Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων είναι ο στριπτητζόφιλος που ενδιαφέρεται μόνο για την υπηρεσία του φραπέ και αναδεικνύεται σε μάστορα του να ξέρει να δέχεται την ανάλογη υπηρεσία των φραπεδιάρων κορασίδων.
Συνώνυμα: Master Frappadar
Πρέπει να το παραδεχτούμε, ο Βασίλης είναι ο φραπεδοκράτωρ, ο Master Frappadar του σάιτ!
(από το bourdela.com, παραφρασμένο)
Got a better definition? Add it!
Η πίπα στην διάλεκτο των θαμώνων κωλόμπαρων - στρηπκλάμπ και κυρίως (σεξουλιάρικων) μασατζίδικων.
Το χαρακτηριστικό της έκφρασης είναι ότι λαμβάνει ως μονάδα μέτρησης του σεξ το φραπέ. Ευλόγως, αφού πρόκειται για την ανώτατη σεξουαλική δραστηριότητα, που συνηθίζεται στα μέρη αυτά, μάλιστα εν μέσω επίσημης φραπεαπαγόρευσης. Όμως αν ο φραπενές είναι εξαιρετικά παρακμιακός, ή κυρίως το κωλόμπαρο, ή ακόμη περισσότερο το μασατζίδικο, μπορεί να παίξει και η ενισχυμένη έκδοση φραπέ με το καλαμάκι, ως το κερασάκι στην τούρτα.
Το να ορίζεται βέβαια η ύψιστη μορφή ηδονjής, που είναι η πίπα, από την πλέον ξευτιλjισμένη, που είναι το φραπέ, είναι αρκετά ανορθόδοξο. Και δικαίως θα επέσυρε την αιώνια χλεύη από τους μπουρδελιάρηδες, φυλή συγγενική με τους κωλομπαρόβιους και τους μασατζιδόβιους, αλλά τελούσα εν εμφυλίω μαζί τους. Για τους τελευταίους, το φραπέ είναι κάτι σαν την μπουγάτσα στα ανέκδοτα των Αθηνέζων για τους Θεσσαλονικείς. Όλα ορίζονται με αυτό ως μέτρο σύγκρισης. Η μη μου άπτου εμπλοκή χαρακτηρίζεται στερητικά ως αφραπάζ. Ενώ αντιστοίχως σχηματίζονται τα ποδοφραπέ και βυζοφραπέ. Μήπως και το γαμήσι θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως φραπέ με μουνί, ή το οθωμανικό ως φραπέ με κώλο; Πάντως, η πίπα, που μπορεί να παίξει στις καλύτερες των περιπτώσεων, ιδίως σε μασατζίδικα, ορίζεται σαφώς ως ένα ενισχυμένο στοματικό ας πούμε φραπέ.
Πηγή: Σχόλιο Επισκέπτη pourager στο λήμμα φραπεδιά.
Disclaimer: Είναι απίθανο τι μαθαίνει κανείς στα φόρα του Διαδικτύου και από γνωστούς πριν μεταναστεύσουν στην Αυστραλία...
Got a better definition? Add it!
Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.
Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.
Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.
Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».
Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).
- Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!
φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
(Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).
- Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
- σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).
Got a better definition? Add it!
Όρος της μπουρδελιάρικης ιδιολέκτου. Προκύπτει από τα στρίπερ (stripper), τρύπα και τρίπα- τριπάκι. Πρόκειται, επομένως, για την χορεύτρια σε στριπτητζάδικο, το παιδί του σωλήνα. Γράφεται και ως τρύππερ, τρίπερ, τρίππερ.
Κατ΄ αρχήν, ανταποκρίνεται στην ανάγκη χάλκευσης ενός όρου που να αντιστοιχεί στην ελληνική πραγματικότητα. Το γαλλικό στριπτιζέζ είναι μπαμπαδοπαππουδισμός που θυμίζει Belle Epoque και Toulouse-Lautrec. Το stripper είναι αμερικλανιά που θυμίζει Demi Moore και Las Vegas. Παραπέμπει σε κιτσογκλαμουράτο αφραπάζ με βλαχάρες Αμερικάνες σιλικονάτες, και όχι στο περιβάλλον φτωχού πλην τίμιου φραπενέ με βιοπαλαίστριες που μοχθούν για το φραπέ ημών το επιούσιον (μιλάμε εξάλλου για τελείως διαφορετικούς σωματότυπους από τα αμερικανικά ευαγή ιδρύματα, συνήθως κυριαρχούν ουκρανάιζερ και τσοκολάτες και όχι οι Αμερικλανοειδείς μπαγκατέλες). Βεβαίως το χορεύτρια είναι υπερβολικά ευφημιστικό, το λικνιτζού λόγιο και το παιδί του σωλήνα άβολο. Οπότε έχει πλέον καθιερωθεί ως κυρίαρχος όρος το τρύπερ, τουλάχιστον στο γνωστό μπουρδελοσάη.
Δεν μπορώ να αποφύγω την ντιριντάχτα προσπέλαση του όρου. Όταν η στρίπερ ορίζεται ως φραπεδιάρα ορίζεται από αυτό που προσφέρει, από την ανάγκη ή, έστω, την κατάφαση. Όταν ορίζεται ως τρύπερ ορίζεται από αυτό που δεν προσφέρει, από την ουτοπική επιθυμία.
Πράγματι, η τρύπα είναι το μόνο που δεν προσφέρει μια στρίπερ. Μπορεί να επιδαψιλεύει φραπέ, ποδοφραπέ, βυζομαλακία, σε οριακές περιπτώσεις μπουκιτσί (με την κρίση βέβαια όλα επαναδιαπραγματεύονται), γκουφουέ γλωσσόφιλα, και γενικά να βγάζει μια διαθεσιμότητα σε όλο το σώμα πλην του αιδοίου. Συνήθως, αν δεν πρόκειται για full nude ούτε καν το δείχνει. Το αιδοίο της κωλοτριβάδος, λοιπόν, καθίσταται κυριολεκτικά η μαύρη τρύπα, που ρουφάει αλλά και συνιστά την αλυσιτελή και πολυδάπανη επιθυμία του στριπτητζόφιλου. Με όρους του Roland Barthes, θα έλεγα ότι το φραπέ είναι το studium, ενώ η τρύπα είναι το punctum της λικνιτζούς, η οποία ορίζεται από την ουτοπία (γαμήσι με στρηπτιτζού) την πυροδοτούσα το τριπάκι της διαλεκτικής της επιθυμίας.
Για τον Έλληνα αγαπούλη, πρόκειται πραγματικά για τριπάκι και όχι μόνο για χαβαλέ ή για κολακεία του ανδρικού εγωισμού, όπως στην Εσπερία, ή για μπριζόλιασμα όπως αλλού. Ο Έλληνας κυνηγάει την τρύπα της τρύπερ και αυτή έχει εκπαιδευτεί σε μία διαλεκτική όπου πάντα τάζει όλο και κάτι περισσότερο για να κρατάει τον αγαπούλη στην πρίζα, ενώ η τρύπα ολοένα και αναβάλλεται. Νταξ μπορεί και να γαμήσεις στρηπτιτζού αν είσαι ωραίος, πλούσιος και στυλάτος, όπερ άτοπον, γιατί τότε δεν θα είχες πατήσει στο φραπενείο ιν δε φερστ πλέης. Ή αν την πρήξεις τόσο πολύ, ώστε στο τέλος αυτή (και το μαγαζί από πίσω) να ενδώσει στο στυλ, «άντε να σου κάτσω, να δούμε ρε μαλάκα επιτέλους τι θα καταλάβεις», όπερ ξυνουσία τις ξινή. Ο αμετανόητος, ωστόσο, στρηπτιτζόφιλος δεν χαλιέται, αφού η τρύπερ του έδωσε το ωραίο τριπάκι (για να παραφράσω τον Καβάφη). Υπάρχει, εξάλλου, πάντα και το Μετάξι για σβήσιμο.
Καβουρευθέντα στον βούρκο εγκρίτου μπουρδελοσάη:
- Τρύπερς, η λέξη τα λέει όλα. Τα λοιπά περί νύχτας, μέρας, απογεύματος, κατηγορίες, λίγκες κλπ τα προσπερνώ. Πληρώνονται για να δείχνουν κώλο και βυζιά (και παραπάνω...), το ίδιο κάνει είτε το κάνουν 3 χρόνια ή μέσω πρακτορείου και δίμηνα ανά περιοχή.
οι τρυπερ σου βγαζουν τα κυνηγετικα σου ενστικτα..
ως γνωστον του κυνηγου & του ψαρα το πιατο,σπανιως γεμιζουν..
προφανως εχεις μπουκωσει απο την ελλειψη τρυπεροθεαματος..
οχι ρε..το εχω κοψει πλεον..εχω κανει ταμα στην αγια τρυπερ την σωληνου,να ξαναγαμησω οταν ξανασηκωσουμε κουπα..
άντε μη σε βάλω κ πληρώσεις κ τα τρυπεροκεράσματα...(τα σεμνά..μη φοβάσαι, δε θα σε φαληρίσω...
Got a better definition? Add it!
Στο μπουρδελοϊδίωμα, τζου είναι η στριπτιτζού. Συνηθέστερα στον πληθυντικό: τζούδες.
Πέρα από το μάγκικο της σλανγκικής αποκοπής έχει το πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η λέξη στριπτιτζού που είναι πολύ πασέ. Από ό,τι βλέπω στο Διαδίκτυο, μπορεί σπανιότερα να χρησιμοποιηθεί το τζου, (περισσότερο όμως ως χαριτωμενιά της στιγμής, και όχι ως πάγιος όρος), και για την πιπατζού και την τεκνατζού, ενδεχομένως και για άλλες. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει και ο εναλλακτικός ορισμός που έχουμε, που συνδέει τον όρο με το τζες.
Έτσι κι αλλιώς τα πιπίνια στα μπαράκια, λόγω και της φετεινής μόδας λιγώτερα φοράνε από τις τζουδες. (Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών από μπουρδελοσάι).
Got a better definition? Add it!
Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).
Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.
Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...
Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.
Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...
Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!
Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.
Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...
Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...
- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμαστε στο επίκαιρο θέμα του πότε θα συνταξιοδοτηθούν οι συνταξιολάγνοι νέας κοπής, στα 67, 70 κτλ, αλλά στην ιδιάζουσα χρήση του ρήματος μεταξύ των μπουρδελιάρηδων.
Χρησιμοποιείται λιγότερο στην ενεργητική φωνή για να περιγράψει αγαπούλη που φιλοδοξεί να βγάλει την εκλεκτή του από το επάγγελμα, και, ίσως πρέπει να τα βρει και με το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται. (Το ρήμα χρησιμοποιείται περισσότερο σε πιο λάιτ καταστάσεις τουρίστριες λ.χ. ή τρύπερ).
Περισσότερο χρησιμοποιείται στην Μέση Φωνή για να περιγράψει κορασίδα, της οποίας η συμπεριφορά αλλάζει επειδή είναι στα έρλυ θέρτηζ και πάνω και επιδιώκει να συνταξιοδοτηθεί. Λ.χ. μια λικνιτζού με καλά προσόντα είναι πιθανόν να αρχίσει ως ταλιμπάν φραπεδιάρα για να φτιάξει το όνομά της, άμα γίνει σταρ συμπεριφέρεται ως μη μου άπτου ντίβα, και στα έρλη θέρτηζ συμπεριφέρεται ως σούπερ-γκουφουέ μήπως συνταξιοδοτηθεί από κάποιον από τους αγαπούληδες. Ομοίως και με εσκορτίδια που αναζητούν μόνιμους πούτσους. Νταξ το φαινόμενο δεν είναι και τόσο σημαντικό καθ' εαυτό, αλλά απασχολεί συζητήσεις στα μπουρδελοσάη, είτε σχετικά με αγαπούληδες που διερωτώνται πώς να συνταξιοδοτήσουν, είτε σχετικά με κορασίδες που αλλάζουν εμφανώς συμπεριφορά, όταν οδεύουν προς την σύνταξη.
- Τι γίνεται με την Τζέσικα; Από πότε άρχισε τα γλωσσόφιλα στην πριβεδιά;
- Οδεύει προς σύνταξη. Πατημένα τα τριάντα, βλέπεις και ψάχνει κάποιον μερακλή να την συνταξιοδοτήσει...
Got a better definition? Add it!
Κάπως ευφημιστικός, σχετικά επίσημος, όρος για μπουρδέλα νέας κοπής. Όπως οι Αθηνέζοι δώσανε τις μονοκατοικίες τους αντιπαροχή για να κάνουν την Αθήνα Chamonix, έτσι και τα νεοκλασσικά σπίτια, οι πατρογονικές μας εστίες, μεταμείβονται σε στούντιο.
Στούντιο, ετυμολογικώς < ιταλικό studio = ατελιέ καλλιτέχνη < λατινικό studium = σπουδή, διατριβή < studere= ασχολούμαι επιμελώς με κάτι. (Αγνοώ αν ο όρος στην συγκεκριμένη σημασία του είναι γαλλιά). Σε σχέση με το σπίτι ή το ντέλο, το στούντιο βγάζει σαν λέξη κάτι το λιγότερο οικογενειακό και κατεστημένο, και περισσότερο ανάλαφρο, φοιτητικό, αλλά και συστηματικό («ασχολούμαι επιμελώς» γαρ).
Πράγματι, τα στούντιο προσφέρουν μεγαλύτερη και πιο εξειδικευμένη γκάμα περιποιήσεων από τα συμβατικά ντέλα, αλλά μην φανταστείτε κάτι δραματικό. Θα έλεγα ότι αποτελούν την αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα αφενός στα στοιχειώδη και παρώ μπουρδέλα παλαιάς κοπής, και αφεδύο στην Tourist Experience. Λ.χ. όπως επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ, μπορεί να σου προτείνουν και κανά αυταρχικό, αλλά δεν πρόκειται να δεις και καμιά φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στον Ντε Σαντ και τον Φον Μαζώχ, το πολύ πολύ να φάει κανά δονητάρι στον κώλο κανάς περίεργος. Θα έχει κάποιες παραπάνω περιποιήσεις το δίχως άλλο, αλλά όχι και καμιά υπερβατική coincidentia oppositorum GFE - PSE.
Από συζήτηση για AIDS:
Μην φοβασαι ρε,ουτως η αλλως στα περισσοτερα μπουρδελα,περνανε και απο
υγειονομικο.Πηγαινε σε κανα στουντιο το πολυ-πολυ να εχεις την υγεια σου.
Got a better definition? Add it!
Ο θαμώνας των μπουρδελοστούντιο (κυρίως), αλλά κι αυτός που βγάζει δημιουργικά γούστα σε οπουδήποτε άλλου είδους στούντιο (π.χ. φωτογραφικό, ηχογράφησης, κινηματογραφικό). Λόγω κατάληξης, είναι χαϊδευτικό ή και κάπως κατώτερο σε κύρος του σχετικού στουντιά.
Σε καλλιτεχνικά σινάφια μπορεί ενίοτε να υπονοεί μια ανεπάρκεια του καλλιτέχνη να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσματικά δια ζώσης, οπότε και λειτουργεί απαξιωτικά.
Αντίθετα, στα σινάφια των πουτανόβιων, ο στουντιάκιας καταναλώνει, αν όχι τα απλησίαστα φιλέτα της αγοράς, σίγουρα κάτι πιο ανεβαστικό από πλευράς επαγγελματικής ποιότητας, περιποίησης ίσως και εύρους υπηρεσιών που, αφού κοστίζει πολύ παραπάνω απ’ ό,τι προορίζεται για την ..πλέμπα, του προσθέτει μια κάποια αύρα μερακλή, φραγκάτου ή και κορόιδου -απ’ τα πιο περπατημένα στη συγκεκριμένη πιάτσα αλάνια.
Νομίζω κάθε στουντιάκιας που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει στο ενεργητικό του μια συνεύρεση με την Π... (αφού την έχει παινέσει τα μάλα).
Ο φωτορεπόρτερ κατά αντιστοιχία θα πάρει Canon 1Ds MII, ο τοπιάκιας / στουντιάκιας θα πάρει Fujifilm SXPro, ο «φτωχός» θα πάρει Canon 300/350D, Olympus E300 κοκ...
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Λοΐζος ήταν, ας μού επιτραπεί η έκφραση ... «στουντιάκιας», καθόσον του άρεσε πολύ να κάθεται με τις ώρες στο στούντιο ηχογραφήσεων με τους μουσικούς του και να πειραματίζεται με νέους ήχους, με ενορχηστρωτικούς συνδυασμούς κλπ.
Ο Labrie είναι στουντιάκιας. Live δεν έχει τόσο καλή απόδοση.
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified