Further tags

Ο κοκάκιας που κάνει μυτιές και μύτινγκ, δηλαδή εισρόφηση από την μύτη.

Στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης , ο Ηλίας Πετρόπουλος διασώζει και την μουσειακή λέξη ρινάκιας, εκ του ἡ ῥὶς- τῆς ῥινὸς = η μύτη στα αρχαία, την οποία με την σειρά μου θα ήθελα να διασώσω για τον ιστορικό του μέλλοντος.

Για έναν τεκμηριωμένο ορισμό με υποδηλώσεις / συνδηλώσεις, δες κοκάκιας.

Απ' το φατσοβιβλίο:

k ola ayta ta ypografei o mytakias DJ NOSE...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.

Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.

Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την πρέζα και το κόβω.

Το άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση υστερίας και παράκρουσης για τους ίδιους ή άλλους λόγους με κάποιον που κόβει την πρέζα.

Ρε μαλάκα τον είδες; Σαν πρεζονοκόφτης ήτανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.

Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.

Βλ. σχόλιο Δελιολάνη (από Khan, 29/07/13)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Albanozi (;) > nozi = νόζι.

Με την λέξη αυτή περιγράφουμε δυο πράγματα.

  1. Τον άνθρωπο που κατάγεται από την γειτονική Αλβανία. Δεν είναι ρατσιστικό και μπορεί να ειπωθεί ελεύθερα.

  2. Τον μπάφο εξ Αλβανίας. Συνήθως χείριστης ποιότητας, κατουρημένος, ξερός, αλλά με ένα μεγάλο ατού: την τιμή του, αφού μπορούμε να βρούμε και με 3 ευρώ το τζι. Αυτό το κάνει ιδιαίτερα δημοφιλές σε νεαρά άτομα που δεν έχουν μεγάλο budget.

  1. - Ο Κλόντι ο νόζις που πήγε;
    - Πήρε τον Έντρι και πήγαν για κάποια δουλειά μου είπαν...

  2. Κλόντι: -Έφερα νόζι σήμερα... Έλα να πιούμε!
    Έντρι: - Ο τεκίφσα κούρβεν μαμαπίδιν! Πράμα από πατρίδα!

βλ. και αλβανό, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified