Further tags

Παρακαλώ μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν αναφερόμεθα σε βουκολικές πεολειχίες.

Ένα πιπ – εκ του αγγλικού pip – είναι η μικρότερη δεκαδική μονάδα στην ισοτιμία ενός νομίσματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα πιπ αντιστοιχεί στην τέταρτη δεκαδική μονάδα (0,0001).

Ανήκει στην αργκό των φορεξάδων, των χρηματιστών που διαπραγματεύονται συνάλλαγμα. Και αυτοί έχουν σλανγκ.

- Στον κοσμο των ξενων συναλλαγων (forex), η κινηση ενος σεντ (γυρω στα 100 πιπς) στην αξια ενος νομισματος θεωρειται ως μια σημαντικη διακυμανση.
(εδώ)

- ...30 πίπς πάνω-κάτω αρκετά για να φάνε μερικά στόπς συμμετεχόντων...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bussola (λατ. Buxida) και στην ναυτική αργκό σημαίνει πυξίδα.

Στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε την γνωστή μας έκφραση έχασα τον μπούσουλα, που σημαίνει: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ξέρω τι μου γίνεται, που πατώ και που βρίσκομαι. Τα έχω χάσει γενικά ένα πράμα. Παραλληλίζουμε έτσι τον εαυτό μας με ένα πλοίο όταν χάνει την πυξίδα του (δράμα η κατάσταση δηλαδίς).

Επίσης όταν είσαι π.χ. σε ένα νέο μέρος ή νέα δουλειά και ψάχνεις να βρεις τον μπούσουλα σου, δλδ τα πατήματα σου, τον τρόπο να προσαρμοστείς.

Μετά από αρκετή έρευνα κατέληξα στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται κάποια σχέση με το μπουσούλισμα των μικρών παιδιών αλλά κάθε ένσταση δεκτή.

  1. Ο μπούσουλας στη ζωή Δημήτρη είναι η δική μας συμπεριφορά στην καθημερινότητα μας. Όταν ξέρουμε που πρέπει να βαδίσουμε η ΠΥΞΙΔΑ, μας βοηθάει να φθάσουμε πιο σύντομα στους στόχους μας. Να έχεις καλό Μήνα. (Από εδώ).

  2. Καλησπέρα παιδιά, sorry που ρωτώ χύμα αλλά στην αναζήτηση και τις άπειρες σελίδες εδώ έχασα τον μπούσουλα... (Από εδώ).

  3. (από συζήτηση για ελαστικά)
    Όπα όπα, γιατί έχασα το μπούσουλα... Όσο πιο μεγάλη η τιμή τόσο γρηγορότερα φθείρονται, σωστά ή μήπως όχι; (Εδώ).

(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)(από euripidisk, 26/03/10)ήτανε το σοκ μεγάλο έχασα τον μπούσουλα (από euripidisk, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό.

Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική σλανγκ μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής.

Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα.

Υπάρχουν βέβαια και φέηκ γρέζια στα οποία ουκ ολίγοι νεομέταλ φρόντμεν προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του.

Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας)

  1. Φιλε Χαρη το εχω το προγραμμα!Ειναι κορυφαιο για τζαμπα!Αν και δεν αναγνωριζει την εντολη G83 που ειναι για peck drilling(τρυποκαρυδος).Αυτη η εντολη κανει τρυπα 1mm παραδειγμα,βγαζει το κοπτικο εξω να καθαρισει απο το γρεζι,ξανακοβει αλλο ενα μεχρι να φτασει το επιθυμητο βαθος.Αυτη η εντολη ειναι σαφως καλυτερη απο την G81 που το παει μια και εξω και οταν τρυπας αλουμινιο ή το τρυπανι εχει κοντα λουκια το υλικο που κοβεται δεν προλαβαινει να βγει εξω απο την τρυπα με αποτελεσμα να φρακαρει η τρυπα με γρεζι. (από εδώ)

  2. Το ασφαλέστερο,το πιο εντυπωσιακό και το πιο ωραίο μέταλ γρέζι(δεν μιλώ για thrash και death φωνές) γίνεται με την επιγλωττίδα και την ταυτόχρονη χρήση του twang που λέει η voice . Το να το μάθει όμως κάποιος μόνος να το κάνει του είναι σχεδόν απίθανο. Πρέπει κάποιος να του το δείξει... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα είναι κυρίως τεχνικό κι άμα σ' τα πρήζει, προσπέρνα το.

Μπίγα (από το ιταλικό –λένε βενετσιάνικο- biga=γερανός, φορτωτήρας)

Α. Είδος φορτωτήρα (κυρίως των πλοίων) Β. γερανοφόρο όχημα (συνήθως πλωτό)

Α. Οι μπίγες (αγγλ, derricks)των βαποριών.

λεζάντα εικόνας

Υπάρχει ένα τμήμα κινητό (ο κορμός ή μπίγα ή μπούμαderrick post) {1} που στη βάση του είναι συνδεμένο έτσι ώστε να μπορεί να κινείται και πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά. Στην κορυφή του έχει μάπες για να στερεώνονται τα διάφορα εξαρτήματα. Εκεί στην κορυφή είναι συνδεμένο και ένα γερό συρματόσχοινο (ο ορθωτήρας ή ποδάρι της μπίγαςtopping lift) {2} που την συνδέει με το κατάρτι και επιτρέπει την κίνηση πάνω-κάτω για να δώσουμε στη μπούμα την επιθυμητή κλίση. Από την κορυφή ακόμα περνά μέσα από μια τροχαλία ένα άλλο συρματόσκοινο με γάντζο για τα φορτία (επάρτης ή ρόναρηςrunner) {4}. Η άλλη άκρη του ρόναρη ακολουθεί τη μπούμα και τελικά συνδέεται με βίντζι. Τέλος από την κορυφή και δεξια- αριστερά υπάρχουν συρματόσκοινα (ολκοί, γκάηδεςguys) {3} για να στρίψουν τη μπίγα δεξιά-αριστερά.

λεπτομερής και αγγλόφωνη

Στα κατάρτια των πλοίων μπορεί να υπάρχουν μία, δύο ή και τέσσερις μπίγες και το ανάλογο δάσος από συρματόσκοινα τα οποία όταν το πλοίο ταξιδεύει είναι βγαλμένα και τυλιγμένα σε ειδική αποθήκη και τοποθετούνται κατά τον κατάπλου για να χρησιμοποιηθεί η μπίγα (αρμάτωμα – ξαρμάτωμα).

λεζάντα εικόνας

άμα λέμε δάσος

Μπίγες υπάρχουν και στη στεριά φορητές και πάγιες.

λεζάντα εικόνας

Η φόρτωση-εκφόρτωση με μπίγες είναι αργή (με σταθερό το ποδάρι, σήκωσε-σταμάτα, στρίψε βιράροντας τον ένα γκάη και μαϊνάροντας τον άλλο- σταμάτα, κατέβασε) ακόμα και με δύο μπίγες μαζί (η μια σταθερή πάνω από το αμπάρι κι άλλη να κάνει το στρίψιμο) κι έτσι αντικαταστάθηκαν από κρένια (cranes γερανούς) πού μπορούν να σηκώνουν, να στρίβουν, να ανεβοκατεβάζουν τη μπούμα από το χειριστήριο και από γερανογέφυρες.

κρένια με χούφτες για χύμα φορτία (σιτηρά,ορυκτά κ.ά.)

Β. Οι μπίγες – βυθοκόροι (dredges) των λιμανιών

μπίγα --ξεσκατίζει-- εκβαθύνει το λιμάνι της Χίου

-Πότε θα νετάρει η μπίγα. Όλο το λιμάνι μυρίζει σκατίλα... -Έλα, αηδίες! Αφού και τα σκατά μας ειναι μυροβόλα.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για φυλές φίλων τση χιπχόπ, άκα χιπχοπάκια.

Η αποδελτίωση των φυλώνε είναι πέρα από τους σκοπούς του ορισμού αυτούνου, ωσεκτουτού περιοριζόμεθα στα απολύτως βασικά: οι χιπχοπάδες είναι συμπαθείς κατά τα λοιπά μαδαφάκες που όταν δεν ακούν ή / και χώνουν ρίμες, κάνουν γκράφιτι και μπρέικντανς. Η ενδυματολογικές τους επιλογές ξεκινάνε από διακριτικό γκαντζ και καταλήγουν στο λουκ του Ali G και τα αγαπημένα τους επιφώνημα είναι γιο! και ρησπέκτ!

Disclaimer: στην Ελλάδα υπάρχουν πάμπολλες φυλές χιπχοπάδων, γουαναμπήδων και μη. Χάριν οικονομίας, θα αρκεστώ στο τσουβάλιασμα δυο μεγάλων σκηνών, οι οποίες σιχαίνονται αλλήλους:

  • Οι Διονυσιακοί: ραπερόνια ελαφρών βαρών που δεν παίρνουν τον εαυτό τους και πολύ στα σοβαρά με αποτέλεσμα να κατηγορούνται από άλλες φυλές για μεϊνστριμίλα. Πιονέροι της σκηνής τα χαβαλεδιάρικα ΗΜΙΖ, που εξακολουθούν να πραγματεύονται και τα πιο «σοβαρά» θέματα λολαδερώ τω τρόπω. Έτεροι εταίροι οι Goin' Through, οι Stavento, ο Υποχθόνιος.
  • Οι Απολλώνιοι: οργισμένοι βαρυψώληδες σταυροφόροι κατά πάσης κοινωνικής αδικίας που παίρνουν τον εαυτό πάρα πολύ στα σοβαρά. Στέκι τους το www.hiphop.gr. Μια σημαντική συνομοταξία αποκηρύσσει την χιπχόπ μετά βδελυγμίας δίκην εναλλακτικίλας και αυτοπροσδιορίζεται λοουμπαπάδες. Προεξέχων ο B.D. Foxmoor των Active Burger. Βλ. επίσης Totem, Βαβυλώνα, Non Grata, Βrigade αλλά και την πα μαλ, πα μαλ Sadahzinia.

Η μόνη αφορμή που προκάλεσε σχεδόν όλες οι φυλές των χιπχοπάδων να συνευρεθούν ειρηνικάήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ίσως απειδή ο ακομπλεξάριστος Killah P υποδήλωνε στοιχεία κι από τα δύο ρεύματα (συγκρίνατε την Κρίση και το Ρούμι Τεκίλα με τα Εκτός Ελέγχου και [Σιγά μη Κλάψω](Σιγά μην κλάψω)).

Τέλος, λίγα λόγια για την ετυμολογία του όρου. Ο χιπχοπάς, όπως και τα συναφή χιπστεράς, χίπης, χιπ, καθώς και η ζητωκραυγή χιπ, χιπ, ουρά! (και ταλιμπάν) είναι εκ του «hep», παμπάλαιας σλανγκιάς για ψαγμένα άτομα (βλ. εδώ). Πρώιμο παράγωγο από τον χώρο τση τζαζ: hepcat.

Οι θεωρίες διίστανται για την πρωθύστερη προέλευση του hep:

Διαλέγετε και παίρνετε.

1.
- Στα Δυτικά οι Χιπχοπάδες Συζητούν για τον Σεξισμό Μέσα μας. Μια ανοιχτή συζήτηση με αφορμή το στίχο που δίχασε τον κόσμο στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ.

2.
-Συνέντευξη τύπου Χιπχοπάδων για τον δολοφονηθέντα Killah P (Βίντεο) - #KillahP

3.
- Η συντριπτική πλειονότητα των χιπχοπάδων έχει i.q. μικρότερο του μέσου.
1)Αδυνατούν να διαβάσουν ένα κείμενο πάνω από 5 γραμμές
2)Αδυνατούν να συνθέσουν ένα κείμενο πάνω από 2 γραμμές.
3)Το λεξιλόγιό τους περιορίζεται σε 100 λέξεις.
4)Μιλάνε για πράγματα που δεν ξέρουν και έχουν και φανατική άποψη κιόλας

4.
- Λοιπον, οπως εχω ηδη πει, πιστευω οτι ενα σοβαρο πληγμα για την ελληνικη χιπ χοπ σκηνη ηταν (και δυστυχως ειναι) ο διχασμος του κοινου σε «χιπχοπαδες» και «λοουμπαπαδες». Προσωπικα δεν βαζω ταμπελες στην μουσικη, δηλαδη ακουω οτι μ αρεσει, αλλα προτυμω ο καλλιτεχνης που ακουω να ειναι παραδειγμα προς μιμηση σε μενα.

(από Khan, 10/07/14)Μεταξύ των διονυσιακών στιγμών μπορεί να συγκαταλεγεί και η πανούσειος στροφή του πρώην λοουμπαπά Νικήτα Κλιντ. (από Khan, 15/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κινηματογραφική αργκό)

Η διαδικασία εύρεσης κατάλληλων τοποθεσιών για γύρισμα, είτε εξωτερικό (χωράφια, βουνά, λαγκάδια, αστικά τοπία), είτε εσωτερικό (σπίτια, λοιπά κτίρια). Ιδανικά, η τοποθεσία πρέπει:

  • να ανταποκρίνεται σε ό,τι ζητάει το σενάριο
  • να ταιριάζει αισθητικά με ό,τι ζητάει ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο διευθυντής φωτογραφίας
  • να βολεύει από πρακτική άποψη (παροχή ρεύματος, φυσικός και τεχνητός φωτισμός, να μπορούν να περαστούν καλώδια, να χωράει ο μπούμαν με το ματσούκι του κλπ)
  • να είναι εφικτό το πηγαινέλα και το κουβάλημα μέχρι εκεί, και να μπορεί να νοικιαστεί ο χώρος (ή απλώς να καβατζωθεί χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι)

Θεωρητικά, το ρεπεράζ είναι ξέχωρη αρμοδιότητα, και το κλείσιμο του χώρου (συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες ή/και τις αρχές) το αναλαμβάνει ο location manager (άλλο φρούτο αυτός). Στην πράξη, και τα δύο γίνονται συχνά απ' το ίδιο άτομο, ενώ άλλοτε το ρεπεράζ το κάνει κατευθείαν ο σκηνοθέτης ή ο σκηνογράφος.

Εκ του γαλλικού repérage, που σημαίνει εντοπισμός. Στα εγγλέζικα, ο αντίστοιχος όρος είναι location scouting. Δείτε και εδώ.

- Τι έγινε, ρε Μπάμπη, και φυσάς και ξεφυσάς;
- Άσε με, είμαι να σκάσω. Είχαμε χτες γύρισμα για το «Παλαμάρι του Βαρκάρη Νο 14», κι αυτή η βλαμμένη του ρεπεράζ μάς κουβάλησε σε μια παράγκα στη μέση του πουθενά, ένας θεός ξέρει πού τη βρήκε, για εσωτερικό στο καλύβι του βαρκάρη κιέτσ'. Και μας βγήκε η Παναγία.
- Γιατί, ρε;
- Ήταν δύο επί τρία, οι κάμερες δε χωράγανε καλά-καλά, οι ανάφτρες έμειναν απ' έξω, τα φώτα ήταν αδύνατο να στηθούν σωστά, κι έπιασε και βροχή κι άρχισε να στάζει το ταβάνι! Η ηλίθια νόμιζε ότι κάνει ρεπεράζ για Αγγελόπουλο, κι έψαχνε κάτι «γραφικό και αυθεντικό», κατάλαβες; Ρε κοπελιάαα! Τσόντα γυρίζουμε, γαμώ το φελέκι μου! Να χωράμε θέμε, να κάνουμε τη δουλειά μας!
(φανταστική ιστορία)

