Νεωτεριστικός επιθετικός προσδιορισμός επηρεασμένος από τα αγγλικάνικα και συνώνυμος με την ωλ τάϊμ κλάσικ λέξη καφρομεταλλάς.

Η γέννηση της λέξεως οφείλεται στο γεγονός ότι σε κάποια μέταλ τραγούδια οι αοιδοί, είτε υπάρχει στους στίχους ή στο ξεκούδουνο, φωνάζουν πολλές φορές «DIE DIE DIE!!!»

Είθισται να χρησιμοποιείται από ξεπεσμένους εντεχνindies ή λατερνατίβους (με φανερά υποτιμητικό ή ενίοτε χιουμοριστικό τρόπο) που η συνήθης και αγαπημένη τους ασχολία είναι να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το εκάστοτε ευαγές ίδρυμα που έχει ψωladies night.

- Tο βράδυ είπαμε να βγούμε να τα σπάσουμε σε κάνα Καρδαμίλη. Θα' χει λέιντις νάιτ με είπαν. Ψήνεσαι;
- Τι, σήμερα; Δεν παίζει. Κανόνισα να βγω με μια σειρά μου.
- Ε ας έρθει κ αυτός ρε, δεν τρέχει κάστανο.
- Όχι ρε συ αυτός είναι νταϊντάης, δεν παίζει να την παλέψει με τους σκύλους.

(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσακιτζής (Τσακίρτζαλη Μεχμέτ Εφέ) ήταν η τουρκική εκδοχή των δικών μας Κλεφτών και Αρματωλών, που έδρασε στην Ανατολία κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Η δράση του εναντίον της οθωμανικής εξουσίας και των πλουσίων τον ανέδειξαν σε θρυλικό λαϊκό ήρωα. Τον αποκάλεσαν «ιππότη της ανατολής» και η φήμη του διαδόθηκε σ' Ανατολή και Δύση. Η ζωή του και η δράση του έλαβαν διαστάσεις μύθου και έδωσαν υλικό για τη λαϊκή μυθολογία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότατα σε ρεμπέτικα τραγούδια, γνωστό δε είναι και το άσμα της μοναδικής Ρόζας (Εσκενάζη). Ως ουσιαστικό η λέξη περιγράφει τον δυνατό και ντόμπρο άνδρα, τον μάγκα που τυγχάνει αποδοχής από όλους. Με άλλα λόγια, του επαναστάτη που δεν φοβάται τις συγκρούσεις.

  1. Άσμα Στράτου Διονυσίου:

Αν θα μ' αρνηθείς
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής
Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής

Με τα χρυσά μου άρματα
Θα σκίσω την καρδιά σου
Θα κάψω το χαρέμι σου
Και τον ψευτοπασά σου

Πρέπει να το ξέρεις πως κυρά θα το πληρώσεις
Αν τύχει τα χείλη σου Σε άλλονε να δώσεις

Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής

Σε ξένα χέρια κούκλα μου
Ποτέ μου δεν σ' αφήνω
Εγώ για την αγάπη σου
Και τσακιτζής θα γίνω
Ξέρω πως σου τάξανε χρυσάφια και παλάτια
Κι αμέσως θαμπώσανε Τα όμορφά σου μάτια

Η Αμερικάνικη εκδοχή (από Vrastaman, 08/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified