Further tags

Το πασαπόρτι (ιγκλιστί passport) έχει την ίδια ακριβώς σημασία με το διαβατήριο. Η λέξη πασαπόρτι «εξελληνίστικε» απο τους εωσφόρους Διδασκάλους του Γένους (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι πρόκριναν ότι η γλώσσα των Ελλήνων έπρεπε να καθαρθεί από κάθε αλλότρια επιρροή. Έτσι το πασαπόρτι μετονομάστηκε σε διαβατήριο.

Το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιείται και μεταφορικά δηλώνοντας ότι κάποιος (συνήθως απατημένος σύζυγος, ή δύσγαμος) διώχνει τη γυναίκα του από το σπίτι και από τη ζωή του παραχωρώντας της μεταφορικά πασαπόρτι.

  1. Τον τελευταίο καιρό δε μου τα λέει καλά η Κατερινούλα. Αν συνεχίσει έτσι θα της δώσω πασαπόρτι.

  2. - Γιαγιά βιάσου, θα χάσουμε το αεροπλάνο.
    - Περίμενε λίγο, δε βρίσκω το πασαπόρτι μου.
    - Ποιό πασαπόρτι ρε γιαγιά, διαβατήριο το λένε...

(από Khan, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργική σύνταξη βιογραφικού σημειώματος, ώστε να ταιριάζει με τις απαιτήσεις της προκήρυξης.

Το κουκουρίκουλουμ βιτάε περιέχει δράκους, αρκούδες, και γενικά κάνουν την τρίχα τριχιά.

Λεξιπλασία από το curriculum vitæ και το κουκουρούκου.

— Για δες το, είναι καλό;
.....
— Καλά ρε παπαράκι, από που έχεις εσύ εμπειρία στις Διεθνείς Σχέσεις;
— Ε, τι δεν τραβιόμανα δυό χρόνια με κείνη την ολλανδέζα;
Α; Κουκουρίκουλουμ βιτάε το 'κανες!

(από patsis, 21/05/10)(από Khan, 03/08/13)

Σύγκρινε με βυζογραφικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιβί αποκαλείται και το βιογραφικό σημείωμα, εκ του Curriculum Vitae => CV => τσιβί.

  1. Θα κάτσω σπίτι σήμερα να ετοιμάσω το τσιβί μου.

  2. Ένα καλό τσιβί δεν είναι πάντα αρκετό για να σου εξασφαλίσει σήμερα μια θέση εργασίας.

  3. Η προθεσμία κατάθεσης των τσιβιών των υποψηφίων λήγει στις 30/06.

Πρβλ. και κουκουρίκουλουμ βιτάε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπάκι πενηντάρι μάρκας Honda χρώματος χακί η μπλε αεροπορί που εισήχθηκε κατά χιλιάδες κομμάτια από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου ως μεταχείρα κατά τα ένδοξα έιτις.

Το συγκεκριμένο μοτόρι έπαιρνε πανεύκολα φτιάξιμο σε εβδομηνταδυάρι και κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε μονή σέλα και σχάρα στη θέση του υποτιθέμενου συνοδηγού. Όταν όμως πουλιόσαντε στην Πάτρα, ή μάλλον ξεφορτωνόσαντε από το παπόρο, οι συνεργειατζήδες τα μετέτρεπαν σε δίσελα με το αζημίωτο εννοείται.

Τα είδη, εκτός από την διαφορά στο χρώμα ξεχώριζαν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, ήτοι:

1) Με το «λαγουδέ» τιμόνι, όπου τα γκριπ ήταν υπερυψωμένα σε σχέση με το κεντρικό σημείο του τιμονιού που βρισκόταν το κοντέρ.

2) Με «κομμένο ρεζερβουάρ» και την«πρώτη πίσω», όπου το ρεζερβουάρ αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα του σκελετού και μπορούσε να αλλαχτεί ξεβιδώνοντας τέσσερις βίδες που το συγκρατούσαν. Το σασμάν επίσης δεν ήταν όπως του «λαγουδέ», που τις είχε «όλες κάτω» αλλά η πρώτη ταχύτητα ήταν προς τα πίσω (Πρώτη - Νεκρά - Δευτέρα - Τρίτη).

3) Με ίσιο τιμόνι και σασμάν σαν του «λαγουδέ», δηλαδή «όλες κάτω». Το είδος αυτό κυκλοφόρησε και σε χρυσίζον χρώμα.

Το ισιοτίμονο και το «λαγουδέ» είχαν αυτοκόλλητο στο ρεζερβουάρ, κάτω από τη σέλα που έγραφε «super cub» (αν διαβαζόντανε από τα χυσίματα των βενζινάδων εκτός, που το κιτρίνιζαν και το κατέστρεφαν).

Αστικοί μύθοι που συνόδευαν τα παπάκια αυτά ήταν αφενός για τα αεροπορί χρώματος ότι τα είχαν τα ταχυδρομεία της Ιαπωνίας και αφεδύο για τα χακί ότι τα είχαν οι βιετκόνγκ στον πόλεμο, εξ ου και το όνομα που τελικά επικράτησε. Για τα χρυσίζοντα ..τουμπεκί.

Σημαντικό προσόν αυτών των μοτοσακών ήταν η χαμηλή τιμή τους σε σχέση με τα αντίστοιχα κόκκινα, λαχανί και μπλε της αντιπροσωπείας.

- Με γεια ρε την πάπια!
- 'Στω, αλλά με τα φράγκα που είχα μόνο βιετκόνγκ έπαιρνα!

Κιτ για εβδομηνταδυάρι. (από perkins, 04/06/10)Σαν βιετκονγκ,δεν εισήχθη ποτέ ... (από perkins, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό μας (Facebook). Τελευταία είναι πολύ της μόδας.

- Καλά ρε λακαμά, έχεις γαμηθεί να τραβάς φωτό την σκατόφατσά σου! Μοντέλος την είδες;
- Όχι ρε, είναι για το φουμπού να τις βάλω, δεν έχω πολλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.

- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.

(από Vrastaman, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όργανο του διαβόλου, το γνωρίσαμε στο «Μουντιάλ 2010 Νότιος Αφρική» ©, αν και έχω την υποψία ότι το ίδιο όργανο είναι που κάνει όλη τη φασαρία και στα γήπεδα της Ισπανίας.

Οι Αφρικανοί φίλοι μας, λαός γεννημένος με τη μουσική στο DNA του, παίζουν τις βουβουζέλες τους και χορεύουν στις κερκίδες των γηπέδων. Συμπεριφορά άκρως αντι-ποδοσφαιρική και αντι-οπαδική. Πού είναι τα καπνογόνα και οι δυναμίτες που φτιάχνουν αυτή την καταπληκτική ατμόσφαιρα στα Ελληνικά γήπεδα!

Η βουβουζέλα λοιπόν είναι ένα «όργανο» που στο σχήμα μοιάζει με την τρομπέτα που έχουμε στο καρναβάλι και κάνουμε φασαρία αλλά 5-6 φορές σε μέγεθος (βλέπε εικόνες) και κάνει 5-6 φορές την φασαρία που κάνουν οι «σφυρίχτρες» του καρναβαλιού.

Ο ήχος που προκαλείται είναι εκκωφαντικός, μονότονος σπαστικός και καλύπτει ακόμη και τον ήχο από πολυβόλο 50άρι σε κατά ριπάς βολή. Ιδιαίτερα όταν τον ακούς επί 90 λεπτά οι επιπτώσεις είναι εγκεφαλική αιμορραγία και κώφωσης.

Θα μπορούσε να συγκριθεί με συναγερμό που χτυπάει ακριβώς δίπλα σου αδιάκοπα και ο ιδιοκτήτης του τον αγνοεί επί 90λεπτο.

Αν και οι γνώμες διίστανται για την ετυμολογία της λέξης, στην γλώσσα των Ζουλού βουβουζέλα σημαίνει «κἀνω ήχο βου-βου».

- Οι οπαδοί της Αγγλίας κατάφεραν για λίγο με τις φωνές τους να καλύψουν τον ήχο από τις βουμουζέλες αλλά η φασαρία συνεχίζεται...
- Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να κουραστούν να φυσάνε και να σταματήσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified