συνδυάζονται ανεβαίνει εκθετικά και γι' αυτό δεν χρειάζονται βασικά μαθηματικά. Μόνο 2 γεια μας.

Αν ακούσετε από φίλο, που δεν είναι μπέκρα, την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι;», καλό θα ήταν να θυμηθείτε τι πουστιά του έχετε παίξει, γιατί το χανγκόβερ δυσκολεύει πολύ τη μνήμη. Αν, δε, ακούσετε την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι υποβρύχιο, σημαίνει πως αυτός που προσφέρεται να κεράσει γνωρίζει ότι του πηδάτε τη γκόμενα και πως τις καπότες που θα βρείτε το πρωί στο πάτωμα τις βγάλατε κλάνοντας.

- Τί έγινε προψέ ρε και εξαφανίστηκες από το μπαρ;
- Άσε, μεγάλη περιπέτεια. Μου την έπεσε κανονικά η ξανθιά που με κοιτούσε! Κέρασα δύο τζακούζια και σε '5 έχει γίνει η γκόμενα! Μετά με πήγε σπίτι της και έγινε το έλα να δεις.
- Ε και τι περιπέτεια;
- Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μπανιέρα με παγάκια!
- Τί; Σου πήρε κανα όργανο;
- Μόνο; 5 λίτρα σωματικά υγρά! Με στέγνωσε!
- Άντε ρε μαλάκα και με κοψοχόλιασες.

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Βλ. και τζακούζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πιωμένος, αλλά λέγεται όταν κάποιος φτάνει κάπου και είναι ήδη πιωμένος. Όταν, δηλαδή, αλλάξει μαγαζί, πιθανώς και παρέα, έχοντας πιει ποσότητα της τάξης του τελωνείου. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί για το τέλος ξιδοποσίας.

- Τι έγινε χτες ρε; Γύρισες σπίτι σου ή ούτε καν;
- Γάμησέ με ρε συ...Θυμάσαι που ήμουνα ήδη φορτωμένος όταν ήρθα στο Μπιγκ Μπεν να σας βρω ε; Ε. Μετά πήγαμε σε άλλα δυο τελειωμενάδικα με τον Τάσο τον καολίλα και το λήξαμε μαζί με την αρτοκλασία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο heavy-duty χρήστης κοκαΐνης. Για να τον αποκαλέσουμε έτσι πρέπει να κάνει συχνά και μεγάλης διάρκειας μύτινγκ. Προέρχεται (και ετούτο) απο τα Ξύλινα Σπαθιά και το τραγούδι τους.

-Ο Χρήστος κατέντησε και αυτός βασιλιάς της σκόνης...
-...Πες του να ξεκόλλήσει με τις θεωρίες...

Η τραγουδάρα (από Khan, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπεκροκατανάλωσα κτηνώδεις ποσότητες αλκοόλ, έγινα κωλοτρυπίδι και μοιραίως τα έβγαλα κιόλας.

- Οδηγάω δέκα χρόνια σχεδόν και μου έχουν κάνει αλκοτέστ μόνο μια φορά Κυριακή απόγευμα! Δε θα βγούμε τώρα την Πρωτοχρονιά, να πιούμε τα άντερα μας και να την πέσουμε σε γκομενάκια; Πώς θα μπει καλά ο χρόνος; Το αν θα βγει, άλλη υπόθεση. (από εδώ)

- …επήα Μπάμπυλον τζαι ήπια τα αντερα μου, και επέρασα πιό ωραία!
(από δαχαμέ)

- ... πήγαμε σε ένα club με τρείς φίλους Ισπανούς, ήπιαμε, χορεύαμε, είχε πάρα πολύ κόσμο, γινότανε χαμός. Ήταν μία πλατεία με πολλά clubάκια, ήτανε όλοι Gay, και ξαφνικά ενώ είχα πιεί τα άντερά μου, έρχεται δίπλα μου ένας αρκούδος, ημίγυμνος, θεός…
(από εδώ)

Ότι κατεβαίνει ανεβαίνει (από Vrastaman, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified