Further tags

Εκ του [σπαμ] (αγγλ.>spam), το ρήμα σπαμάρω σημαίνει ότι επιδίδομαι στην πρακτική του σπαμαρίσματος, το οποίο στον διαδικτυακό λόγο έχεις τις εξής σημασίες:

  1. Σπαμάρω ίσον κάνω μαζική αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τύπου σπαμ / spam. Ήτοι, σπαμαρχιδιάζω.

  2. Σε περιβάλλον τύπου φόρουμ, ιστολογίου, ιστοσελίδων που παρέχουν δυνατότητα σχολιασμού και ιστοτόπους ευρύτερης κοινωνικής δικτύωσης, το σπαμάρω έχει συν τοις άλλοις πάρει την έννοια του τρολάρω/ τρολιάζω, όπερ σημαίνει ότι αναρτώ οφ-τόπικ μηνύματα σπάζοντας τη συνοχή της ηλεκτρονικής συζήτησης και τα νεύρα των διαδικτυακών συνομιλητών μου ανοίγοντας συζήτηση μέσα στη συζήτηση. Η ειδοποιός διαφορά του σπαμαρίσματος από το τρολάρισμα έγκειται στ' ότι το σπαμάρισμα είναι και καλά πιο διακριτικό και δεν εκτελείται με άμεσα αντιληπτό (από τους άλλους) στόχο να προσβληθούν οι συνομιλητές (π.χ. το σπαμάρισμα μπορεί να αφορά κάτι άσχετο με την υπό εξέλιξη συζήτηση, παρατιθέμενο ως άχρηστη πληροφορία ή εσωτερικό αστείο, ερώτηση με άσχετο ως προς εκείνη τη στιγμή ζήτημα ή ό,τι). Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου το σπαμάρισμα μπορεί όντως να μη γίνεται κακόβουλα, ασχέτως βέβαια με τ' ότι η πιο συχνή κατάληξη είναι οι εκατέρωθεν βρισιές, τα e-ξεκατινιάσματα και τα ηλεξεμαλλιάσματα. Είτε δημοσίως, είτε μέσω πιμί.

Με τη σημασία αυτή το σπαμάρω ενίοτε εμφανίζεται και στον καθημερινό, εκτός διαδικτύου λόγο, ιδιαίτερα σε περιστάσεις όπου η συζήτηση αρχίδει και κουράδει, ή όπου χρειάζεται οπωσδήποτε αλλαγή θέματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σπαμάρισμα αποδεικνύεται πραγματικά σωτήριο.

  1. ρε συ, για μένα είναι ξεκάθαρο: όταν ποστάρει κάποιος/α μια εκδήλωση στο ημερολόγιο, το thread προσφέρεται για να ρωτήσετε για την εκδήλωση καθαυτή, και όχι γιατί πόσταρε, η αν δουλεύει σε διαφημιστικΥ. εΚΣηγησε μου εαν θες, τι δεν καταλαβα, οπως και το 'για μια ακομα φορα...' - εαν προτιμας, μεσω πμ, να μην σπαμάρουμε και το 8εμα. (Από εδώ)

  2. Το ποστ είναι ειρωνικό ή είσαι όντως τόσο χαζός; Kαι σε πμ δέχομαι απάντηση να μην σπαμάρουμε. (Από εδώ)

  3. Βέβαια θα μου πεις η άλλη η τρελλαμένη έκανε 3-4 νίκ για να μας σπαμάρει με ωριαίες « σήμερα ο αγαπημένος μου είχε ευκοίλια ή δυσκοίλια; έφαγε σοκολάτα γάλακτος ή μπίττερ; »
    Επομένως ίσως και να είναι κάποιο μικρό σε ηλικία άτομο - σε αυτήν την περίπτωση δεν θα ήθελα να επεκταθώ άλλο γιατί κάποια ποστς είναι επισφαλή αλλά δημιουργεί μία έντονη εντύπωση που την κρατάω φυσικά για μένα καθώς η κοινοποίησή της δεν θα ωφελήσει κανέναν και τίποτα. (Από εδώ)

3.θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
θα σπαμάρω μέχρι να απαντήσει κάποιος
(...) (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Προέρχεται από τον γνωστό ράπερ των Full Face, tiny jackal.

Συνήθως χρησιμοποιείται χαϊδευτικά, με την σημασία του «χαζούλη».
Αλλά δεν υπάρχει επίσημος ορισμός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιεσδήποτε περιπτώσεις που ο ομιλητής θεωρήσει ότι ταιριάζει.
Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κοροϊδία ή απέχθεια (ή απλά για να νευριάσουμε κάποιον) προς τον tiny jackal.

(Συνήθως αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται αυθόρμητα και πολλές φορές χωρίς κανένα νόημα, οπότε είναι δύσκολη η διατύπωση παραδείγματος)
1. - Πέρασε πριν αυτός ο ηλίθιος ο Τάκης;
- Ποίος; Ο τάινι τσακάλ;
- Χαχαχα, έλεος.

  1. - Τι ακούς στο κινητό ρε; Τάινι τσακάλ;
    - Έλα ρε μην τον κοροϊδεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του κοπιράιτ (copyright). Το υλικό (κείμενα ή πολυμέσα) που δεν υπάγονται σε νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε αριστερά/αναρχικά κείμενα και δείχνει τη δυνατότητα που υπάρχει για ελεύθερη διακίνηση αυτού του υλικού.

copyleft αναρχική συσπείρωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα τούρκικα. Εναλλακτικά το μανούλι, ο κόμματος, το θεόμουνο που ξυπνά βαθιά συναισθήματα στο ισχυρό φύλο και αναφωνεί ερωτόλογα με πάθος ή και η τρυφερή προσφώνηση μάνας ή μπαμπά προς το παιδί τους.

- Γιαβρούμ τζουτζουκλέρι μ'! Τη μπάκα μ' ονειρεύεσαι, τα βράδια πασπατεύεσαι!

- Έλα δω τζουτζουκλαρίμ, ποιος σε πείραξε να τον ξλιάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγορίστικο, α λα γκαρσόν. Λέγεται μόνο για το μαλλί της γυναίκας, όταν είναι κοντοκουρεμένο και θυμίζει αγόρι. Δεν είναι λεσβέ, είναι κούρεμα πιο ανάλαφρο, λιγότερο αυστηρό και δεν αποτελεί σήμα κατατεθέν σεξουαλικής προτίμησης.

Η κατάληξη κάνει τη λέξη πιο μοδάτη από την απλή «αγορίστικο» ή την παλιά «α λα γκαρσόν».

  1. Έχετε δει την Σίσσυ Χρηστίδου με αγορέ μαλλιά; Όχι... Δεν χάνετε και τίποτα...

  2. καλησπέρα! θα ήθελα να μάθω εάν γίνεται να κόψω αγορέ τα σγουρά μαλλιά μου, αν θα δείχνουν ωραία και αν θα στρώνουν καλά, ευχαριστώ εκ των προτέρων!

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γαλλικό τύπο πολεμικού αεροσκάφους, αλλά αναφέρεται στην καθημερινότητα σαν τα σημαντικά πρόσωπα (βεντέτες) μιας ομάδας, μιας παρέας κτλ. Ο ορισμός αποδίδεται στο Γιώργο Τράγκα.

Τράγκας: Τα ραφάλ του σταθμού μας Ο Νίκος Χατζηνικολαόυ και η Κάτια Μακρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified