Further tags

Ενώ άλλες κλείνουν κι άλλες βαράν κανόνια, αυτή γνωρίζει μεγάλες πιένες. Κι όχι άδικα.

Όταν άρχισαν να επιβεβαιώνονται οι φήμες πως ο λαϊκατζής πουλούσε Λουί-Γυφτόν και αναβαθμισμένα σινουά στο πέμπτο της τιμής από ότι κυριλέ μπουτίκ, ένα ακόμη καταναλωτικό ταμπού κατέπεσε για το απειλούμενο από τροϊκανούς και σία είδος «μέση Ελληνίδα».

Με ζαρζαβατικά στο ένα χέρι, ξεκίνησε από τις ντάνες με τις πετσέτες, τσίμπησε βρακιά (για το σύζυγο) και μετά από τα απαραίτητα τεστ πλυντηρίου και σιδερώματος, την έπεσε στα μπλουζάκια και τα ζακετάκια (που φαίνονται). Άμφια και νυφικά ακόμη λείπουν από τους πάγκους, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Ακούγεται και με τα αρχικά της: L.A.

1.
Σήμερα πχ στη παραλία παρατηρούσα τις γυναίκες. Ήταν μία σαν ρινόκερος το κέρατο της έλειπε. Μιλάμε για πάχος και δίπλες τρίπλες. Πήρε και έφαγε και ένα σάντουιτς νααααα (με το συμπάθειο) Ήταν μία άλλη σαν καμηλοπάρδαλη (μάλλον μπασκετμπολίστρια ήταν ) δίμετρη και ατσούμπαλη. Σκεφτόμουν για να τη γλύψεις αυτή τη γυναίκα θα έβγαζε η γλώσσα σου ρόζους. Δεν έλειπαν και οι φοραδίτσες. Με σανδάλι δεκάποντο σεξουαλικό μπικινάκι από τη Μπουτίκ Λάικα απαραίτητα το κινητό ε; χαϊμαλιά κλπ γυαλί Ρέιμπανμπαν και όλο χάρη. Να σιέται η παραλία. Και τσιγαράκι πάντα σλιμ. Και οι κατσικούλες βέβαια εκείνα τα πιπινάκια με το μπλαζέ ύφος τη φραπεδιά με το μπικίνι χωμένο στο κώλο για να μαυρίσουν οι μαγούλες. Και φυσικά πάμπολλες φώκιες εκείνα τα κοντόκωλα με χαμηλό διαφορικό και κυτταρίτιδα ζωάκια που ξαπλώνουν στις παραλίες.

2.
Μωρέ κι εμάς θεία του καλού μου έφερε σεντόνια από μπουτίκ λάικα σε σακούλα καταστήματος. Πήγα να τα αλλάξω και μου έπεσαν τα μούτρα...

3.
(…)χωρίς να θέλουμε, βοηθάμε στο κατρακύλισμα της μικρομεσαίας ελληνικής επιχείρησης είτε αυτή είναι ένα κατάστημα είτε, μια μικρή βιοτεχνία που με τη σειρά της και αυτή, κάποια μέρα θα κλείσει. Ευθυνόμαστε εμείς όμως γι' αυτό; Ο συνταξιούχος των 450 ευρώ, αυτός των 300; Ο άνεργος με 300 ευρώ επίδομα, ή μήπως ο μισθωτός των 580 ή και 800 ευρώ; Με αυτούς τους μισθούς μπορούν άραγε να ψωνίζουν από τις βιτρίνες; Λέτε άραγε ο συνταξιούχος ή ο μισθωτός, δεν ξέρει ποιο είναι το καλό και ποιοτικό ρούχο και ποιό το σκάρτο; Δεν προτιμά να κάνει τις αγορές του από τα καταστήματα και έτσι, από βίτσιο και μόνο ψωνίζει από τις «ντάνες» της «Μπουτίκ Λάικα»; Δεν φταίει ούτε ο Έλληνας καταναλωτής, ούτε ο μικροπωλητής των λαϊκών, ούτε ο Κινέζος που κατάφερε να πουλά και να ευδοκιμεί η επιχείρησή του σε βάρος των ελληνικών.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γαλλικό τύπο πολεμικού αεροσκάφους, αλλά αναφέρεται στην καθημερινότητα σαν τα σημαντικά πρόσωπα (βεντέτες) μιας ομάδας, μιας παρέας κτλ. Ο ορισμός αποδίδεται στο Γιώργο Τράγκα.

Τράγκας: Τα ραφάλ του σταθμού μας Ο Νίκος Χατζηνικολαόυ και η Κάτια Μακρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγορίστικο, α λα γκαρσόν. Λέγεται μόνο για το μαλλί της γυναίκας, όταν είναι κοντοκουρεμένο και θυμίζει αγόρι. Δεν είναι λεσβέ, είναι κούρεμα πιο ανάλαφρο, λιγότερο αυστηρό και δεν αποτελεί σήμα κατατεθέν σεξουαλικής προτίμησης.

Η κατάληξη κάνει τη λέξη πιο μοδάτη από την απλή «αγορίστικο» ή την παλιά «α λα γκαρσόν».

  1. Έχετε δει την Σίσσυ Χρηστίδου με αγορέ μαλλιά; Όχι... Δεν χάνετε και τίποτα...

  2. καλησπέρα! θα ήθελα να μάθω εάν γίνεται να κόψω αγορέ τα σγουρά μαλλιά μου, αν θα δείχνουν ωραία και αν θα στρώνουν καλά, ευχαριστώ εκ των προτέρων!

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα τούρκικα. Εναλλακτικά το μανούλι, ο κόμματος, το θεόμουνο που ξυπνά βαθιά συναισθήματα στο ισχυρό φύλο και αναφωνεί ερωτόλογα με πάθος ή και η τρυφερή προσφώνηση μάνας ή μπαμπά προς το παιδί τους.

- Γιαβρούμ τζουτζουκλέρι μ'! Τη μπάκα μ' ονειρεύεσαι, τα βράδια πασπατεύεσαι!

- Έλα δω τζουτζουκλαρίμ, ποιος σε πείραξε να τον ξλιάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του κοπιράιτ (copyright). Το υλικό (κείμενα ή πολυμέσα) που δεν υπάγονται σε νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε αριστερά/αναρχικά κείμενα και δείχνει τη δυνατότητα που υπάρχει για ελεύθερη διακίνηση αυτού του υλικού.

copyleft αναρχική συσπείρωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Προέρχεται από τον γνωστό ράπερ των Full Face, tiny jackal.

Συνήθως χρησιμοποιείται χαϊδευτικά, με την σημασία του «χαζούλη».
Αλλά δεν υπάρχει επίσημος ορισμός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιεσδήποτε περιπτώσεις που ο ομιλητής θεωρήσει ότι ταιριάζει.
Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κοροϊδία ή απέχθεια (ή απλά για να νευριάσουμε κάποιον) προς τον tiny jackal.

(Συνήθως αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται αυθόρμητα και πολλές φορές χωρίς κανένα νόημα, οπότε είναι δύσκολη η διατύπωση παραδείγματος)
1. - Πέρασε πριν αυτός ο ηλίθιος ο Τάκης;
- Ποίος; Ο τάινι τσακάλ;
- Χαχαχα, έλεος.

  1. - Τι ακούς στο κινητό ρε; Τάινι τσακάλ;
    - Έλα ρε μην τον κοροϊδεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified