Further tags

έλα εντάξει μωρέ...

- Είμαι άρρωστος.
- ela ducks 'more, θα γίνεις καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει στα γαλλικά «αυτό δεν είναι σλανγκ». Είναι το σύνθημα του σλανγκαρχίδη που θεωρεί ότι ένα λήμμα δεν είναι σλανγκ, αλλά mainstream.

Προέρχεται από τον Βέλγο ζωγράφο Rene Magritte, που όντας μεγάλος αστειάτορας, συνήθιζε να ζωγραφίζει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο αντικείμενα. λ.χ. ένα τραπέζι, και μετά να γράφει από κάτω ακριβώς «αυτό δεν είναι τραπέζι», για να ευαισθητοποιήσει τους θεατές ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον βλέπουμε. Βλ. τον σύνδεσμο στην Βικούλα για περισσότερα για τον προβληματισμό. Ο πιο διάσημος πίνακάς του είναι η «πίπα του Μαγκρίτ». Έχει ζωγραφίσει μια πίπα (αυτήν που δεν χύνεις) με άψογο ρεαλισμό, κι από κάτω έγραψε «αυτό δεν είναι πίπα» («ceci n'est pas une pipe»). Παραμένει αβέβαιο αν ήθελε να κάνει το σλανγκικό αστείο και να εννοήσει ότι πραγματική πίπα είναι αυτό ή αυτό. Πάντως, σήμερα για να τον εκδικηθούν συνηθίζουν να κάνουν κραυγαλέες αντιγραφές έργων του και να γράφουν από κάτω «αυτό δεν είναι Μαγκρίτ» («ceci n'est pas Magritte»).

Στο slang.gr η έκφραση χρησιμοποιείται από τον Vrastaman ως μια ένδειξη του σλανγκόμετρου, που είναι κάτω από την βάση. Έκτοτε χρησιμοποιείται αφενός από σλανγκαρχίδηδες, που στραβομουτσουνιάζουν όταν κάτι δεν τους φαίνεται σλανγκ. Και επίσης σε μήδια, που γίνονται λογοπαίγνια, δηλαδή βάζουμε ένα μήδι άσχετο με τον τίτλο του λήμματος, και γράφουμε «ceci n'est pas x».

Πηγή: Βικούλα, λήμματα σλανγκισμός, τσιμπούκι.

«Ceci n'est pas slang!», θα πει ένας σλανγκαρχίδης και με το δίκιο του!

Warning για ευαίσθητους σλανγκιστές, φιλοτεχνηθέν υπό Bubis. (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ξινομούνες μπουζουκογκόμενες που εργάζονται στα απανταχού Duty Free των αερολιμένων.

Καίτοι περιβάλλονται από πληθώρα προϊόντων καλλωπισμού, στερούνται πάσας πηγαίας ομορφιάς και σου κάθονται όλη την ώρα στο σβέρκο «Μπορώ να σας αξυπηρετήσω; (ένρινα)», «Εάν ο πρωκτός σας επιδίδεται σε πεολειχίες ασφαλώς και μπορείτε!»

Εξαιρέσεις υπάρχουν αλλά απλώς επιβεβαιώνουν.

Χρησιμοποιείται μόνον στον πληθυντικό.

- Ρε συ Χρήστο, μήπως είδες που είναι οι Azzaro;
- Χέσε με ρε με τις Azzaro! Ρώτα τις beauty free! Ώχου.... (...λοιπόν Talisker πήραμε...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1)Στα αρβανίτικα σημαίνει «φάε σκατά»!

2)Πολλοί του δίνουν την ερμηνεία «άντε να γαμήσουμε»! - από την παραποίηση του φεγγαριού στα αγγλικά (moon) καθώς και την κατάληξη -ακι μαζί με το ανα = ξανά, άντε!

1)-Πόσες φορές σου έχεις πει δεν κάνει να καπνίζεις...!
-Ρε άνα μουν που θα μου πεις τι να κάνω!

2)-Λοιπόν κορίτσια τι λέτε; Πάμε για ποτό;
-Ναι αμέ...
-Ωραία! Σταύρο είσαι μέσα;
-Φυσικά... άνα μουν!

Και 12 @@ και blue moon! (από Vrastaman, 22/02/09)

Βλ. και χάνα μούνου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος «ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ. Το όνομά του συμβολίζει το «ήλιος και θάλασσα» από το mer=θάλασσα, και soleil=ήλιος, και πράγματι ο ήλιος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διαπράξει την δολοφονία στο έργο, ουπς, το αποκάλυψα, και γενικά τον τυρανεί, ενώ η θάλασσα τον γαληνεύει. Τα υπόλοιπα θα σας τα πει η Βικούλα εδώ.

Σλανγκιστί, είναι ένας τρόπος να πεις «ευχαριστώ» σε σπέκια και αστερίες συσλαγκιστών, που είναι ακόμη πιο σλανγκ, γιατί δείχνει κι ότι έχεις μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο. Η σειρά πάει:
ευχαριστώ< μερσί < μερσώ < Meursault.

Υπάρχει και κρασί με το ίδιο όνομα. Χρήση αυτού του όρου δεν παρατηρείται εκτός του slang.gr, αλλά στα τρία ή δώδεκά μας...

Πηγή: Λήμμα μερσώ και διάσπαρτα σχόλια.

-Αστρασπέκια! Ευ καβουροσλανγκόσαυρε αγαθέ και πιστέ, περισυνέλεξες κι άλλη λημματολάσπη!
-Meursault!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοσουηδική προσβολή. Εκ του «Gå och knulla (dig själv) » = «Άντε και γμήσυ» και του self-explanatory «μωρή τσούλα». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκδηλώσει το μίσος και την απέχθεια προς Ελλεεινίδα ή Σουηδανέζα που δεν μας έκατσε. Προσοχή στην δεύτερη περίπτωση: είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα αν εκτοξευθεί εναντίον κοπέλας με γνώσεις Βαράτε.

- Du är en bra vän men jag älskar dig inte...
- Γκοοκνούλα μωρή τσούλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.

Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.

Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.

Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.

Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)

- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)

Η Μυρτώ και του Κουνουπάκι (από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νot bad, που λένε. Όχι και τόσο κακό... από το γαλλικό pas mal. Κατά προτίμηση το λέμε δις (πα μαλ, πα μαλ!...) με κούνημα του κεφαλιού που σημαίνει «αμέ, γιατί όχι;» . Διπλωματική και διφορούμενη απάντηση όταν μας ρωτάνε αν κάτι μας άρεσε. Στην αρνητική του διάσταση αντιστοιχεί με δικό μας «νταξ μωρέ...»

- Πώς σου φάνηκε ο Στέλιος;
- Πα μαλ, πα μαλ!

Πα μαλ πα μαλ (από Vrastaman, 23/02/09)

βλ. και 'ν'ν' κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική φράση αντίστοιχη της ελληνικής: «Μπρίκια κολλάμε;»

- Καλά φίλε, όλοι λένε ότι το μαγαζί μας γαμάει!!!
- Εεεεμ τι;; Are we gluing coffee pots ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified