Selected tags

Further tags

Το μαλακό πακέτο μάρλμπορο. Κατάλληλο για κωλόμπαρα όπου συχνάζουν μόνο πρώην φυλακισμένοι με τατουάζ της πούτσας.

3ο πακέτο καύλορο από το πρωί και το στόμα δηλητήριο.

βλ. και Μάλμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμαχισμός δια δαγκώματος του κατεργασμένου χασίς (μαύρο), ο οποίος ισοδυναμούσε με πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης (πώληση ή ανταλλαγή ή χάρισμα) του χασίς. Σλανγκιά που δεν πολυχρησιμοποιείται πια, είναι dated, καθώς υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τεμαχισμού.

- Πόσο θες για μια δοντιά από αυτό;
- Φίλε είναι καϊνάρι, για σένα ένα δεκαρικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς προέλευσης από το Αφγανιστάν, κατά αντιστοιχία προς λ.χ. πολύτιμα κρασιά που παράγονται σε κάποιο σπουδαίο κτήμα. Λεγόταν περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν περισσότερο στην επικαιρότητα ο καταζητούμενος στο Αφγανιστάν Osama bin Laden, ο οποίος βεβαίως ακόμη την απασχολεί παραμένοντας ασύλληπτος.

Είναι καλό πράμα, κτήμα Οσάμα σου λέω...

(από Khan, 15/02/11)(από Vrastaman, 25/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριοζούμι, δηλαδή αποσταγμένο ζουμί από κοριούς είναι ένας μειωτικός αστειατόρικος χαρακτηρισμός για διάφορα υγρά, των οποίων αμφισβητούμε την ποιότητα της σύστασης.

Κυρίως για τα εξής:

  1. Ειδικά για το ουίσκι. Άλλοτε χαρακτηρίζεται γενικά το ουίσκι ως κοριοζούμι, για να υποτιμηθεί σε σχέση με άλλα ποτά, ενώ άλλοτε ως κοριοζούμι αναφέρεται η κακή ποιότητα ουίσκι. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο όρος κοριοζούμι χρησιμοποιείται κυρίως για το ουίσκι.

  2. Για αλκοολούχα ποτά κακής ποιότητας, για ξίδια.

  3. Για θεραπευτικά σκευάσματα και αλοιφές συχνά εναλλακτικής ιατρικής, για να τα στιγματίσουμε ως κομπογιαννίτικα (κομβοϊωαννίτικα κατά Χότζα).

Πρβλ. και σκόνη για κορέους.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Ως ουίσκι:
    α. Το red για μένα είναι «κοριοζούμι» ... είμαι λίγο μυστήριος διότι είναι μικρή η ζωή για κακό ουίσκι. (Whiskyforum.gr).

β. To σεξουαλικό αντίστοιχο είναι «πηδάει τη γυναίκα του ιεραποστολικά κάθε σάββατο απόγεμα». Και για το κοριοζούμι πάλι δε σε πιάνω, σ αρέσει η γεύση στο πρώτο, δεύτερο, άντε τρίτο ποτήρι και μετά σου ξυνίζει; Δε γίνεται. Με την αλκοολικιά τι παίχτηκε, πήδηξες ή ου; Τι θα πει δε μπορείς να πιείς υπερβολικά πολύ για να μεθύσεις; (Phorum.gr).

γ. Κατι σαν το ουισκυ....κοριοζουμι απο την αρχη ...αστα να πανε
Ενω η τσικουδια εχει μεσα τηs αυτο το κατι ...σε τραβαει σε κανει ενα με το κεφι το ...ουισκυ τι να σου κανει;;; Αγγλοι χλεχλεδεs μπλιαχ....οι βρωμαδερφεs εκει... (bourdela.com).

  1. Ως άλλα ποτά:

α. Δεν με δουλεύουν οι άσχετοι της Achel που ξαφνικά είδαν ότι μπορούν να βγάλουν χρήμα πουλώντας μοναστηριακή μπύρα, γιατί έχει γίνει της μόδας και αποφάσισαν να εμφιαλώσουν το κοριοζούμι που έπιναν αυτοί χρόνια στην αυλή του μοναστηριού. Και προσωπικά δεν συμμερίζομαι κανέναν Αδελφός Thomas και Αδελφός Antoine … το αποτέλεσμα με ενδιαφέρει, που είναι μια ξιδόμπυρα. (Εδώ).

  1. Ως θεραπευτικό σκεύασμα ή αλοιφή:

α. Μα καλά ρε φίλε, άν είχα υγειηνή διατροφή και άσκηση ποιός ο λόγος να πάρω το κοριοζούμι που με ταίζεις; (Εδώ).

β. Αμα εσύ τον θές πολύ κ κάνεις κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση οτι θα πέσει τότε κ με κοριοζούμι να τον αλείψεις πάλι τα ίδια αποτελέσματα θα έχεις.Προφανώς αυτό είναι κάποιο είδος μέντας.Εσύ παρε μέντα απλή+αμυγδαλέλαιο ή λάδι ζοζομπά κ τριφτον! (Θεοσοφία).

(από Khan, 16/02/11)Koriozoumi (από malakia, 20/04/11)

Βλέπε και αγροτικό, θήβας ρήγκαλ, λιωσέ κουέρβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.

Πάσα: Χότζας.

Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...

(από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός, που αναφέρεται ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά σε κάθε «τελευταίο τσιγάρο», που καπνίζει κάποιος, μετά από δήλωσή του ότι θα το κόψει το ρημάδι...

  1. -Κέρνα ένα τσιγαράκι ρε φίλος!
    -Καλά, εσύ δεν το’ χεις κόψει;
    -Ε, απ’ τα κομμένα καπνίζω...

(Στο περίπτερο της γειτονιάς):

-Πού ’σαι μάστορα, πιάσε ένα Άσσος μαλακό!
-Απ’ τα κομμένα;
-Βρε δώσε εκεί κι άσ’ τα δικά σου τώρα...
-Να χαρώ εγώ ένα λεβέντη με πυγμή!
-Πληρώνεσαι; Για κάνε μας τη χάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπεκρούλιακας, η μπέκρα, όχι απλώς αυτός που πίνει ξίδια φού και φού, αλλά ο αλκοολικός με τη στάμπα, που πίνει, ό,τι.

  1. Αυτός είναι ξιδάκιας ρε, έρχεται σε οργασμό και με οξυζενέ.

  2. Eνας άλλος που θ'ασχολιότανε τώρα, θα έπρεπε να γράψει και για τη συμπεριφορά όσων πίνουν με βάση τα ποτά. Aλλιώς είναι ο ουισκάκιας, αλλιώς ο ξιδάκιας, αλλιώς αυτός που πίνει ούζα.

  3. Ωραίος τύπος! Μοναδικός στη φάση του, ξιδάκιας τρελός φίλε. Μπράβο του.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική κούραση μετά από μέθη με ντόπιο (σπιτικό) κρασί.

Συνήθως τη λέμε τονίζοντας την τελευταία συλλαβή (τσουμπαλααααά). Επίσης πολύ νόστιμο είναι το περιβόητο «σουφλέ με γεύση τσουμπαλά», το οποίο προετοιμάζεται όπως ένα κανονικό σουφλέ, προσθέτοντας όμως στο τέλος δυο τρεις σταγόνες ντόπιου κρασιού τσουμπαλά.

Σε περιπτώσεις οινοποσίας που πραγματοποιούνται σε Latin πάρτυ, η λέξη αλλάζει σε τσουμπαλέιρο.

- Πώς πάει Μήτσο; Είσαι καλά; Φαίνεσαι ξενυχτισμένος.
- Άσ΄τα. Τσουμπαλαααά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολούμπρα είναι η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει διάρροια και έμετος ταυτόχρονα... Όταν, δηλαδή, είσαι στην τουαλέτα και δεν ξέρεις τι να κάνεις... Να κάτσεις; Να την αγκαλιάσεις; Πρόκειται για φοβερό δίλημμα, κάπως όπως όταν πρωτοαντικρίζεις το μόριο του αγαπημένου σου! Να τον αρπάξω; Να διστάσω;

Συνήθως προκαλείται από κατάποση γενναίων ποσοτήτων αλκοόλης σε συνδυασμό με τσιγάρα...

- Τι κάνεις, ρε μαλάκα, δυο ώρες στην τουαλέτα;
- Ασε φίλε, έπαθα κολούμπρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified