Selected tags

Further tags

Λέξη η οποία ήταν σε χρήση από νεαρούς τουλάχιστον στο κέντρο της Αθήνας γύρω στο 1980. Πρόκειται για τη γνωστή πρακτική της εισπνοής αναθυμιάσεων βενζίνης, οι οποίες :

α) Προσφέρουν στον χρήστη μια αισχρή κατά τα φαινόμενα μαστούρα.
β) Του εξασφαλίζουν ένα φρικτό πονοκέφαλο άφτερ.
γ) Του ξεροτηγανίζουν τον εγκέφαλο, εξισώνοντάς τον διανοητικώς με οπαδό του δικομματισμού (στην καλύτερη των περιπτώσεων).

....παίρνεις ένα φουλάρι, το βουτάς στη βενζίνη, το κολλάς στη μύτη κι αρχίζεις να παίρνεις βαθιές ανάσες....έχω κάνει τρεις τζούνες κι έχω πέσει ξερός, οπότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι γκόμενες ρε μαλάκα.....

(περιγραφή του 15χρονου χρήστη Γ.Τ. στον λημματογράφο, εν έτει 1980).

Δεν είναι κακή ταινία. (από Mr. Cadmus, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Επέμβαση by-pass, ημιμαθώς. Συνήθως διπλό.

- Άστα Γιωργία μου.
- Τι;
- Ο Χρήστος δε μου φαίνεται και πολύ σόι [sic].
- Τι καλέ; - Τον βλέπω μέσα για διπλό μπάι μπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλύτερη ποικιλία χασίς.

- Ε, Μιχάλη, τά 'μαθες για το μαύρο που ο Μπαρμπα-Γιάννης έφερε από την Ιτέα; Θα τη βρεις μόνο με δυο ρουφηξιές, μου είπανε.
- Το καλύτερο τούρκικο χασίσι είναι το Προυσαλιό. Ξηλώνεσαι κάπως παραπάνω, αλλά τ' αξίζει. Το καπνίζω από πιτσιρικάς. Τύφλα νάχουν όλα τάλλα.

Καφέ της χαράς... Μαριώ.... Μεγάλη Σαρακοστή και.... μαυράκι προυσαλιώτικο (2:56... ) (από GATZMAN, 19/03/12)Προς το Χάρο (στο 3.35): "Πάρε δυο δράμια Προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο και δώσε να φουμάρουνε τ\' αδέλφια μας κει κάτω". (από Khan, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι εμπορικές ονομασίες όμως είναι συνήθως μακρόσυρτες και δυσνόητες και τελειώνουν σε -εξ χρησιμοποιείται ο όρος για να δηλώσει φάρμακο για αποβολή. Εναλλακτικά το χάπι της επόμενης μέρας.

Προς φαρμακοποιό: «Κανα αποβολέξ έχετε;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι.

Έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από λέξεις που συνδυάζουν το γράμμα ζ με ένα γαλλικό ηχόχρωμα (ζάντα, ζαμπόν, ζουζού, ζαπρέ).

Η γαλλική γλώσσα καθώς και ο γαλλικός πολιτισμός κατέχουν μια αμφίσημη θέση στη συνείδηση του λαού μας. Από τη μία η γαλλική εκπαίδευση και κουλτούρα έχουν μια υψηλή αξιολογική θέση στα μάτια της κοινωνίας από την άλλη όμως αποτελούν και ένα μπέρδεμα. Σαν αυτό που πάθαινε ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν προσπαθούσε να περιγράψει το προφιτερόλ στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο».

Οι Χατζηφραγκέτα που εισάγουν τη λέξη στο ευρύ κοινό έρχονται να φωτίσουν αυτή τη σχισμή που το ντοκτορά και το ζεζαλιζέ είναι τα δύο ακραία της σημεία.

Διαβάζει η Μαρία συνεχώς Καστοριάδη
αυτή θα κάνει διατριβή κι εγώ βαθιά στον Άδη
μήπως παίζει καμιά ζεζαλιζέ γι' αυτό το βράδυ;

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση του ονόματος της γνωστής μάρκας ουίσκι «Johnnie Walker».

Μεθυσμένος στο μπαρ: «Καάστημα, χικ, βάλε έναν αόμα Περπατόγιαννο!»
Μπάρμαν: «Μωρέ, εγώ να βάλω. Εσύ έχεις να με πληρώσεις;»

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified