Further tags

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατενέρ είναι οι μεγάλες μεταλλικές γέφυρες που χρησιμοποιούνται στον σιδηρόδρομο για να περαστούν καλώδια, συστήματα σήμανσης κλπ.

Στο ΣΚΑ έχει πολλά κατενέρ.

Κατενέρ στο σταθμό Ασπροπύργου (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πουσάρω προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης push = σπρώχνω.

Η χρήση του όρου αναφέρεται, σε κάποιον που ωθεί τον εαυτό του πέραν των ορίων του, μέσω συγκεκριμένης δραστηριότητας επαύξησης των επιδόσεών του, π.χ. εκγύμνασης. (Δες παράδειγμα 1)

Θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε και για ώθηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάποιου μηχανήματος (π.χ. συχνότητα επεξεργαστή Η/Υ) πέρα από τα όρια του, μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, π.χ. διαδικασία υπερχρονισμού επεξεργαστή Η/Υ (overclocking process). (Δες παραδείγματα 2, 3)

Η διαδικασία επαύξησης των επιδόσεων, στην οποία αναφερθήκαμε στις παραπάνω περιπτώσεις, λέγεται πουσάρισμα, εκ του πουσάρω. (Δες παράδειγμα 3)

Μιλάμε για μία διαδικασία που ενέχει ρίσκο και εγκυμονεί κινδύνους.
Όταν ξεπεραστούν τα όρια λειτουργίας (π.χ. όρια που προβλέπονται από τον κατασκευαστή ενός μηχανήματος) ή όρια των δυνατοτήτων κάποιου, μπορεί να συμβούν δυσλειτουργίες ή και καταστροφικά αποτελέσματα ακόμα.

Γι' αυτό, λοιπόν, η διαδικασία πουσαρίσματος ενέχει ρίσκο. Το ασφαλές της διαδικασίας εξαρτάται από τη γνώση των παραμέτρων που την επηρεάζουν και από την ευθυκρισία και την εμπειρία αυτού που ασχολείται με αυτήν, σχετικά με το βαθμό παρέμβασής του στο χειρισμό ανάλογων καταστάσεων στο παρελθόν.

  1. Βασικά, στον στρατό δεν πας για να μπεις νωρίτερα στην ζωή αλλά για να μην μπεις νωρίτερα. Ο στρατός είναι κολλέγιο με αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Στον στρατό εγώ πήγα για να να πουσάρω λίγο το σώμα (ΣΕΑΠ), να 'σπρώξω' Ολλανδέζες και Δανέζες στην Κω
    Δες

  2. Ναι, εγώ γουστάρω το πισί μου να αποδίδει τα μέγιστα και θα πουσάρω τον επεξεργαστή του μέχρι να βγάλει σπίθες.
    Δες

  3. Το overclocking, ή αλλιώς πουσάρισμα, είναι μία διαδικασία με την οποία ωθούμε τον επεξεργαστή να λειτουργήσει σε μεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν που είναι κατασκευασμένος. Σήμερα, όμως, αυτή η τεχνική δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο στον επεξεργαστή. Μπορούμε να πουσάρουμε ακόμα και τις κάρτες γραφικών, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, με τα διάφορα προγράμματα που κυκλοφορούν.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρεφικό καθισματάκι που σου επιτρέπει να τα κουνάς και να τα ζαβλακώνεις προσωρινά τα μούλικα ώστε να μπορέσεις και συ να χαρείς νανοδευτερόλεπτα ησυχίας. Εκ του αγγλικού relax. Ακατάληπτο εκτός Ελλάδος.

Έλλην σε κατάστημα βρεφικών ειδών στο Λονδίνο:
- Χελλ-ό-ου μίστερ, αη γουάντ ριλάξ.
- I beg your pardon;
- Mπέημπυ ριλάξ. Ρι-λάξ.
- Too late for that old chap, you should have used a rubber when you had a chance!

Got a better definition? Add it!

Published

Παρτούζα συνειρμών στη λέξη αυτή.

Ο όρος θα μπορούσε να προκύπτει εκ:

α) παράφρασης της λέξης προλετάριος, (δες εδώ και εδώ). Μιλάμε για τον κατ' επίφαση προλετάριο, τον κατ' όνομα προλετάριο που λειτουργεί με χρηματοκεντρικά κριτήρια (λεφτά).

β) της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro, εκ του professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης λεφτά. Το πακέτο παραπέμπει δηλαδή σε κάποιον που είναι επαγγελματίας λεφτάς. Και επειδή οι λέξεις προλετάριος - προλεφτάριος μορφολογικά μοιάζουν, ο συγκεκριμένος επαγγελματίας λεφτάς αναδίνει, κάπου στο βάθος, άρωμα προλετάριου. Σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει και επαγγελματική αξιοποίηση αυτού του αρώματος (επαγγελματίας πολιτικός, επαναστάτης, κλπ., δες σχετικά το παράδειγμα 3 και το λήμμα Μαρξορθόδοξος).

γ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro από professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι επαγγελματίας αριστερός.

δ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει σε πρώην) και της αγγλικής λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι: πρώην αριστερός.

  1. Εκ των παραπάνω συνειρμών, αντιλαμβανόμαστε πως η λέξη ενσωματώνει συναφείς νοηματικές παραπομπές.

Εκφέροντας τον όρο, θα μπορούσαμε βάσει των παραπάνω, να χαρακτηρίσουμε ως προλεφτάριο κάποιον πρώην αριστερό, που έχει από χρόνια αντικαταστήσει το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», με το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη», κάποιον κατ' επίφαση αριστερό, κάποιον γιαλαντζί κομμουνιστή, κάποιον Μαρξ εντ Σπένσερ, που 'χει κάνει θεό του, το μαρούλι, τις αστικές απολαύσεις, που 'χει τα ... κονέ, που κάνει τις μπίζνες, που μπορεί να 'ναι και σκαφάτος και που επιδιώκει πάντοτε να τα περνά ζωή και κότα.

Χαρακτηριστικό τύπο προλετάριου που μεταμορφώθηκε σε προλεφτάριο είχε ενσαρκώσει στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» ο Αλέκος Αλεξανδράκης, όπου το κέρδος ενός λαχείου, μετέβαλλε άρδην τον τρόπο ζωής του, μεταβάλλοντας τον από μαχητικό αγωνιστή της Αριστεράς σε άνθρωπο του κεφαλαίου. (Βλ. παραδείγματα 1, 2 ,3)

  1. Στα πλαίσια χιουμοριστικής εκφοράς του λόγου, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως προλεφτάριο κάποιον παντελώς άσχετο με την αριστερά, που ζει μέσα στη γκλαμουριά και στη χλίδα. (βλ. παράδειγμα 4)
  1. Και εμείς θα καμαρώνουμε για τον άνθρωπό μας που «νίκησε» και μπήκε στη Βουλή, γεμίζοντάς μας προσδοκίες και όνειρα καλοκαιρινής νυκτός, για να γίνει από προλετάριος, προλεφτάριος. Ναι, μιλάμε γι’ αυτόν το μασκαρά που μόλις εκλέχθηκε, έκλεισε το κινητό του… Και πήρε καινούριο, για να μιλάει με επιχειρηματίες. Μιλάμε γι’ αυτόν που μόλις εκλέχθηκε και ζητήσαμε να τον δούμε, μας παρέπεμψε σε κάτι παρατρεχάμενα και θρασύτατα λαμόγια, κάτι ανεκδιήγητους αλεξιπτωτιστές, που ποτέ πριν δεν είχαμε ξαναδεί. Που θεωρούν ότι μας έκαναν χάρη που άκουσαν το πρόβλημά μας, ή το (κατ’ εμάς πάντα εύλογο, αλίμονο) αίτημα μας. Τα θέλει ο οργανισμός μας. Δες εδώ

  2. Ηταν ένας φτωχός προλεφτάριος που για να αποκτήσει αστικές απολαύσεις έγινε επαγγελματίας επαναστάτης και τώρα ζει σε μια χλιδάτη βίλα κάπου στο Παρίσι. Δες εδώ

  3. - Οι προλετάριοι, κατά τον Μαρξ, έπρεπε να επαναστατήσουν γιατί δεν είχαν να χάσουν τίποτα άλλο, πέρα από τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους. Τώρα ο προλεφτάριος, αλυσόδεσε τον Μαρξ και 'φύγε με το γκλαμουράτο αμάξι του για το εξοχικό του, δίπλα στο κύμα, αφήνοντας την Αλέκα να παλεύει για την απεργία και τη Λιάνα για την ορθοδοξία.
    - Υπάρχει ένας προλεφτάριος συγγραφέας, στο ίδιο στιλ που περιγράφεις. Απομονώνεται στην παραθαλάσσια βίλα του και αξιοποιεί επαγγελματικά τις αναμνήσεις του ως παλιός λαϊκός αγωνιστής, γράφοντας βιβλία για την ανανέωση της αριστεράς κι άλλα τέτοια. Έτσι θα αποκτήσει περισσότερο μπαγιόκο, που σημαίνει πως θα γίνει πιο προλεφτάριος απ' ότι είναι, θα δώσει ελπίδες στον κόσμο κι αυτοί θα του ξαναδώσουν λεφτά για να γίνει ακόμα πιο προλεφτάριος.

  4. - Που λες, ο φίλος μου, ο Μάνος, είναι προλεφτάριος.
    - Πρώην αριστερός;
    - Ούτε πρώην, ούτε νυν. Μιλάμε για έναν φραγκάτο, που η μόνη κοπιαστική δουλειά που ξέρει να κάνει, είναι να εισπράττει ενοίκια από τα καταστήματα τριών μεγάλων εμπορικών κέντρων που πήρε κληρονομιά από τον πατέρα του.

Μπένυ  (από GATZMAN, 16/03/09)GAP: Ο Θεός μου είπε... μπλα μπλα μπλα (από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομπιουτεροσλανγκιά (ή μήπως σλανγκοκομπιουτεριά;) που δηλώνει τη γραφή με έντονους (bold) χαρακτήρες, ώστε το συγκεκριμένο κομμάτι να τραβάει την προσοχή.

Πριν ξαναχαθεί στα βάθη του αχανούς σάητος, το ρήμα εντοπίστηκε προς στιγμήν περιφερόμενο σε κάποιο σχόλιο, πιθανώς της Galadriel. Έσπευσα να το φωτογραφίσω, για να μην ισχυριστούν κάποιοι κακόπιστοι ότι είναι ανύπαρκτο σαν τον μυθικό Μονόκερω.

Ξαναστείλτου το μέιλ του μαλάκα, αλλά τώρα μπολντάρισε την τελευταία παράγραφο, για να μην αρχίσει πάλι τις παπαριές ότι και καλά δεν την πρόσεξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified