Further tags

Το διδακτορικό περιπαιχτικά, όπως προκύπτει από λογοπαίγνιο των αρχικών του τίτλου. Παραπέμπει σε άμεση σύνδεσή του με τον πούτσο, ανάγκη που προκύπτει από και για διάφορους λόγους, όπως: η διακωμώδηση και απομυθοποίησή του, η οικειότητα με το αντικείμενο, η επί μακρόν δυσκολία και τα απαιτούμενα αλλά δυσεύρετα συνήθως μέσα για την απόκτησή του.

Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία του τίτλου Doctor of Philosophy, Ph.D. δηλαδή, που κανονικά προφέρεται πι-έιτς-ντι. Είναι δημοφιλής σε κύκλους ελλήνων φοιτητών στο Αμέρικα και ιδίως σε αυτούς των υποψηφίων πουτσουντούχων.

Επίσης σημειώνεται πως άλλο πουτσουντί και άλλο P.h.D..

- Πόσο θέλει ακόμη ο Μήτσος να τελειώσει;
- 3-4 χρόνια στο νερό, τώρα τέλειωσε το μάστερ και συνεχίζει ακάθεκτος βλέπεις για διδακτορικό...
- Α καλά, 2 χρόνια μάστερ, 4 χρόνια πουτσουντί, φέξε μου και γλίστρησα... Άμα γυρίσει ποτέ Ελλάντα, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη!

Το κλιπ με τα χαμένα έξι χρόνια (από poniroskylo, 09/10/08)

Δες και δικτατορικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής και δη Οθωμανικής προελεύσεως λέξη, που χρησιμοποιείται συχνά στα Νέα Ελληνικά [ρ. buyur «διατάζω», «buyrultu»επίσημη γραπτή διαταγή]. Αναφέρεται πρωτόλεια σε έγγραφη διαταγή, σε επίσημο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε επίσημο έγγραφο, με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο, εν είδει λογαριασμού ή υποχρεωτικής πληρωμής.

- Θα βγούμε αύριo;
- Αδύνατον, μου ήρθε το μπουγιουρντί της εφορίας και δεν ξέρω από πού να φύγω. Ξεκινάω συντηρητική ζωή και κλείνομαι μέσα επ' αόριστον!

δεν είναι και αυτό; το ευεργετικό για το στομάχι β/ελλαδίτικο έδεσμα; (από xalikoutis, 31/10/08)(από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης μήκους. Για πολύ κοντούς ανθρώπους.

- Ρε τη τάπα που είναι αυτή η Μαρία.
- Ναι, ένα κι ένα μίλκο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίκολο στα Ιταλικά είναι το μικρό. Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά στη μουσική και περιγράφει διάφορα μικρά μουσικά όργανα όπως το πίκολο φλάουτο (μερικές φορές η λέξη περιγράφει μόνο το εν λόγω μουσικό όργανο). Η λέξη αυτή έχει «περάσει» σε πολλές άλλες γλώσσες με κομβικό σταθμό την ελληνική.

Εμείς αναλάβαμε να την μετατρέψουμε σε πασπαρτού ατάκα μικροποίησης και υποτίμισης προσώπων, πραγμάτων, εταιρειών κτλ. Συνήθως,ο χαρακτηρισμός αυτός δίνεται δίκαια αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που το λέμε με χιουμοριστική - «εριστική» διάθεση σε φίλους.

(Δείτε το θεικό βιντεάκι) Νομίζω αρκεί:)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα μούφα γυαλιά Ρέιμπαν, αγορασμένα από πανηγύρι ή από κάποιον μαύρο.

- Πςςς... και γαμώ τα γυαλιά εε... Πόσο είχαν; Καμμιά 150ριά € ;
- Όχι ρε 'συ, 5 € από το πανηγύρι τις προάλλες.

(από Khan, 04/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Zippo ανάβει φωτιές από το 1933 και παραμένει ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς των αναπτήρων. Όπως τόσα άλλα διαχρονικά φετίχ – π.χ. ο σκαραβαίος, το Λιλί Μαρλέν, κ.ο.κ. – η λατρεία για αυτό διέπει το καλό και το κακό. Την δεκαετία του 60 μερικοί χάραξαν πάνω του το σύμβολο της ειρήνης. Άλλοι πυρπόλησαν με αυτό περισσότερους Βιετκόνγκ απ’ ότι όλες οι βόμβες νάπαλμ μαζί.

Η επιδέξια έως και φιγουρατζίδικη χρήση του Zippo αποτέλεσε κομμάτι της τελετουργίας ενηλικίωσης όλων μας.

Ένας τέτοιος αναπτήρας δεν μπορεί παρά να έχει και ξεχωριστό καύσιμο – το μόνο που αγαπήθηκε στο βαθμό που του δόθηκε ένα προσφιλές προσωνύμιο, το ζιπέλαιο! Πέραν όμως της ανάφλεξης, το ζιπέλαιο χρησιμοποιείται και για 1002 επιπλέον σκοπούς – όπως ενδεικτικά τον καθαρισμό λεκέδων, το στίλβωμα της ταστιέρας ενός μπαγλαμά, την αφαίρεση γράσου από αλυσίδες, το επαχθές για τον εγκέφαλο μαστούρωμα!

- Μια φορά (…) έλουσα τα δάχτυλα μου με ζιπέλαιο και έβαλα φωτιά μπροστά στην έντρομη κοπέλα μου, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή μου ζητούσε επιτακτικώς να της δηλώσω πως την αγαπώ. Εκείνη ούρλιαζε κι εγώ φυσούσα ψύχραιμος τα δάχτυλα μου και ικανοποιημένος που έστω κι έτσι έληξα την ηλίθια συζήτηση (Αφήγηση ψυχάκια σε φόρουμ)

- Είχα κολλήσει κάτι αυτοκόλλητα και τα έβγαλα αλλά έχει μείνει κόλλα, με βενζίνη θα τη βγάλω; για πείτε..
- Η λύση είναι μια Ζιπέλαιο.. Αυτο που βάζετε κ στους αναπτηρες Zippo (VW φόρουμ)

- Την πρωτιά στις προτιμήσεις των εφήβων κατέχει το χασίς και ακολουθούν οι μεθαμφεταμίνες και τα εισπνεόμενα. Τα περιβόητα χάπια «έκσταση» και το υγρό με το οποίο γεμίζουν οι αναπτήρες (σ.σ. το γνωστό σε όλους ζιπέλαιο) προτιμώνται κυρίως από τους μαθητές, καθώς μπορούν να τα προμηθευτούν εύκολα και με μικρό κόστος (Εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»)

Ο Ελβετικός σουγιάς των καυσίμων (από Vrastaman, 27/12/08)(από vikar, 12/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified