Further tags

Διώχνω τους γύρω μου, με οποιονδήποτε τρόπο, φωνάζοντας να φύγουν «για να μείνω μόνος», με την μη φιλική συμπεριφορά μου, ώστε να καταντήσω μόνος, λέγοντας ανοησίες που δεν τις αντέχουν, λέγοντας αλήθειες που δεν τους αρέσουν και, στην ανάγκη,... προκαλώντας έξοδο σωματικών αερίων που τους αναγκάζουν να φύγουν προτροπάδην για να μην πάθουν ασφυξία.

Flit ήταν εντομοκτόνο μ' έντονη μυρουδιά που το ψεκάζαμε με μια χειροκίνητη συσκευή, την τρόμπα, σαν τρόμπα ποδηλάτου, μόνο που είχε κι ένα δοχείο από το οποίο έπαιρνε εντομοκτόνο και το σκόρπιζε. Το εντομοκτόνο δεν έμπαινε στην τρόμπα. Απλώς το ρεύμα του αέρα που δημιουργούσε μείωνε τοπικά την πίεση και τραβούσε υγρό από το δοχείο, κατά τον Νόμο του Bernouiilie.

- Τι απέγιναν όλοι αυτοί οι δήθεν φίλοι και οι συγγενείς που σε απομυζούσαν;
- Τους φλίταρα κι ησύχασα.

(από GATZMAN, 20/07/11)Το βρήκα!! Στο 2:13 (από sstteffannoss, 20/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το Γαλλικό faux bijoux το οποίο και σημαίνει ψευδοκόσμημα.

Κρατώντας την λέξη faux που σημαίνει ψεύτικος, συμπληρώνουμε την λέξη vijoux (αλλάζοντας στην ουσία το πρώτο γράμμα της λέξης bijoux, έτσι ώστε να εξυπηρετεί ηχητικά) και η οποία προφέρεται βιζού, παραπέμποντας στο βυζί-βυζιά.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποια γυναίκα έχει ψεύτικο στήθος από σιλικόνη.

- Κοίτα ρε Ξενοφώντα κάτι βυζόμπαλα που έχει το μωρό στο ταμείο!!!
- Τι να δώ ρε μαλάκα; Αυτή είναι faux vijoux!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αυτομάτως προσδίδει κύρος στον κάτοχό του. Παρερμηνεύοντας τα αρχικά, το λήμμα Ph.D μεταφράζεται σε Pretty Huge Dick, ή, ελληνιστί, αυτός ο οποίος διαθέτει αρκετά μεγάλο μόριο.

Κοινώς κρεατόμπαρα, μαλαπέρδα, ανακόντα κ.τ.λ,. το οποίο επίσης προσδίδει μεγάλο κύρος στον κάτοχό του!!!

- Μωρή Τασία, κοίτα πώς φουσκώνει το μαγιό του τύπου!!!!
- Ναι, ναι!! Θα έχει Ph.D...

Βλ. και P.h.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο, υπό την επήρεια αλκοόλ, κάνει one night stand αλλά δε θυμάται τίποτα την επόμενη μέρα.

- Ρε συ, η Λίλιαν! Πάω να της πω ένα γεια να θυμηθούμε τα προχτεσινά μας.
- Άσε ρε, αμφιβάλλω αν σε θυμάται καθόλου. Αυτή πότισέ την και πάει και με αμοιβάδα. Μπεκροσέξουαλ η γκόμενα.

Μπεκροσέξουαλ Τσιμπουκόφκσι. (από Khan, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάνιο υποκοριστικό του μαν (ελληνιστί: «άνθρωπος»/«τύπος») στην ελληνική μπυροκίνητη αργκό.

Στην κυριολεξία αναφέρεται στον μικρό μαν, τον μικρό άνθρωπο δηλαδή, παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτωμένα και για νταγλάρια.

Συνήθως συναντάται σε μερακλίδικες συνευρέσεις μετά την απαραίτητη συνοδεία αλκοόλ, όπου αντικαθιστά εύστοχα τον εγκάρδιο χαιρετισμό φιλαράκι.

Στο Βορρά μπορεί να εμφανιστεί και στη λιγότερο επιστημονική - λαϊκή του μορφή ως μανίδι.

Μπάμπηηη! Πού χάθηκες εσύ ρε μανίδι(ο);;

(από ksekolliaris, 25/07/11)(από ksekolliaris, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται απ' το αγγλικό difference και σημαίνει διαφορά.

-Θέλεις το πρώτο ή το δεύτερο;
-Όποιο να 'ναι, μωρέ... σιγά τη ντίφρα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της ιταλικής λέξης greco η οποία σημαίνει ελληνικός.

Άρχισε να αναφέρεται από κοσμημοτοπώλες τουριστικών νησιών (Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος κ.τ.λ.) στο τέλος των '80s αρχές '90s, περιγράφοντας διάφορα κοσμήματα με ελληνικές παραστάσεις και θέματα, όπως διάφορα δελφινάκια, κίονες, ακροπόλεις, προτομές αρχαίων σοφών και ηρώων (Περικλής, Μέγας Αλέξανδρος, Λεωνίδας κ.τ.λ.), μαίανδρους, Μινώταυρους και χίλια δύο άλλα μυθικά ή μη πρόσωπα.

Τις περισσότερες φορές δε είναι αμφιβόλου αισθητικής, παραφορτωμένα και κακής ποιότητας. Παράταιρες πέτρες, κακά υλικά και καλούπια και πολλές φορές κατασκευασμένα από άτομα τα οποία δεν είχαν καμιά γνώση ιστορίας, μιας και απεικόνιζαν άλλα πρόσωπα και στις τυχούσες περιγραφές είχαν άλλα ονόματα. Κλασσική περίπτωση ήταν μία μεγάλη παρτίδα από «Μεγαλέξανδρους» που όμως απεικόνιζαν τον Περικλή με την κλασσική μορφή που είχε στο παλαιό 20άρικο!!!

Πέρασε λοιπόν πλέον η λέξη να έχει το νόημα της κακής απομίμησης, αλλά και του αντικειμένου ευτελούς αξίας και κακής αισθητικής.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για νεοέλληνες με μεραγκλαντάν αισθητική.

- Μάντεψε τι μου άφησε κληρονομιά η θεία μου η Μέλπω. Ένα νόμισμα των κλασσικών χρόνων δεμένο σε μενταγιόν!!!!
- Μα είσαι εντελώς χάπατο!!! Αυτό είναι γκρέκα από πλανόδιο στην Ίο!!!!

Στέλλα Γκρέκα. Τώρα, αν έχει και καμιά σχέση με τη Γκρέκα φίλμς, who knows? (από GATZMAN, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αυτός που δε μασάει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Το σκληρό καρύδι. Το αγύριστο κεφάλι, και όχι υποχρεωτικά ακραίος, αλλά πάντως μοναχικός, ως άτομο ή ομάδα. Που έχει την άποψη και τις ιδέες του και τις υπερασπίζεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

- Να πιάσουμε τον δασάρχη ν’ αποχαρακτηρίσει την έκταση και μετά βγάζουμε και την άδεια. - Εδώ έχεις μπλέξει φίλε, ο δασάρχης δεν πιάνεται, είναι ταλιμπάν.

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified