Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο μηδέν βαθμοί»: Εντελώς απαξιωτικός χαρακτηρισμός προσώπου, εκφράζει κατά κύριο λόγο τον τελευταίο, τον ζίρο, τον μπιλοζίρο, τον απόλυτο λούζερ, τον μυθικό παθέτικ.

Ιστορική φράση, που είπε ο Άκης στον Τάκη (αναλυτικά στο παράδειγμα και ακουστικά στο μήδι). Ευρύτερα και εναλλακτικά, ο μηδέν βαθμοί αναφέρεται δυνητικά στα εξής:

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην θερμοκρασία: θερμοκρασία που παγώνει το νερό. Είναι η θερμοκρασία που ρίχνει κανείς έναν κρύο, που την τρώει κανείς και είναι κρύα. Επειδή το κρύο δεν το θέλει κανείς και επιβάλλονται τα προκαταρκτικά, πρόκειται για χάλια σεξουαλικό υπονοούμενο (το αντικείμενο πρέπει να εξετάσει το θέμα της αυτοκτονίας). Το ίδιο χάλια υπονοούμενο είναι, όταν αναφέρεται και σε κάποιον που μόλις είπε ανέκδοτο.

  2. Ο μηδέν βαθμοί στο ποδόσφαιρο: ο τελευταίος στην κατηγορία του, εννοείται ότι είναι για υποβιβασμό, αλλά όχι μόνο αυτό, το άτομο δεν έχει ούτε μια νίκη, ούτε καν μια ισοπαλία, ο εντελώς αξιοθρήνητος που δεν την παλεύει μία λέμετε.

Λίγο ευνοϊκότερος χαρακτηρισμός είναι ο «μηδέν βαθμοί εκτός έδρας», οπότε αφήνει και μια ελπίδα για τους αγώνες εντός έδρας, κάτι είναι κι αυτό για να πιαστεί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, τουλάχιστον το ξεφτιλίκι δεν είναι απόλυτο.

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην Eurovision: Η Eurovision είναι η περίπτωση όπου ο βαθμός είναι συνώνυμος του πόντου (δεν ισχύει πάντα, δεν μπορείς να πεις π.χ. μου ‘φυγε ένας βαθμός από το καλσόν) και η επιδίωξη των συμμετεχόντων είναι να βουτήξουν τους douze points!!!. Ο μηδέν βαθμοί, που θα πει ο «nul points», αναφέρεται μόνο όταν συνοψίζονται τα αποτελέσματα μιας χώρας. Πίκρα.

Κατ’ εξαίρεση, ο χαρακτηρισμός μηδέν βαθμοί μπορεί να θεωρείται πλεονεκτικός σε μερικές περιπτώσεις όπως:
1. στην μυωπία (όπου όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο μεγάλη η στραβομάρα), ή 2. στην ιππασία (όπου οι βαθμοί αφορούν ποινή, σο, όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο πολλή η ποινή, δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α, θέλουμε να είμαστε ο μηδέν βαθμοί).

Αντί παραδείγματος, ο διάσημος διάλογος (ακουστικό πειστήριο στο μήδι 1):

Εδώ: Εκπομπή : Τηλεόραση TV MAGIC Θύρα 7

Πρωταγωνιστές : Τάκης Τσουκαλάς - Άκης - Τηλεθεατής
Θέμα : Απόδοση Καρεμπέ Κριστιάν και η αιτία της κακής απόδοσης του...

Τηλεθεατής (Τ) : Στο πρώτο ημίχρονο, αυτό θέλω να μου απαντήσεις, ο Καρεμπέ ήταν άρχοντας στο κέντρο;
Τάκης Τσουκάλας (Τ.Σ.) : Ναι
(Τ) : Εεε;
(ΤΣ) : Ναι.
(Τ) : Στο δεύτερο ημίχρονο γιατί έπεσε ο Καρεμπέ;
(ΤΣ) : Εσύ την ξέρεις την απάντηση;
(T) : Ναι.
(ΤΣ) : Για πες την.
(Τ) : Γιατί έβαλε τον Τζοβάννι μέσα.
(ΤΣ) : Α και δεν τα πάνε καλά ε;
(Τ) : Δεν ξέρω, μήπως έχουν κόντρα;
(ΤΣ) : Ναι έχουν κόντρα...
(Τ) : Άντε γεια!
(ΤΣ) :Ρε ... καραγκιοζάκο...
Άκης (Α) : Τι είπε;
(ΤΣ) : Μαλακία είπε... ρε καραγκιόζη...
(Α) : Ρε συ άστο ρε Τάκη, άστο μην βρίζεις ρε...
(ΤΣ) : Τι να μην βρίζω μωρέ τον καραγκιόζη άκουσες τι μαλακία είπε τώρα!
(Α) : Άστο μην βρίζεις.
(ΤΣ) : Ρε Άκη άκουσες τι είπε τώρα;
(Α) : Αν ξαναβρίσεις δεν ξανάρχομαι στον λόγο μου τώρα μην βρίζεις τον κάθε γελοίο.
(ΤΣ) : Βρε καραγκιόζης είναι...
(Α) : Μα είναι μόνος του είναι ανάγκη να τόνε βρίσεις εσύ μωρέ τώρα. Μάγκα τόνε κάνεις. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος πρέπει να είναι πάνω από σαράντα χρονών και πήρε τηλέφωνο ποιος; Ο μηδέν βαθμοί πρέπει να είναι. Τι να σου πει ρε Τάκη τώρα. Σε κουρδίζει ο κάθε καραγκιόζης.
(ΤΣ) : Τι να κουρδίσει μωρέ ο μαλάκας τώρα.
(Α): Έλα μην βρίζεις ρε Τάκη σου λέω τώρα μην την κάνουμε την εκπομπή τώρα σου λέω μην βρίζεις στον λόγο μου τώρα.
(ΤΣ): Ρε να σου πω κάτι εε μάγκες εγώ επειδή τώρα είμαι και αλλού γιατί έχω ξεφύγει τώρα όχι ξέρετε από τα σημερινά δεν ξανάρχομαι για να έρθει ο καραγκιόζης εδώ να την κάνει αυτός... εντάξει... άντε παλιομαλάκα... Γιατί είχε κόντρα...

Μη βρίζεις ρε Τάκη! (από Galadriel, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί για όλα τα θελήματα, συνήθως του κλώτσου και του μπάτσου.

Η Παναγία καμαριέρα, με στρίνγκ κυλότα και ζαρτιέρα
Και σερβιτόρος ο Χριστός στο μοτέλ Παράδεισος
Και κηπουρός ο Μωυσής και ο Αβραάμ σαν μπουφετζής
Η Σάρα, η Άννα και ο Καιάφας,
να απλώνουν αλοιφές στην μάπας.
Χριστέ μου σε παρακαλώ,
πιάσε μια μπύρα στο οκτώ
Και φώναξε τα αγγελάκια να μας αδειάζουν τα τασάκια.
Φώναξε και το Άγιο Πνεύμα, στην γκόμενα να κάνει νεύμα
Και πές στον μπάρμαν τον Ιούδα, στην ποικιλία βάλε θρούμπα
Και σερβιτόρος ο Χριστός και εγώ θα είμαι ο Θεός.

(Πηγή: www.eriminparastasi.co.cc)

Αρκάς, Το φύλο των αγγέλων (από patsis, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασήμαντος και παντελώς άγνωστος, πιθανόν και ανύπαρκτος!

Συνδυασμός των υπερβολικών «γνωστός κινέζος (άντε να γίνεις γνωστός στην Κίνα)» και «γνωστός περιπτεράς (ψιλό - αντίθετες έννοιες, αφενός λόγω του αριθμού των περιπτέρων, αφετέρου λόγω του ότι δύσκολα κάποιος περιπτεράς είναι γνωστός - διάσημος)».

  1. Χαρακτηρισμός του «πατέρα» κάποιου λήμματος ή έκφρασης, ο οποίος είτε είναι παντελώς άγνωστος, είτε... «γάμησε τα» για να τον θυμηθείς!
    - Το να τραβάει κάποιος όπλο, είναι από μόνο του εξαιρετικά επικίνδυνο!
    - Εννοείται! Όπως είπε και γνωστός κινέζος περιπτεράς «These things have a bad habit of going off very easily».

  2. Χρησιμοποιείται για να προσβάλλει την αξιοπιστία των επιχειρημάτων κάποιου, όταν ταυτίζουμε τα επιχειρήματα αυτά με τις πλήρως ασήμαντες ρήσεις γνωστού κινέζου περιπτερά.
    - Κι εγώ σου λέω Ανδρέα ότι σε 10 χρόνια η στάθμη της θάλασσας θα έχει ανεβεί τόσο, που ο μισός Πειραιάς θα είναι υποθαλάσσιος.
    - Βέβαια, το έχει πει και γνωστός κινέζος περιπτεράς!!!

(από Vrastaman, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με χαμηλό ανάστημα, κυρίως ηθικό. Η πατρότητα της λέξης μάλλον ανήκει στον Νίκο Καζαντζάκη.

Ο «υπεράνθρωπος» είναι στο βάθος ένα δειλό ανθρωπάκι, ένα χαμαντράκι. Αυτό είναι συνήθως και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των «υπεράνθρωπων». Κι ευτυχώς! Διαφορετικά η γη θα γέμιζε με «Χίτλερ» ή τα φρενοκομεία με παλαβούς! (Γαλάτεια Καζαντζάκη)

Ως την τελευταία στιγμή, παρακαλώντας τον πατέρα της Aγαμέμνονα να μην τη σφάξει, λέει «καλύτερα κακή ζωή παρά ωραίος θάνατος». Mόνο όταν διαπιστώνει πως είναι αμετάκλητα καταδικασμένη, όταν βλέπει ανάλγητο τον ίδιο τον πατέρα της, όταν βλέπει τον Aχιλλέα, το μέλλοντα σύζυγό της, που της υπόσχεται ότι θα τη σώσει, να τα στρίβει και να φέρεται σαν χαμαντράκι, τότε δέχεται να πεθάνει. («H Iφιγένεια πεθαίνει από αηδία...», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21-07-02)

Ναι ρε μακάκα. Αν δεν έρθουμε στο Παγκρήτιο δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε ή να την πούμε στα αφεντικά σου. Φοβάσαι ρε τσουτσέκα μη σε κάνουν νταντά οι προϊστάμενοί σου και βάζεις τους ασφαλίτες να μας... τρομοκρατούν μια πάρτη; Είσαι κωλόφαρδος ρε χαμαντράκι επειδή μας πέτυχες πάνω στο «άι σιχτίρι μας» και στην κούραση. Αλλά όλα τελειώνουν σύντομα και να δω μετά (αν πάρεις διαχειριστική παράταση και δε σου δώσουν το σουτ και σένα) πόσο μάγκας είσαι, κλανιάρη. (Από διαδικτυακό φλογοπόλεμο)

Δε βγάνω έξω κανένα - ίδια και χειρότερα είναι τα χαζοπούτανα που χορεύουν πάνω στα τραπέζια τις κοντυλιές σε ρυθμική αγωγή τσιφτετελιού στα κρητικοσκυλάδικα των Αθηνών και τα χαμαντράκια που παριστάνουν τους καπετάνιους με τις κούπες και το μεθύσι, ίδια (μα πιο επικίνδυνοι) οι πλαδαροί πρώην ρηγάδες φτιαγμένοι-μα-κοντά-στην-παράδοση μεσοκαιρήτες που μαζεύονται σε γελοιότητες τηλεοπτικού συναγελασμού και χαζοτραγουδούν ριζίτικα μέσα στο φώ κέφι του στούντιο. (Από διαδικτυακό παραλήρημα)

...το επαίσχυντο ξεπούλημα του ΟΤΕ είναι ένα μεγάλο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και εθνικό έγκλημα,που θα καταδιώκει στο διηνεκές τους θλιβερούς πρωτεργάτες και τα χαμαντράκια που το εμπνεύστηκαν και από την ιστορική κρίση τουλάχιστον δεν θα μείνει ατιμώρητο! (Από βλόγγο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχάρπαστος. Ο ένας και ο άλλος. Αδιάφορο ποιος είναι αυτός. Συνήθως φανερώνει ενόχληση ενώ συχνά αν δοθεί έμφαση στο δείξε χαρακτηρίζει κοσμική συγκέντρωση (ημι)celebrities.

  1. - Πώς πήγε η μέρα Μάκη μου;
    - Χάλια γυναίκα... Με τα 'πρηξαν σήμερα. Η μάνα μου, η μάνα σου, ο Αντώνης, η Ριτσα, ο πήξε, ο δείξε... Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν;

  2. - Καλό το πάρτυ που πήγες χτες, Μικέ;
    - Α Νώντα μου, σούπερ... Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν εκεί... Ο Κωστας Σόμερ, ο Ερρίκος Πετιλόν, η Βάνα Μπάρμπα, ο πήξε, ο δείξε... όλοι εκεί σου λέω... έχασες που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροαστός που έγινε μικροαστείος...

Ζωούλα. Σπιτάκι. Δουλίτσα. Γυναικούλα. Αντρούλης. Παιδάκια...

Όλα αυτά τα ‘-άκια’ και τα ‘-ούλια” της ντροπής. Όλα τα υποκοριστικά της μιζέριας, της ψυχικής ένδειας, ανθρωπ-ΑΚΙ της συμφοράς.

Ρίξτε μια ματιά στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που τόσο αγαπάμε. Δείτε πιο προσεχτικά τις αρχές και στις αντιλήψεις που πρεσβεύουν οι χαρακτήρες: Να βρουν μια δουλίτσα, να παντρευτούν το κορίτσι τους, να είναι ‘νοικοκυραίοι’, να κερατώσουν αλλά να μην χωρίσουν το στεφάνι τους, να προστατέψουν την παρθενία της κόρης, να πετάξουν στο δρόμο την ‘ατιμασμένη’, να καταδικάσουν το ‘μπάσταρδο’, να αποκληρώσουν, να διώξουν, να κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Για να μην την ξανανοίξουν ποτέ πια. Κι ας πάει το παιδί τους άκλαυτο. Σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Αυτές οι ταινίες δεν έπεσαν από το πουθενά. Αυτές αντικατοπτρίζουν τις ‘αρχές’ κι αξίες ενός άθλιου μικροαστισμού. Που στην ήπια μορφή του μεταφράζεται σε ‘κοινωνική αδιαφορία’. Και στην ακραία μορφή του σε εγκληματική ενέργεια.

► «Ονειρεύομαι τη μέρα που τα σκυλάδικα θα μείνουν άδεια και οι πολιτικάντηδες ομού με τους μισθωτούς επαναστάτες, άνεργοι. Τότε θα δεις την επανάσταση που σου αξίζει»

► «Φιλαράκι, μήπως έχεις ένα ευρώ να διορίσω κάνα δημόσιο υπάλληλο που του το'χω τάξει;»

♪♫ Ρέκβιεμ, ο παιάνας του μικροαστείου μικροαστού

1.
Προσοχή στο κενό μεταξύ Μικροαστείων και Μικροαστών

2. επίσης καθόλου τυχαίο ότι οι μικροαστοί λένε μικροαστεία

3. Οι «άντε ρε τους παλιοπουσταράδες παρασύρουν τα παιδιά μας» έγιναν «κρίμα αυτοκτόνησε το παλικάρι, όλα απ'το θεό είναι». Ψόφος μικροαστείοι

4. τέτοιοι δεν αξίζουν στο χέστη μικροαστείο ψηφοφόρο;

5. Καριόλες ανεξαρτήτως φύλου υπέρμαχοι του «free market» και του «laissez-faire» δήθεν opinion makers. Μικροαστεία ανθρωπάκια. Πίσω ρουφιάνοι.

6. -α και ταλιμπάν τραγόπαπες δε θέλω να πληρώνω. Εσύ που μιλάς για άχρηστους ΔΥ, πότε τα έβαλες με τους μπάτσους, τους παπάδες, τους δικαστές;
-Ρε δε ντρέπεσαι να θίγεις τα ιερά των μικροαστείων;

7. Αντί να αντιδράσω, κάθομαι στο τουιτερ και γράφω αστεία. Μικροαστείος

(από soulto, 25/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified