Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνθρωπος μικράς αξίας που κοροϊδεύει την κοινωνία, διατελεί χαζά καθήκοντα αλλά νομίζει ότι είναι αξιόλογος, ανοίγει το στόμα του και πετάει χοντράδες.
Συνών. καρπαζοεισπράκτορας, πορδοβούλωμα, Αλέκος Τζανεττάκος.
Η προέλευση είναι άγνωστη, ίσως από τη λειτουργία των ομώνυμων συσκευών, ίσως υπάρχει και σεξουαλική χρήση.
- Γουστάρω σπέσιαλ ελληνικά απόψε. Πάμε σε κανά Ζυγό ή τίποτα Μούσες;
- Σιγά τα ψαγμένα καταστήματα ρε. Έκανες πολλή ώρα να τα σκεφτείς;
- Βρε, βρε συ υγραντήρα, εσύ ούτε απ' έξω δεν έχεις περάσει.
Got a better definition? Add it!
Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.
Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;
1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).
2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.
3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.
4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.
Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.
Δες και λήμμα: καπότα.
Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
- Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
- Γιατί με βρίζεις;
- Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.
Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
Κώστας
- Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
Πέτρος:
- Γιατί;
Κώστας:
- Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.
Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.
Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.
-Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.
- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.
Βλ. και ρουφιανόσπιτο.
Got a better definition? Add it!
Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.
Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.
Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).
Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.
1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα
2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!
3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.
Got a better definition? Add it!
Είναι το μπουρδέλο, αλλά και κάθε ευαγές ίδρυμα, όπου κορασίδες προσφέρουν σεχουαλικές υπερεσίες επί χρήμασι, λαδή και το κωλόμπαρο και το μασατζίδικο και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικώς, όπως και το μπουρδέλο, για να σημάνει έναν τόπο, όπου επικρατεί μπάχαλο, χάος, ανομία, καθώς και ως βρισιά για να δηλώσει χώρο αντιπάλου, λ.χ. το γήπεδο αντίπαλης ομάδας, ή τα κεντρικά γραφεία αντίπαλου κόμματος (όπως και το πουτανόσπιτο).
Την έκφραση χρησιμοποιούσε και η Μαλβίνα Κάραλη.
Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.
ι φασι ειναι οποσ στα ελινικα μασατζιδικα...μεσα σε πολικατικιεσ..
ι μονι διαφορα ειναι οτι σε αυτα δεν ιπαρχι καμια ενδιξι στιν εξοπορτα οποσ στα δικα μασ τα πουταναδικα που να προσδιδι οτι εκει μεσα προσφερετε αγορεα ΓΚΑΥΛΑ!
διλαδι με λιγα λογια αν δεν εχισ καπιον που να σε παει δε προκιτε να τα βρεισ ποτε! (Εδώ).
Αυτον που ξορκιζει το ασφυκτικο του δυαρακι στολιζοντας το με κινεζικα μπιχλιμπιδια τραβεστι και το κανει ενα μικρο πουταναδικο,μπας και παραμυθιαστει οτι η ζωη του δεν ειναι τελικα τοσο χαμενη οσο πραγματικα ειναι. (Εδώ).
3.α. ΟΙ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΠΟΥΣΤΙΚΟ ΤΣΟΓΛΑΝΑΡΑΙΚΟ ΛΕΞΙ ΛΟΓΕΙΟ ΤΩΝ ΡΟΥΦΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑΔΩΝ ΤΩΝ ΜΠΟΡΤΕΛΟΜΑΓΑΖΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕ ΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Εδώ).
β. αλλαξομουνιές στο ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΠΑ$$ΟΚ (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αδύνατος άνδρας, σε τέτοιο βαθμό που ο θώρακας του παραπέμπει σε πιατοθήκη (à la Στάθη Ψάλτη).
Πιθανότατα πρωτοειπώθηκε σε καβγά όπου ο αδύνατος, πλην τζώρας, προτάσσει τα στήθη διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Aκολούθως, βέβαια, ακούει την μάγκικη απάντηση (βλ. παράδειγμα).
- Πού πας μωρή πιατοθήκη, που μού βγάζεις και το πουκάμισο; Κάτσε ήσυχα μη φας κάνα μπουκέτο και πας πίσω στο χρόνο!
Got a better definition? Add it!
Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.
Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή του ξεψώλι.
Τι να κλάσει οποιοσδήποτε νέος ορισμός μπροστά στα όσα γράφει το τιτανοτεράστιο poniroskylo στο παραπάνω λήμμα. Απλά σιωπώ και σάς παραπέμπω αυτού.
Αντε να ερθει η τζίνα το ξέψωλο να το φυτιλιάσουμε στη πούτσα και στο σπέρμα γιατί μας έλειψε πολύ.
Έ, λοιπόν η Seriana αυτή ακριβώς τη φαντασίωση προσφέρει, έστω και για περιορισμένο χρόνο. Δεν είναι ούτε το ξέψωλο, ούτε το θεϊκό και συνάμα πρόστυχο μωρό που μας βγάζει από μέσα μας το «κτήνος» να το ξεσκίσουμε. Είναι η φυσιολογικά (όχι δηλ. εξωπραγματικά) όμορφη, γλυκειά, χαμογελαστή, ευχάριστη, πολύ έξυπνη, επικοινωνιακή (με πολύ καλά Αγγλικά)...
(Κρας τεστ γυναικών της περιπατητικής σχολής από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!