Further tags

Ξεπερασμένος όρος.

Ο κομψευόμενος. Από το γαλλικό distingué (ο κομψός, αυτός που ξεχωρίζει, που έχει την εμφάνιση και τον αέρα διακεκριμένου ατόμου).

Το γεγονός ότι συχνά η εμφάνιση δεν συνοδευόταν από το ανάλογο περιεχόμενο, καθώς και το ότι στο παρελθόν δεν θεωρούνταν «ανδροπρεπές» να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ένας άνδρας, το ντιστενγκές πήρε την έννοια του «θηλυπρεπή» (όχι απαραίτητα ομοφυλόφιλου), μη αρρενωπού άνδρα.

  1. Εγώ είμαι εγώ Ευζωνάκι γοργό
    μέσα στον κόσμο τιμημένο
    ποιός ντιστενγκές, ποιός κουραμπιές
    μπορεί να βγει μπροστά σε μένα

(από το παλιό τραγούδι «Ευζωνάκι γοργό»

  1. Κοίτα τον! Παρφουμαρισμένος, στην τρίχα, σνομπ και όλο με το «σεις» και με το «σας»! Πώς να κάνω παρέα με τέτοιο ντιστενγκέ; Να πάμε στο γήπεδο και να φοβάται μην τσαλακωθεί το Αρμάνι;

(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.

Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.

γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...

κατερινα γκαγκάκη, κριτής x-factor (από johnblack, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρατήριο βενζίνης, το βενζινάδικο, κατά τους ομογενείς της αλλοδαπής. Εκ του gas station (σώπα).

Από έκθεση μαθητή:

«Το Πάσχα πήγαμε στο Κελόουνα και αφού βάλαμε βετζίνα στο γκαζοστέισον, φτάσαμε στο κότατζ και κάναμε bbq στην πίσω γιάρδα μας. Το βράδυ όλη η οικογένεια παίζαμε Χ-κουτί».

(από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Shit in many years.

Αποτελεί ελεύθερη μετάφραση στα αγγλικά της γνωστής φράσης Χέσε μέσα Πολυχρόνη.

Εξαιρετικά διαδεδομένη τελευταία χρησιμοποιείται ευρύτατα για να δηλώσει απογοήτευση ή αδιέξοδο.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σκέτο «Shit in...»

Οι χρήσεις της φράσης είναι σαν της αντίστοιχης ελληνικής με την προσθήκη του κωμικού στοιχείου της ελεύθερης μετάφρασης.

  1. - Έλα ρε μπρο. Πώς πας τελευταία;
    - Shit in many years...

  2. - Άσ' τα φίλε... τρέχω και δεν προλαβαίνω... στο σχολείο έχουμε πήξει, η ομάδα έχει να κερδίσει από πέρσι... shit in many years δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή μυγοσκοτώστρα, γνωστή και ως φλάϊ κίλλερ.

Πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του σχήματός και της μορφής της με την ρακέτα. Φονική μηχανή με μοναδική χρήση τον αφανισμό του ένδοξου γένους της μύγας.

Για την αποτελεσματική χρήση του χρειάζεται να αναπτύξει κανείς ιδιαίτερη τεχνική, η οποία βασίζεται στην απότομη αύξηση της ταχύτητας της μυγορακέτας, έτσι ώστε να μην προλάβει να αντιδράσει το έντομο-στόχος της.

Σύνηθες θύμα τους οι «γενναίες μύγες»

Φλάϊ κίλλερ επίσης αποκαλείται ο αγανακτισμένος ανθρωπάκος που κυκλοφορεί όλη μέρα με μια μυγοσκοτώστρα και έχει ως σκοπό της ζωής του να εξοντώσει τη μύγα που δεν τον αφήνει να χαρεί το παστίτσιο της γιαγιάς του.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτή η κωλόμυγα. Τσάκω τη μυγορακέτα και ξεπάστρεψέ την.

- Ρε, τον είδες το Μήτσο τελευταία; Όλη μέρα με μια μυγορακέτα κυκλοφορεί. Σωστός φλάϊ κίλλερ έγινε.

μυγορακέτα (από CoT, 19/11/09)(από CoT, 19/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)

Βλ. επίσης βαράω μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό pass (= περνώ /-άω)

Σημασία:

- δίνω
- περνάω κάτι σε κάποιον

Χρήση:

  1. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να του δώσουν κάτι στο οποίο ο ίδιος δεν έχει πρόσβαση ή δεν μπορεί να το φτάσει. Συνήθως το συναντάμε σε συζήτηση την ώρα του φαγητού.

  2. Χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια αγωνίσματος με μπάλα ή αγώνισμα που προϋποθέτει μεταβίβαση αντικειμένου. (π.χ. ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χόκεϋ) για να ζητήσει κάποιος τη μεταβίβαση της μπάλας / αντικειμένου.

  1. - Μάνα... πάσαρε μου την κέτσαπ... είναι δίπλα σου.

  2. - Εεεεε... φίλε... πάσαρε μου τη μπάλα και θα βάλω γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενόφερτο επιφώνημα (αγγλ. eeek!) που δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα ή ακόμα και ανακούφιση για μια επιτυχία μας μετά από μια υπερβολικά αγχωτική προσπάθεια ή σχετικά με ένα διαφαινόμενο κακό που γλιτώσαμε στο παρά τρίχα (βλ. παράδειγμα).

- Αφήνω ανοιχτή τη μάνα, ρε πστ.... παίζε....
- Πάλι ντόρτια ήφερα... Μια, δυο, τρεις και ο Χατζηπετρής...
- Ιιιχ! Παραλίγο....

Eek-a-Mouse! (από Vrastaman, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του φώλς στις ερωτήσεις κλειστού τύπου τρου-φώλς. Αυτό. Και γαμώ τις σλανγκιές, ε;;

Νταξ, παίζει και στις μεταλλιές όταν αναφέρεται σε άτομα/συγκροτήματα που υποτίθεται το (έπικ και τέτοια) μέταλ άτιτιουντ δεν το πουλάνε, αλλά το βιώνουνε (με έμφαση στο υποτίθεται). Βασικό θέμα στις συζητήσεις έφηβων μεταλλάδων, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει τους μάνογουωρ ως λέξη, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε συζητήσεις χωρίς μεταλλικά συμφραζόμενα για να χαρακτηρίσει τύπο σκληρό και μόνο μπλακ.

  1. - Τι ακούς τα ποζέρια ρε. Μόνο μάνογουωρ που είναι τρου. Γάμα τους τούς πουλημένους τους Λεφτάλικα.

  2. - Νταξ, ο τύπος είναι τρου. Εφτά πιτόγυρα και μισό καφάσι μπύρες για το ζέσταμα...

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού να λέει κανείς «αρ ες ες» ή να αλλάζει το πληκτρολόγιο για να γράψει RSS, για τέτοια είμαστε τώρα; Απλά το λέμε «ρουσουσού» και τέλος.

Η Βίκυ εξηγεί τι είναι αυτό: «Ο όρος RSS προέρχεται από το αγγλικό Really Simple Syndication. είναι ένα format ανταλλαγής περιεχομένου βασισμένο σε γλώσσα XML. Είναι ένας νέος τρόπος να ενημερώνεται ο χρήστης του Ίντερνετ για γεγονότα και νέα από άλλους χρήστες ή και κανάλια πληροφορίας. Η πληροφορία μέσω του RSS έρχεται στον υπολογιστή του χρήστη Online.»

Βλ. και μουσουνού, χεσεμές, εμ-πι-τρία.

- Πω! πού να βγάλω άκρη σε αυτό το μπλογκ ρε μαλάκα, της πουτάνας γίνεται!
- Ε μπες και συ καημένε μου στο ρουσουσού να τα δεις όλα μαζεμένα, πιο βολικό είναι, για κάτι τεμπέληδες σαν και σένα το κάνανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified