Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενόφερτο επιφώνημα (αγγλ. eeek!) που δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα ή ακόμα και ανακούφιση για μια επιτυχία μας μετά από μια υπερβολικά αγχωτική προσπάθεια ή σχετικά με ένα διαφαινόμενο κακό που γλιτώσαμε στο παρά τρίχα (βλ. παράδειγμα).

- Αφήνω ανοιχτή τη μάνα, ρε πστ.... παίζε....
- Πάλι ντόρτια ήφερα... Μια, δυο, τρεις και ο Χατζηπετρής...
- Ιιιχ! Παραλίγο....

Eek-a-Mouse! (από Vrastaman, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανόφωνο επιφώνημα έκπληξης (βλ. Ay, caramba).

Πολύ διαδεδομένο κατά τα εξήνταζ και εβδομήνταζ, μέσω κόμικς της εποχής: Λούκι Λουκ, Όμπραξ, κλπ.

  1. - Καράμπα! Ξέχασα το CD!
    - Καραμαλάκας είσαι! Τι κάνουμε τώρα;

  2. - Ανοίγω το συρτάρι, και καράμπα! Ένας δονήταρος, να, με το συμπάθιο.

(από panos1962, 30/10/09)(από panos1962, 30/10/09)viva Mejico cabrones! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.

Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.

Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.

Ασίστ: AN21

- Ομιτζίθρα! Η Mes είπε Ζερβίνιο και όχι Θερβίνιο!! Ου λα λα!
(από εδώ)

- Dogs anime! Ομιτζίθρα! Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αν το πάρει αξιοπρεπές studio, έχουμε ελπίδες!
(από εδώ)

- omitzithra!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικάνικη και 100% σλανγκ προσφώνηση και μάλιστα πολύ παλαιότερη απ’ ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Λόγω της εκτεταμένης χρήσης της σε ταινίες και σειρές με χαρακτήρες από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ (και ειδικά την Καλιφόρνια), η λέξη Dude έχει συνδεθεί με το λεγόμενο surf culture και γενικά το χαλαρό lifestyle. Η αντίληψη αυτή είναι εξελικτικά ορθή όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η λέξη dude, αναφέρεται κυρίως σε κάποιον φίλο ή σύντροφο, κάτι αντίστοιχο του μαν. Παρόλο που αρχικά και γενικά παραπέμπει σε άντρα, η χρήση της λέξης περιλαμβάνει πλέον και τα δύο φύλα, αν και εναλλακτικά χρησιμοποιείται το Dudette για τις γυναίκες.

Η έκφραση έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί, αλλά σε αντίθεση με λέξεις νεότερης κοπής (μπρο, γιο), ανήκει στην κατηγορία ξένων εκφράσεων με σχετική ιστορικότητα ή/και με ρίζες σε πιο εκλεπτυσμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως: cool, groovy, chill, funky.

Ενδεικτικά, παρατίθεται η ακόλουθη πρόταση από το βιβλίο του Mark Twain A Connecticut Yankee in King Arthur's Court (1889): «The remnant of it was restricted to the dudes and dudesses.» Ως εκ τούτου, το λήμμα δεν κατατάσσεται αυθωρεί στις αμερικλανιές.

Ιστορία
Η λέξη Dude θεωρείται Αμερικανισμός με ρίζες στον 19ο αιώνα (1876), χωρίς να υπάρχει σαφής προέλευση. Η αρχική χρήση έγινε από Γερμανούς αποίκους της παλιάς δύσης για να περιγράψει συνεσταλμένους και πλούσιους άνδρες, οι οποίοι μετείχαν στην προς δυσμάς επέκταση των ΗΠΑ. Από αυτή την βάση, προκύπτουν και οι άλλες χρήσεις / ορισμοί της λέξης εκείνη την εποχή:
- Άντρας από τις Ανατολικές ΗΠΑ που κάνει διακοπές σε ράντσο
- Αστός ανεξοικείωτος στην ζωή εκτός μεγάλης πόλης
- Καλοντυμένος / φροντισμένος άντρας

Για κάποιο διάστημα, η λέξη είχε προσβλητικό χαρακτήρα, καθώς αναφερόταν σε έναν άνδρα υπερβολικά εκλεκτικό και απαιτητικό στα ρούχα, τον λόγο και τη συμπεριφορά του –ένας υπερβολικός δανδής. Κορυφαίος όλων στην κατηγορία αυτή, ο Evander Berry Wall (1861-1940), στον οποίο το 1880, απονεμήθηκε ο τίτλος King of the Dudes από την εφημερίδα New York American.

Η λέξη «dude» πρωτοεμφανίστηκε στον γραπτό λόγο το 1876 (Putnam's Magazine).

Προφορά και Χρήση
Η λέξη χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό ή επιφώνημα. Στην πρώτη περίπτωση, η χρήση γίνεται αυτόνομα ή συνδυαστικά:
- He’s a strange dude
- Surfer dude
- What a funny dude

Ως επιφώνημα, ο τόνος και η διακύμανση που θα χρησιμοποιηθούν, μεταδίδουν και το νόημα του αντίστοιχου συναισθήματος όπως:
- Dude! (κοφτό για έκπληξη ή εκνευρισμό)
- Duude; (λίγο τραβηγμένο για απορία)
- Duuuude (μακρόσυρτο για θαυμασμό)

Τέλος, η λέξη μπορεί να προστεθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε πρόταση και να μεταφέρει το ανάλογο συναίσθημα: We’ve gotta run dude!

Έχοντας ξεφύγει από την αρχική αρνητική της ετυμολογία, η χρήση της λέξης είναι πλέον ευρεία και σε πολλές περιπτώσεις έχει εξελιχθεί σε προσφώνηση σεβασμού καθώς εξισώνεται με το cool.

Διάσημοι Dudes και Dudettes
Όπως είναι λογικό, υπάρχουν αρκετοί διάσημοι Dudes, ωστόσο αυτοί με την μεγαλύτερη παγκόσμια απήχηση, είναι χαρακτήρες ταινιών. Το περίεργο στην περίπτωση των περισσότερων από αυτούς, είναι ότι εκτός του χαρακτήρα και ο ηθοποιός μπορεί να χαρακτηριστεί ως Dude (με κεφαλαίο!).

Jeffrey “The Dude” Lebowski – Jeff Bridges
Αδιαφιλονίκητος αυτοκράτορας των Dudes είναι φυσικά ο Jeff Bridges στην εκπληκτική ταινία των αδελφών Coen The Big Lebowski. Ο χαρακτήρας του, εκτός από το ίδιο του το όνομα (The Dude), αποτελεί την πεμπτουσία του λήμματος, τουλάχιστον όπως αυτή αναφέρεται στην εισαγωγική παράγραφο του ορισμού. Ο χαρακτήρας και το παρατσούκλι, βασίζονται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Jeff Dowd, ο οποίος ενέπνευσε τους Coen. Ο Dowd ήταν μέλος των Seattle Seven, πίνει White Russians, και είναι γνωστός ως The Dude.

The Dude: “Look, let me explain something to you. I'm not Mr. Lebowski. You're Mr. Lebowski. I'm the Dude. So that's what you call me. That, or His Dudeness... Duder... or El Duderino, if, you know, you're not into the whole brevity thing.” (βλ. μήδι 1).

Hugo “Hurley” Reyes – Jorge Garcia
Ξεφεύγοντας από το σωματικό στερεότυπο, ο XL χαρακτήρας του Hurley στην επιτυχημένη σειρά Lost μπορεί να θεωρηθεί ως κλασσικός Dude. Μεγαλωμένος σε έναν από τους παραδείσους των surf dudes (Santa Monica), μέχρι το τελευταίο επεισόδιο του 5ου κύκλου, ο Hurley έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη «dude» 268 φορές, δηλαδή με έναν μέσο όρο 3.0 DPE (Dudes per Episode!) - βλ. μήδια 2 και 3.

Ferris Bueller – Matthew Broderick
Στην κωμωδία Ferris Bueller's Day Off (1986) του (πρόσφατα χαμένου) John Hughes, ο ομώνυμος χαρακτήρας είναι ο κορυφαίος έφηβος dude της αστικής Αμερικής. Ο Matthew Broderick έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στο Addicted to Love (1997) με την Meg Ryan, η οποία σε αυτή την ταινία αλλά και γενικώς, είναι χαλαρά από τις κορυφαίες Dudettes.

Grace: «Oh, he's very popular, Ed. The sportos, the motorheads, geeks, sluts, bloods, wasteoids, dweebies, dickheads — they all adore him. They all think he's a righteous dude

Thelma - Geena Davis & Louise – Susan Sarandon
Πώς γίνεται μια γκαρσόνα και μια νοικοκυρά να είναι dudes; Στο Thelma & Louise (1991) του Ridley Scott, οι δύο γυναίκες αποδεικνύουν πως όχι μόνο είναι dudes, αλλά πρωταγωνιστούν και σε ένα από τα καλύτερα road movies που έχουν γυριστεί ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, Dudes και στην πραγματική τους ζωή.

Mia Wallace - Uma Thurman
Ίσως η πιο καλή και σίγουρα η πιο cool Dudette που έχει περάσει ποτέ από το σελιλόιντ. Χωρίς τη σκληρότητα της Kiddo (Kill Bill - 2003), και την παραξενιά της Sissy Hankshaw (Even cowgirls get the blues - 1994), η Mia του Pulp Fiction (1994), αλλά και η Uma Thurman γενικώς, ενσαρκώνει την απόλυτη Cool Dudette.

Tyler - Lori Petty
Σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα surf movies (Point Break – 1999), η Lori Petty στέκεται ισάξια πάνω στο σανίδι και ανάμεσα στους Αρχι-Dudes Patrick Swayze και (ολίγον χαζοβιόλη) Keanu Reeves.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλοί την υπέρτατη κατάσταση έκστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ανακράζων.

Όπως ο αληθινός μουσουλμάνος αναγνωρίζει τον ένα Θεό (τον ΠΑΟΚ δηλαδή) λέγοντας στα τουρκικά Ένας Θεός! (Για την ταύτιση μουσουλμάνου και τούρκου στα καθ' ημάς βλέπε και μεμέτης), έτσι και ο Επικούρειος μέσα μας κοινοποιεί την έκσταση του παραλληλίζοντάς την με τον εναγκαλιασμό της εξ αποκαλύψεως αλήθειας (λέμε τώρα).

- Μάγκες, έφερε ο Κωστής μια φουντίτσα, τεφαρίκι!
- Μπιρ αλλάχ αρκαντάς! Στρώσου για μπάφκετ!

Σύγκρινε με βαράω μπιραλάχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική λέξη της οποίας η ετυμολόγηση παύλα εξέλιξη στη πρότυπα της δαρβινικής θεωρίας είναι
ρησπέκτ* -> ρησπέκτ** -> ρισπέκ -> σπεκ -> σπεκ*** -> φιλαδέλφεια -> μπυροκοίλι***
(τα τρία τελευταία σκέλη αποτελούν το σχέδιο της θείας πρόνοιας για το μέλλον της λέξης, με καταληκτική ημερομηνία 5/5/2024).
Γλιτώνει το χρήστη από φλυαρίες τύπου ρησπέκτ**, αγγλισμούς τύπου ρησπέκτ* ή παρεξηγήσιμες φράσεις και διαχύσεις του τύπου σταμάτα να μιλάς και φίλα με, ενώ καταφέρνει να συμπυκνώσει τον σεβασμό για τα πεπραγμένα χωρίς απώλειες, ανοίγοντας παράλληλα την όρεξη***.

  • αγγλικά στο κείμενο
    ** ελληνικά στο κείμενο
    *** γερμανικά στο κείμενο

- Πήγα Μοναστηράκι χτες και βρήκα σε ένα παλιατζίδικο έναν τόμο με τις ασκήσεις γεωμετρίας των Μπαμπουΐνων μοναχών της Νοτίου Ιταλίας. Μιλάμε οι τύποι είχανε ξεφύγει.
- Στ' αρχίδια μου.
- Και βγαίνοντας από το παλιατζίδικο πέτυχα το Σοφάκι που είχα να το δω κάτι χρόνια, πήγαμε για καφέ και μετά στο σπίτι της έγινε το έλα να δεις και το φύγε να φύγουμε, κατά σειρά εμφανίσεως.
- Σπεκ. Τώρα μιλάς σαν άντρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα χαιρετισμού Έλληνα νεοράπερ σε άλλον «ράπερ», κραδαίνοντας και κουνώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα χέρια του (άπλωμα μπροστά και περιστροφή προς τα έσω όλου του άκρου από τον ώμο και κάτω). Συχνά συνοδεύεται από την λέξη «μαν», για να ολοκληρωθεί ο χαιρετισμός.

Στον δρόμο :
- Γιο μαν, τι κάνεις μαν, σου βρίσκεται κάνα τσιχλόνι;
- (Του δίνει τσίχλα) Καβάτζωσέ το μαν. Ωραίο εργαλείο αγόρασες έμαθα. Σεβρολέ με ανάρτηση μπιτάτη που πατάς το κουμπέτο και κουνιέται πάνω κάτω.
- Καλό είναι το αμαξόνι δικέ μου, αλλά θέλω να του περάσω φιμάτο τζάμι και ζαντολαστιχουλέξ χρωμίου και θα γίνει πολύ ραπεράτο, γιο!

Το "γιο" είναι να το \'χεις, σε φάση. (από Galadriel, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού για μεγάλα, εντυπωσιακά και χυτά βυζιά.

- Κοίτα τις βυζάρες της νάρας απέναντι!
- Όμιτζι, Βύζους Κράιστ!

(από electron, 08/01/10)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified