Θυμίζει επιφώνημα στα μικυμάου, αλλά σημαίνει, απλά, «What the fuck», δηλ. «τι σκατά», «τι στο διάολο».
- Γουαταφάκ! Τι βυζί είναι αυτό μωρή; Πού το βρήκες από τη μια μέρα στην άλλη; Γουόντερμπρα;
- Οοοόχι! Κονάτο!
Θυμίζει επιφώνημα στα μικυμάου, αλλά σημαίνει, απλά, «What the fuck», δηλ. «τι σκατά», «τι στο διάολο».
- Γουαταφάκ! Τι βυζί είναι αυτό μωρή; Πού το βρήκες από τη μια μέρα στην άλλη; Γουόντερμπρα;
- Οοοόχι! Κονάτο!
Got a better definition? Add it!
Στον ένδοξο Ε.Σ. όπου όλοι είμαστε μια παρέα, πολλές φορές οι έννοιες πειθαρχία, οργάνωση, σύστημα, εργατικότητα κλπ αποκτούν ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Για να το συλλάβει κανείς θα πρέπει να έχει την τύχη να παρακολουθήσει μια μονάδα του Ε.Σ. σε τακτικούς ή άλλους ελιγμούς, οπότε και γίνεται προφανής η χρήση του όρου «ρεμπέτ ασκέρ» για την περιγραφή της μονάδας, συνήθως πεζικού, η οποία μαγεύει με τον συντονισμό των κινήσεων των μελών της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι διαθέτουμε ως χώρα τον καλύτερο στρατό, όχι στο ΝΑΤΟ, αλλά στο Κιάτο.
Δίκας: - Λγε Πουλόπουλε, πώς πήγε το ρεμπέτ ασκέρι μου στην άσκηση «Μαδημένο Κοτόπουλο»; Γύρισαν όλα τα παρτάλια από το βουνό;
Λγός: - Μάλιστα κ. Διοικητά. Μόνο που μας έμειναν 2 Λεωνίδας και το Ρεγκόβερ που πήγε να τα μαζέψει χάλασε κι αυτό στο δρόμο. Χάσαμε και μια υδροφόρα και έχω στείλει τον Λ.Δ. και ψάχνει στα χωράφια μπας και τη βρούμε. Νεκρούς πάντως δεν είχαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.
- Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
- Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
- Πόσο; Πες μου να ακούσω.
- Ε να....450 ευρώ.
- Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!
- Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
- Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
- Και τώρα είστε οκ;
- Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του αγγλικού custom, όταν αυτό σημαίνει κατά παραγγελία, μη καθιερωμένο.
Χρησιμοποιείται από αϊτήδες (IT), προχώ χρήστες τεχνολογίας και άλλους γκατζετάκηδες για να μεταφέρει στα Ελληνικά κάτι (βύσμα, κώδικας, πισί κτλ.) που δεν είναι κοινότυπο και έχει / πρέπει να δημιουργηθεί εξ αρχής.
Φυσικά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και εκτός τεχνολογίας όπως λ.χ. σε αμάξια, μηχανές κλπ.
- Μου χάλασε το καλώδιο εικόνας του ξμπόξ και έχω μείνει τρεις μέρες χώρις προ
- Γιατί δεν παίρνεις ένα από το πισί σου;
- Δεν παίζει, είναι καστομιά της Microsoft
Βλέπω μια «χλωμάδα» !!! Ο Core κώδικας του Joomla είναι γραμμένος ώστε να ελέγχει συγκεκριμένα tables, rows κτλ κτλ κτλ πάντα με τη μορφή μεταβλητών φυσικά. Άρα, αυτό που ζητάς μοιάζει σαν να θέλεις ενα νέο Joomla (!!!) η αν δεν θέλεις αυτό ακριβώς, τότε θέλεις μια πολύ βαριά «καστομιά». (απο εδώ)
Got a better definition? Add it!
Όταν στον στρατό σου τυχαίνουν και η λάντζα, αλλά και οι καλλιόπες την ίδια μέρα...
Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση, με την απαραίτητη αυτή λέξη.
- Ρε Μιχαλάκη, κοίταξες το σήμερα;
- Ναι, χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.
Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.
Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.
Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.
Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.
Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.
Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.
(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)
Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.
...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!
3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.
3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;
4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.
4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.
(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρβανίτικο κεφάλι, ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο μυαλό, κάποιος που δεν ψάχνει ένα θέμα που δεν καλογνωρίζει και βγάζει βιαστική απόφαση. Κάποιος που αποφασίζει κουτουρού, που δεν διαπραγματεύεται, αλλά θέλει να περνάει το δικό του, κάποιος που παραμένει κολλημένος στις αρχικές του ιδέες ακόμα κι αν τον πείσεις ότι λέει βλακείες.
Πηγή: Γκάτζμαν.
Τι ντελιάπης είσαι μωρ' αδερφάκι μου! Έπρεπε να το ψάξεις πριν αγοράσεις. Πάλι γουρούνι στο σακί πήρες.
Τι ντελιάπης είναι αυτός ρε; Ήθελε ντε και καλά να πάμε διακοπές στην Πάρο. Τόσες εναλλακτικές προτάσεις κάναμε. Εκεί αυτός! Πάρο και μόνο Πάρο.
Got a better definition? Add it!
Με πιθανή ετρουσκική ρίζα, μας προέκυψε από το γαλλικό histrion.
Ηθοποιός, αλλά και παντόμιμος στην αρχαία Ρώμη και συχνότατα απελεύθερος, έκανε κολεγιά με άλλους σχηματίζοντας κάτι σαν μπουλούκι. Ελάχιστοι έχαιραν εκτίμησης.
Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα είχε εξελιχθεί σε περιπλανώμενο καλλιτέχνη ευρείας ...γκάμας, που διηγούνταν ιστορίες, έπαιζε μουσική, τραγουδούσε, χόρευε, μέχρι και ζώα εκγύμναζε, ώστε να μην παραπονιέται ο λαουτζίκος για φτωχό θέαμα. Σχημάτιζαν συντεχνίες που κυνηγήθηκαν από εκκλησιαστικές κι άλλες Αρχές, πράγμα που κάτι υπονοεί για το ποιόν των παραστάσεών τους.
Απ’ το υπερβολικό του παιξίματός τους προήρθε το ιστριονικός: θεατρινίστικος, μελοδραματικός, υπερβολικός σε χειρονομίες, ένταση συναισθημάτων κι έκφραση.
Υπάρχει και η αντίστοιχη διαταραχή της προσωπικότητας (Histrionic personality disorder), που αποτελεί και όρο της Ψυχολογίας για να περιγράψει άτομα που με τέτοια συμπεριφορά επιζητούν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, συχνά χειραγωγώντας τους γύρω τους.
Τον ξεχασμένο όρο ξέθαψε ο Μάριος Πλωρίτης με ένα άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής, με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων», με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.
Ο ευφυής Πλωρίτης διαισθανόμενος, ίσως, τον θλιβερό σοδομισμό του «θεατράνθρωπος» (βιρτουόζικα περιγραφόμενο από τον HODJAS), δεν τεμπέλιασε διανοητικά καταφεύγοντας στα εύκολα: χάραξε όριο που, ως τώρα, δεν τόλμησαν ούτε να προσπεράσουν, ούτε να κλισάρουν οι δημοσιογραφίσκοι επιπέδου «άμα σε θέλει το γυαλί, τύφλα να 'χει η σχολή», βάζοντας τον φίλο του από τη μια και τα λιμά απ’ την άλλη.
Το άρθρο είχε κάνει αίσθηση, με πλείστους όσους πράσινους απ’ τη ζήλια να τρώνε σκόνη σε ανήλιαγες καβάντζες, προσπαθώντας να βρουν τι θέλει να πει ο ποιητής, ψάχνοντας σε παλιές εκδόσεις των χρησιμότερων βιβλίων από την ανακάλυψη της γραφής.
(εν είδει σπεκ στον HODJAS)
Από το άρθρο (25/01/1998) του Μάριου Πλωρίτη στο Βήμα της Κυριακής με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων» με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.
…Ποιο είναι, αλήθεια, το γνώρισμα και το χάρισμα του σπουδαίου ηθοποιού, του μεγάλου «ιστρίωνα»; Ο «μαγνητισμός» που εκπέμπει, η «γοητεία» του, η «λαμπερότητά» του -κατά πώς λένε, εύκολα και κοινότοπα; Πολύ περισσότερο -νομίζω- η ικανότητά του να δίνει διαστάσεις και προεκτάσεις σε κάθε ρόλο, πέρα απ' το γραπτό κείμενο, όσο υψηλό κι αν είναι αυτό…
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.
- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.
Got a better definition? Add it!
Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).
Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.
- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.
Got a better definition? Add it!