Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.
Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.
- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.
Got a better definition? Add it!
Παράπλευρη συνέπεια της υπεκατανάλωσης μπύρας. Πέρα από τον Κανόνα του Ψιλού (κάθε λίτρο μπύρας ισούται με τουλάχιστον 2 επισκέψεις στα ουρητήρια-η συχνότητα των επισκέψεων αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), η μπύρα δημιουργεί επιπλοκές και στην εντερική λειτουργία.
Η επίδραση του μπυροκλανιού δεν είναι τόσο άμεση όσο η εμφάνιση του Κανόνα, παρ'όλα αυτά, γίνεται αισθητή ως αποτέλεσμα το αργότερο την επόμενη μέρα, όταν διπλώνεται ο μπυροκλάνων στο WC και κωλύεται να εκφραστεί. Ή εκφράζεται σπασμωδικά και με δυσκολία στην εκφορά των εκφράσεων. Και δεν εκφράζεται όσο καθαρά θα ήθελε. Γενικώς, χέσε μέσα.
Ο: Ρε μαλάκα τι έπαθες; Μια ώρα είσαι εκεί μέσα--
(ανοίγει η πόρτα, ο Κ εξέρχεται με μια γκριμάτσα δυσφορίας)
Ο: Τι βρωμάει έτσι ρε; Πω πω... Τι μπυροκλάνι έριξες!
Κ: Άστα.. 6 πεντακοσάρες βαρελίσιες ήπιαμε με τον Τάκη χθες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.
- Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
- Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.
Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!
Got a better definition? Add it!
Published
Νεόκοπη απόδοση του αγγλικάνικου ρήματος to vape, το να φουμάρω δηλαδής ηλεκτρονικό τσιγάρο (άκα ατμοποιητή).
Οι ατμιστές ηλεκτρονικών καβλιτζεκίωνε έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια υποτυπώδη αργκό. Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (πυκνότητα του ατμού). Ο «βαθμός ευφορίας» που τους προκαλεί μια τζούρα (πόσο έντονα δηλαδή νοιώθουν οι ατμιστές στα σωθικά τους αυτό που αισθανόταν ως καπνιστές) αποκαλείται χτύπημα (σ.ς.: παπάρια μάντολες). Κι άλλα, εισέτι αχαρτογράφητα (βλ. π.χ. εδώ).
1.
6 τσιγάρα σε 25 ημέρες. Αυτή είναι η απάντησή μου στο χαρτί Α4 που (μου) κόλλησαν στο καπνιστήριο με τίτλο «Απαγορεύεται το άτμισμα» οι αγανακτισμένοι καπνιστές. Αγανακτισμένοι, γιατί όπως κι εγώ πριν από κάνα μήνα, αδυνατούσα να δεχθώ ότι μπορείς να κόψεις (ή να μειώσεις τέλος πάντων) το κάπνισμα με ένα USB Stick που αντί για ΜΒ κουβαλάει πάνω του υγρή νικοτίνη.
2.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΤΜΙΣΤΗΣ; ΚΛΙΚ ΕΔΩ
3.
Φιλε Κωστα αυτη τη στιγμη ατμιζω μια καλοφτιαγμενη μηλοπιτα που πιστεψε με μονο ασχημη αισθηση δεν μου αφηνει...αλλωστε τι ειναι αυτο που να μπορει να αφησει πιο απαισια αισθηση στα πνευμονια απο τον καπνο του τσιγαρου;;;
Got a better definition? Add it!
Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.
Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).
Από εδώ:
Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]
Got a better definition? Add it!
Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.
Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.
1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.
2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.
3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.
- Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
- Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)
(στη σχολή)
- Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
- Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.
Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:
- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.
Got a better definition? Add it!
Η βελόνα, αρχικά, της σύριγγας της ινσουλίνης η οποία χρησιμοποιείται για τη χρήση ηρωίνης, μετέπειτα η ίδια η σύριγγα, κι αυτό γιατί:
1: η βελόνα της είναι τόσο λεπτή σχεδόν όσο μία πευκοβελόνα
2: ακόμα πριν η Ομόνοια γίνει τόσο ...πολυσύχναστη, η πλειοψηφία των χρηστών έκανε χρήση σε πάρκα, τα οποία ως γνωστόν, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να μην έχουν πεύκα, καθώς το πεύκο είναι ανθεκτικό δέντρο στην ξηρασία και στον αέρα, ό,τι πρέπει για το ελληνικό κλίμα. Οι πευκοβελόνες (των πεύκων) ήταν συνήθως εκείνες που κάλυπταν σχεδόν όλο το πάρκο, το όποιο πάρκο, διότι πέφτουν και είναι ...πολλές. Το καλυμμένο από πευκοβελόνες πάρκο ήταν το αγαπημένο των παιδιών και των μαμάδων (μιλάμε για πολύυ παλιά) καθώς οι πευκοβελόνες προσφέρουν ένα απαλό κάθισμα στα παιδιά και προστατεύουν από την υγρασία και το χώμα. Οι πευκοβελόνες επίσης είναι οι αγαπημένες των αστέγων, για τον ίδιο λόγο. Όταν τα πάρκα γέμισαν με χρήστες, οι πεσμένες σύριγγες πολλαπλασιάστηκαν, και καθώς βρίσκονται πάνω και ανάμεσα στις κανονικές πευκοβελόνες, οι ίδιες οι σύριγγες είναι πια εκείνες που προστατεύουν τους αστέγους από την υγρασία τα βράδια (τα παιδιά; ποια παιδιά;). Και η γαμημένη η βελόνα είναι τόσο λεπτή... Όσο μια πευκοβελόνα...
«περνούν εικόνες βροχή πάνω απ' τα μάτια μου, πάνω στα χείλη μου πέφτουν σταγόνες, χημείες, πάνε χειμώνες, παγωμένοι χειμώνες, που με βρήκανε τη νύχτα κάτω απ' τις πευκοβελόνες»
εδώ
Got a better definition? Add it!