Further tags

Ένα τσιγάρο μάρκας «Lucky Strike». Τα Lucky Strike έκαναν πάταγο σε πωλήσεις στην Αμερική το 1930, και όπως βλέπουμε ακόμα και σήμερα πολλοί καπνιστές στην Ελλάδα τα προτιμούν. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του β' Παγκοσμίου πολέμου, τα τσιγάρα Lucky Strike είχαν και 1 τσιγάρο με χασίς ανάμεσα στα 20 κανονικά, εξού και το όνομα.

- Ρε Τάσο, έχεις τσιγάρα;
- Ναι ρε φίλε, τσίμπα ένα λακιστράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παλτό που κουμπώνει σαν καπαρντίνα αλλά φτάνει μόνο μέχρι τη μέση.

Η γιαγιά μου, μοδίστρα το επάγγελμα, έλεγε ότι όνομά του το οφείλει στον Βρετανό στρατηγό ο οποίος κάποτε έκοψε ένα στρατιωτικό παλτό μέχρι τη μέση για να μην τον εμποδίζει.

Δεν θα έλεγα ότι λείπουν από τη ντουλάπα μου, αλλά με τρώει το χέρι μου να κάνω click και να παραγγείλω ένα λαχταριστό κοντό μοντγκόμερι που είδα σε λευκό.

"Νομίζω ότι τα κουμπιά που φαίνονται είναι υποχρεωτικά για να αποκαλείται ένα παλτό Μοντγκόμερι;" (από earendil_ath, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απίστευτος τίτλος ελληνικής ερωτικής ταινίας. Η ευρηματικότητα του «τιτλάκια» (αυτός που ονοματίζει τις τσόντες), χτυπάει χαλαρά κόφτη σε Evo !!.... Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο του και το χρησιμοποιούμε και σαν mantra για να (χαμο)γελάμε στις δύσκολες στιγμές μας!!!

«Η Ξαδέρφη μου απ' το Μπόστον και ο Φίλος μου ο Χώστον» !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μπασκετική ορολογία, σημαίνει κλέβω τη μπάλα από τον αντίπαλο - αρκετά όμοια με την κανονική σημασία της κλοπής. Παρ' όλα αυτά, ο όρος χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο μπάσκετ για το κλέψιμο μέσα από τα χέρια του αντιπάλου, την ώρα δηλαδή που ντριμπλάρει.

Χρησιμοποιείται σε αυτό το context για να υποδηλώσει ότι τον έκανες ρόμπα με αυτό το κλέψιμο - σε αντίθεση π.χ. με ένα κλέψιμο που προέρχεται από παρέμβαση σε απρόσεκτη πάσα.

Το ίδιο το κλέψιμο αναφέρεται φυσικά ως «φέρμα».

Αν μου πουλήσεις εξυπνάδα κάνω φέρμα, τη μπάλα και φεύγω στην επίθεση σφαίρα. (Tang-Ram)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δίκτυο ομοφυλοφίλων, τα κοινωνικά, επαγγελματικά, αλλά και απαραιτήτως σεξουαλικά αλισβερίσια μξ τους, οι γνωριμίες, τα κονέ τους. Επίσης (και κυρίως) ο γκέης που ασχολείται με αυτά, το γκέι λαδωτήρι.

Δεν βγάζει αποτελέσματα ο γούγλης αλλά λέγεται ευρέως (και μξ ομοφυλοφίλων).

Βλ. και ίντερπουστ.

- Μην τον βλέπεις έτσι μαζεμένο, ο τύπος έχει πολλές επαφές και γνωριμίες. - Μάστα, πουστ κονέξιον δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κονέ μξ ομοφυλοφίλων, δικτύωση, με βλέψη κυρίως στα επαγγελματικά. Δική τους λέξη.

Βλ. και πουστ κονέξιον.

- Χώθηκε πάλι ο Τάκης το πουλάκι μου. Βολεύτηκε, είδες;
- Ίντερπουστ μάι ντήαρ, τι νόμιζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.

Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς, τίγκα, απολύτως, τέζα. Από το αγγλικό full -και μάλλον μπήκε στη γλώσσα μας από τον όρο του χαρτοπαιγνίου (φουλ του άσσου κι έτς).

Παράγωγες εκφράσεις: «στο φουλ»: όσο δε μπάει άλλο
«φουλ τα γκάζια», δηλαδή, πέρα από το κυριολεκτικό (σανιδώνω κλπ): σε φουλ εγρήγορση. Κάποιο καυλόγκαζο του σάη ας το κάνει αυτόνομο λήμμα περδικαλώ, ευχαριστώ.

  1. - Θες άλλο;
    - Ευχαριστώ όχι, είμαι φουλ.

  2. - Το γεμίζω;
    - Φουλ.

  3. - Ο Τάκης καλά;
    - Φουλ ερωτευμένος. Τον έχουμε χάσει τελείως.

  4. Σε φουλ ρυθμούς Ίβιτς, Έτο...

  5. Ερωτικα βοηθηματα για απόλαυση στο φουλ!

(παραδείγματα δανεικά και μη)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι φουλ κιτς. Η κατάληξη -άτος ελληνοποιεί και σλανγκοποιεί τη λέξη.

Υπερθετικό: καρακιτσαριό

  1. ...καρφάκι δεν μου καίγεται αν είσαι κιτσάτος ή μπαλαλάικα... τι έχουνε δηλαδή οι λαϊκογκόμενες και τα γκαραζότεκνα... μια χαρά είσαι...

  2. ...πλακόστρωτο δάπεδο, ένας γύψινος κιτσάτος Βούδας στην είσοδο και τρία λαχταριστά πλάσματα γένους θηλυκού (ζωντανά αυτά)...

  3. Όποιος εδώ μέσα είναι κιτσάτος, ας έχει κιτσάτη υπογραφή. Όλοι οι υπόλοιποι φροντίστε να ακολουθείτε τις βασικές αρχές της φορουμικής καλαισθησίας.

  4. ...στον κυριακατικο μπουφε και να φαει μεχρι σκασμου...πολυ καλο σερβις και ο χωρος κιτσατος, οπως αρμοζει σε ενα τετοιου υφους εστιατοριο!

από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published