Οι εναλλακτικές μέθοδοι ψυχοθεραπείας που έχουν να κάνουν με κατασκευή εργόχειρου-κεράκια-ρούχα για μεσήλικες κυρίες (πρώην χίπισσες συνήθως)
- Χάθηκε η Σούζη, τι να κάνει;
- Άσε, το χει ρίξει στο πλεξοτανίλ τελευταία.
Οι εναλλακτικές μέθοδοι ψυχοθεραπείας που έχουν να κάνουν με κατασκευή εργόχειρου-κεράκια-ρούχα για μεσήλικες κυρίες (πρώην χίπισσες συνήθως)
- Χάθηκε η Σούζη, τι να κάνει;
- Άσε, το χει ρίξει στο πλεξοτανίλ τελευταία.
Got a better definition? Add it!
Στη ναρκοσλάνγκ (ιδίως την παλιότερη) το ξεροτσίμπουκο είναι τρόπος καπνίσματος χασίς σε πίπα, παρόμοιος με το κάπνισμα του (νεότερου) κρακ, κατ' αντιδιαστολή με την υγρό ναργιλέ. Επίσης και το σχετικό εργαλείο.
Θεωρείται ότι έχει καλύτερο και ταχύτερο άκουσμα, γιατί το χασίσι μπαίνει σκέτο χωρίς την ανάμειξη με καπνό.
Το πρόθεμα ξερο- έχει να κάνει και με τη ξηρότητα - καϊλα που αφήνει στο στόμα και το λαιμό.
Got a better definition? Add it!
Η αντίδραση του άμαθου στο αλκοόλ, μόλις πιει δυνατό ποτό: τινάζει το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν βρεγμένος σκύλος, πλαταγιάζοντας ταυτόχρονα τα χείλη του σαν καμήλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.
Γράφεται και χαγκόβερ.
Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).
24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)
Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)
Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)
Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)
Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Η κλασική ατάκα από τα πρεζάκια που γυρεύουν χρήματα για τη δόση τους. Από το 2000 ανέβηκε προς τα πάνω σε ένα Ευρώ, αλλά το κατοστάρικο έχει μείνει στο μυαλό μας.
- Φίλε έχεις μήπως ένα κατοστάρικο για τη δόση μου;
- Και πού ξέρω εγώ ότι δεν θα πάρεις τυρόπιτα;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει συνηθίσει να κατεβάζει μεγάλες ποσότητες μπύρας και δεν τον πιάνει τίποτα.
- Τον βλέπω, έχει αρχίσει να θολώνει το ματάκι του, μετά από το πέμπτο ποτήρι.
- Μπα δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι πολύ έμπυρος για να πάθει κάτι τέτοιο.
Δες και εμπυρία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πρέζα, ειρωνικά, επειδή τα πρεζάκια παλιότερα ζητούσαν ένα κατοστάρικο για να πάρουν τυρόπιτα. Τώρα το έχουν γυρίσει στο ένα ευρώ.
Τι να σου κάνει κι η αποτοξίνωση; Μόλις βγήκε άρχισε πάλι την τυρόπιτα.
Got a better definition? Add it!
H άκρως εθιστική κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη στα ναρκοσινάφια.
Επίσης, «γυαλί» και «κρύσταλλο» αλλά και «κοκαΐνη των φτωχών» «σίσα» ή «σισέ».
Τα ..λαμπερά νικ της οφείλονται στη μορφή της που μοιάζει ακριβώς με κομματάκια σπασμένου γυαλιού, κρύσταλλου ή πάγου. Κυκλοφορεί σε αρκετά χρώματα πλην του διαφανούς λευκού και μπορεί κανείς, ανάλογα με τη μορφή της, να τη σνιφάρει, καπνίσει, καταπιεί ή και να την κάνει ένεση.
Παρατεταμένη αϋπνία, ανορεξία, επιθετικότητα, σύγχυση, υπερδιέγερση, παραισθήσεις, αίσθηση δύναμης τα άμεσα αποτελέσματά της, στέγνωμα του οργανισμού, βλάβες σε εγκέφαλο, λειτουργία καρδιάς και θάνατος τα πιο μακροχρόνιά της.
Φτιάχνεται εύκολα και φθηνά από τα κατακάθια υγρών μπαταρίας, εφεδρίνη κι αιθανόλη.
«Ξέρω κάτι κουλ τύπους που θα πάνε να καπνίσουν διάφορα στο πάρκο»
«Σοβαρά;» Δύσπιστος.
«Τίποτα βαρύ, λίγο πάγο μόνο».
«Δεν κάνω τέτοια, σόρι».
«Ε, μην ανησυχείς! Ούτε εγώ κάνω τέτοια . Έλα, μια πίπα θα καπνίσουμε. Εσύ κι εγώ. Πραγματικό πάγο, όχι σκόνες και μαλακίες...»
(Από το «Ο φαντομάς» του Jo Nesbo σε μετάφραση απ' τα νορβηγικά του Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πασίγνωστη μάρκα μαργαρίνης που επαλειμμένη κυρίως σε φέτες ψωμιού θρέφει εδώ και χρόνια χιλιάδες Ελλήνων.
Σαν χαρακτηρισμός προσώπου, ειδικά όταν αφορά αρσενικά -που είναι και το συχνότερο- κάθε άλλο παρά τιμητικός είναι, αφού υπονοεί τον φλώρο, τον λαπά, τον χαλβά, αυτόν που κωλώνει στα δύσκολα ενίοτε σε αντίθεση με την εικόνα που δίνει, που αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις επειδή δεν έχει τ’ αρχίδια, αυτόν που μπορεί ο καθένας να τουμπάρει ή να χειριστεί χωρίς κάποια δυσκολία όπως θα άρμοζε σε σωστό άντρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπου επιβάλλεται σαν αντίδραση μια κάποια μαχητικότητα αν όχι επιθετικότητα.
Δεν τη λες και βαριά προσβόλα (σε όλα της ..σοφτ είναι) αλλά ενέχει μια απαξίωση του στυλ «δεν αξίζει ούτε μια σωστή βρισιά να του ρίξεις».
Κι έτσι, αν, όπως βεβαιώνουν πολλοί ειδικοί, είμαστε ό,τι τρώμε, εξηγούνται άνετα πολλά σημερινά παράδοξα σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε πασίγνωστες θεωρίες ψεκασμών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τις δεκαετίες '70 & '80 «σφόλι» ονόμαζαν επίσης το, γεμάτο με ουσίες συνήθως, λαστιχένιο μπαλάκι ή σφαιρικό γενικώς δέμα που κάποιος «απ' έξω» πετούσε πάνω από τον τοίχο, το συρματόπλεγμα ή το χώρισμα στις φυλακές ή σε άλλα πειθαρχικά καταστήματα, για να το πάρει ή να το βρει κάποιος από τους «μέσα». Και οι δυο τους βέβαια ήταν συνεννοημένοι από πριν. «Σφόλι» ονομαζόταν επίσης και όλη αυτή η μέθοδος παράνομης προμήθειας ουσιών.
- Τι ώρα σας ανοίγουν; (το προαύλειο)
- Στις 11.
- Θα σου 'χω ρίξει το σφόλι από το βράδυ στην πάνω γωνία. Κανόνισε να το βρει κανας άσχετος...
Got a better definition? Add it!