- Άκου, φίλος, γαμάτο σκηνικό που μας είπε η Σάντη! Έκανε ρεπεράζ για μια σειρά, και έπρεπε να βρει μια παραλία. Παίρνει τ' αμάξι, λοιπόν, αρχίζει την ψακτική, και είναι σ' ένα δρόμο που βλέπει θάλασσα από ψηλά. Κοζάρει κάτω μια εντελώς ερημική παραλία, παρκάρει και το σκέφτεται: μου κάνει, δε μου κάνει; Κι εκείνη τη στιγμή, σκάει ένα αμάξι απ' το πουθενά, βγαίνει ένας τύπος, κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, ΔΕΝ κοιτάει πάνω βέβαια, οπότε θεωρεί ότι κανείς δεν τον βλέπει. Πού να 'ξερε. Και γδύνεται τσιτσίδι, παίρνει φόρα, βουτάει κι αρχίζει να κολυμπάει ζωηρά, τραγουδώντας μ' όλη τη δύναμη της φωνής του [στη μελωδία του «La donna è mobile»]: «Ό-λα στον πούτσο μου! Ό-λα στον πούτσο μου!»
- Χαχα, τελέρε! Σκέψου τι ένταση έβγαζε ο τύπος!
(αληθινή ιστορία)

"The life of a movie location scout" (από Pirate Jenny, 06/04/12)La donna è mobile (από Pirate Jenny, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμπρίζ, μπαμπρίζ, παπρίτζ, παμπρίτς, παπρίτς, μπαπρίτς, μπαμπρίτζ, παμπρίζ, μπαμπρίτς: έτσι αποκαλείται «ελληνιστί» ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου.

Από το γαλλικό «pare brise», όπου pare=το φράγμα και brise=το αεράκι, η αύρα.

Παρά την αξιοπρεπεστάτη απόδοση του όρου στα Ελληνικά, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι όσα είναι τα καταστήματα επισκευής του, τόσες διαφορετικές παραλλαγές εξελληνισμένης αναγραφής του ξενικού όρου στις αναρτημένες διαφημιστικές πινακίδες θα συναντήσετε ανά τη χώρα.

- Τι κάνει καλέ ο γιος σου ;
- Τελείωσε τη τεχνική σχολή και άνοιξε ένα μαγαζί να περνάει μπαμπρίτζια.

ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΠΑΜΠΡΙΤΖΙΑ. (από iwn, 12/11/11)ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΣΑ ΑΝΕΜΟΘΩΡΑΚΑ (από iwn, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα ονομασία για τα γουρούνια της Ευρώπης. Προκύπτει από το αρκτικόλεξο GIPSI εκ των Greece Ireland Portugal Spain Italy, που είναι ομόηχο με την αγγλική λέξη gipsy που σημαίνει γύφτος. Έχει τα πλεονεκτήματα έναντι του P.I.G.S. ότι βάζει μέσα και την Ιρλανδία χωρίς να δοθούν λύσεις τύπου P.I.I.G.S., καθώς και ότι υπάρχει μια σχετική ιεράρχηση των προβλημάτων με την Ελλάδα πρώτη.

  1. Γουρούνια και γύφτοι.
    Οι γύφτοι, αυτή η υπέροχη ράτσα, παρ' όλα τα κακά της μοίρας της, κατάφερε κι' αυτή σπουδαία επιτεύματα, από τους μεγάλους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές (Βασιλόπουλοι, Μανώλης Αγγελόπουλος), μέχρι το μαύρο διαμάντι της Αχαίας τον Κώστα Δαβουρλή!
    Φυσικά, οι «σοφοί της Δύσεως», ουδεμία σχέση έχουν με το ταπεραμέντο και την μενταλιτέ του νότου. Έτσι μετά τα γνωστά PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain), ανακάλυψαν και το GIPSY (Greece, Ireland, Portugal, Spain, ItalY) club*!! (εδώ).

  2. Τώρα, έχουμε δυνατότητα επιλογής. Τι θέλουμε να είμαστε; Τα «γουρούνια» ή οι «γύφτοι» της Ευρώπης; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published