Προέρχεται από το εγγλέζικο Survivor, μόνο που στην ελληνική εκδοχή του πρέπει να επιβιώσεις από ανελέητο και συνεχές μεθύσι!
Τι Survivor και μαλακίες, φέρτε ρε τεκίλες να αρχίσουμε το Σουρουβάιβορ να γίνουμε όλοι λιάρδα!
Προέρχεται από το εγγλέζικο Survivor, μόνο που στην ελληνική εκδοχή του πρέπει να επιβιώσεις από ανελέητο και συνεχές μεθύσι!
Τι Survivor και μαλακίες, φέρτε ρε τεκίλες να αρχίσουμε το Σουρουβάιβορ να γίνουμε όλοι λιάρδα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπόγκαρτ λέγεται αυτός/αυτή που κατά την διάρκεια μιας χασισοποσίας κρατάει αρκετή ώρα τον μπάφο και παράλληλα μιλάει.
Προφανώς προέρχεται από τον ηθοποιό Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ο οποίος στις ταινίες κρατούσε μονίμως ένα τσιγάρο (κανονικό) και μιλούσε.
Βλέπε και Καζαμπλάνκα.
Άντε ρε μπόγκαρτ, έχεις μισή ώρα το μπάφο στα χέρια σου και μας έχεις αναλύσει την μισή σου ζωή!
Got a better definition? Add it!
H αιφνίδια και κατά κανόνα τρομακτική αναδρομή σε παραίσθηση. Εννοείται ότι έχει προηγηθεί χρήση παραισθησιογόνων, συνήθως LSD. Τo κάζο του υποκειμένου παίζει να του κοστίσει τη (ή τον) γκόμενα, τη δουλειά, κάνα ψυχιατρείο, ανάλογα με την περίσταση.
Η λέξη ακουγόταν στα 80ας στους κύκλους αναρχοαυτόνομων, καθότι στις παρυφές τους ευδοκιμούσαν παρέες που, στη θεωρητική ενασχόλησή τους με το επαναστατικό προτσές, ήθελαν ένα (μη πω και δυο και τρία) χμού προσωπικής μαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια της διεύρυνσης της συνείδησης και των ανθρώπινων ορίων γενικότερα. Ηθικοί αυτουργοί ο Τ. Λήρι κι οι λοιποί αντιψυχίατροι, των οποίων τα κείμενα αποτελούσαν σημείο αναφοράς των εν λόγω κύκλων, μαζί με μια συλλογική πίστη ότι «ο τρελλός είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης κι οπωσδήποτε ένας καλλιτέχνης που αδιαφορεί για τα έργα του».
Συντάσσεται με τα ρ. παθαίνω ή έχω ή μου 'ρθε.
Κυκλοφόρησε και ως φλασιά ένα φεγγάρι. Οι περαιτέρω σχέσεις των λέξεων είναι προς διερεύνηση.
Τονίζονται εξίσου και οι δυο συλλαβές.
- Ρε μαλάκα, γιατί σ' έδιωξε απ' τη δουλειά το καθίκι;
- Γιατ' είχα ένα φλάσμπάκ μπροστά του και τά 'παιξε. Και γω δηλαδή... Χεσ' τα κι άσ' τα, ρε φίλε. Κι όταν συνήλθα, είδα τη φάτσα του. Χειρότερα κι απ' το φλάσμπάκ.
Got a better definition? Add it!
Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:
Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.
Το χασίς.
Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.
Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.
Η λέξη είναι τουρκική.
Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ!
Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.
Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.
Got a better definition? Add it!
Ως άσπρο πόνι, κυρίως, είναι αμερικλανιά για την κοκαΐνη, κατ' αντιδιαστολή προς το άσπρο άλογο, που είναι η ηρωίνη.
Δες και εδώ.
Ασίστ: Vrastaman.
- Και μετά πήγαμε μέσα για ένα πόνι.
- Ναι, ε; Και τα καταπίνει ή τα φτύνει;
- Όχι ρε, εννοώ άσπρο πόνι.
- Εσύ κι οι αμερικλανιές σου!...
Got a better definition? Add it!
Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).
Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.
Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.
- Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
- Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.
- Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
- Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...
- Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!
- Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στακάκι αποκαλείται το στοίβαγμα αναβολικών και άλλων ουσιών που καταναλώνουν σφίχτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις κατά την διάρκεια των προπονητικών τους κύκλων.
Υπάρχουν στακάκια για κάθε πικραμένο:
Εκ του αγγλικού stack.
- … το φιλαρακι σου εχει οραιο σωματακι. Μην παρει αλλο αμα το κανει για τις γκομενες. Στο σημειο που ειναι ειναι trendy buffed και παραπανω αρχιζει να φοβηζει τα θηλυκα. Θα σου ελεγα και σχεδον τι στακακι χρησιμοποιησε αλλα μαλλον δεν επιτρεπονται οι αναφορες σε drugs σε αυτο τον τομεα του forum. Αμα το ειχε στακαρει με κατι αλλο θα ειχε πιο σκληρα αποτελεσματα και πετρινους μυς.
(από εδώ)
- Λοιπον χτες που εκατσα αν δω ΤV βλεπω σε μια φαση σε δελτιο ειδησεων με παραθυρακια κτλ να γραφει «Βρεθηκε Εφεδρινη στον Βαρθολομαιο...» . Ειμαι σιγουρος οτι αμα ψαξουν λιγο καλλιτερα θα βρουνε σιγουρα και κανεναν αναστολεα του PDE5 ενζυμου οπως VIAGRA, CIALIS ή LEVITRA μιας και πηγαινε σε γκομενα δλδ. Το παραπανω στακακι ειναι αρκετα αποτελασματικο για τετοιες φασεις μιας και τα Viagroειδη αναστρεφουν την αγγειοσυστολη της εφεδρινης οποτε και στις κοκκινες στροφες δουλευεις και κουκου σου κανει. Δοκιμασμενα πραγματα...
(από εδώ)
- δεν ξερω αν κανει κακο στο bd αλλα φραπε με depon h aspirinh eιναι οτι πρεπει πριν τον μαραθωνιο των αγωνα κλπ...φυσικο ντοπινγκ. Οι παλιοι θα ξερουν...
- η εφεδρίνη σου λείπει να κάνεις το στακάκι..
(διάλογος από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδευτικά, τα διάφορα στεροειδή, αμφεταμίνες και λοιπά αναβολικά που καταναλώνουν τα ντούκια.
Επίσης χρησιμοποιείται για να δηλώσει ταινίες που «βρωμάνε τεστοστερόνη» σε στιλ Rambo.
(Στο γυμναστήριο)
- Πω τον τυπά! Μαλάκα, με γυμναστική και διατροφή μόνο δεν γίνεσαι έτσι.. θα πνίγεται στις μπρουταλίνες!
(Στο σινεμά)
- Τί να δούμε ρε 'σεις:
- Ψήνεστεγια ROCKY;;;
- Πωωω! Μπρουταλίνη! Μέσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θα μπορούσε να είναι ένα λικέρ Μεταξάς με γεύση λεμόνι (citron στα γαλλικά είναι το λεμόνι), αλλά είναι απλώς ατάκα από ανέκδοτο, όπου ο Βλάχος πάει από το χωριό στην πόλη κι όταν το γκαρσόν του προτείνει «Μεταξάς;», ο Βλάχος το ερμηνεύει ως «Με τα ξας; = Μου τα ξύνεις;» κι απαντά «Γιατί; Ση τρών'; = Σε τρώνε;». Με αποτέλεσμα να έρθει το λικέρ Μεταξάς Citron. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι. Τέσπα, η φράση δηλώνει καταστάσεις δυοξύνης και ξυσαρχιδισμού ή εναλλακτικώς Βλάχων.
Μεταξάς Σιτρόν είμαστε πάλι μέχρι να βγει η διεθνής οικονομία απ' την μπίχλα!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλιομοδίτικος όρος για το ποτήρι στο οποίο σερβίρεται η μπύρα χύμα από το βαρέλι. Ναι, ναι, εκείνο το μεγάλο με το χερούλι.
Κατ' επέκταση, η βαρελίσια μπύρα σε ποτήρι.
Η λέξη ψιλοεπιβιώνει στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, στις δεκαετίες του '60 και του '70, το μόνο μέρος στην Ελλάδα που μπορούσε κανείς να πιει μπύρα από βαρέλι ήταν στη Θεσσαλονίκη - και εκεί μόνον στο διάστημα που διαρκούσε η Διεθνής Έκθεσις. Στην Έκθεση κυκλοφορούσε και μια ποικιλία μαύρη μπύρα - η μαύρη μπύρα ήταν σχετικά άγνωστη τότε στην Ελλάδα. Έτσι, για τους μπαγιάτηδες μιας ηλικίας, κρίκερ και μαύρη μπύρα (ΦΙΞ, εννοείται) είναι συνώνυμα του Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής.
Η λέξη κρίκερ, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, είναι παραφθορά του Krüge ή Krüger που είναι ο πληθυντικός της γερμανικής λέξης Krug. Τώρα, στα Γερμανικά Krug, αντιλαμβάνομαι, είναι γενικά ο αμφορέας και δη ο πήλινος και, σε ό,τι αφορά τη μπύρα, οι Γερμανοί λένε Krug ή Bierkrug το πήλινο ποτήρι. Το κάπως πιο γνωστό σε μας Stein είναι, ας πούμε, ένα είδος Krug με καπάκι από καλάι. Αυτό το γυάλινο ποτήρι που εμείς λέγαμε κρίκερ, στη Βαυαρία τουλάχιστον το λένε Seidel ή, αν είναι του ενός λίτρου, Mass.
Από σέντρα του vikar εδώ και κοντινή πάσα-σχόλιο του ΑΛΛΟΥ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified