Selected tags

Further tags

Πως λέμε purple haze; Καμία σχέση. Είναι το χείριστης ποιότητας αλβανικό, χόρτο που αφήνει μια διαφορετική κάθε φορά γεύση ούρου στο στόμα (ανάλογα με τη διατροφή και το τσι του κηπουρού που το κατουρούσε) και παρακαταθήκη μια φαρυγγίτιδα που περνάει μόνο μετά από 4 χρόνια και γιατρεύεται στο Κάψεστερ της Μεσαίας Βρετανίας. Τα καλύτερα δηλαδή!

- Παίζει καθόλου skunk ρε Βαγγέλα;
- Ουουου! Τίρανα Χέιζ! Ευτυχώς έχω καλό εντομοκτόνο...

βλ. και νόζι, αλβανό, albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.

Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).

  1. - Τι κάνεις μαν, διαβάζεις για αύριο;
    - Μπα, έχουμε φτιάξει φραπού και το κωλοβαράμε.
    - Κατάλαβα πάλι θα μείνουμε...

  2. Λίωνω, όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο,
    σαν τα παγάκια στη φραπού που τώρα στρώνω...
    (στίχος των Χατζηφραγκέτα)

(από Khan, 10/04/13)Και η σάμερ βερζιόν (από Khan, 10/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο της γνωστής σε όλους σουλφαμιδόσκονης. Προέκυψε ύστερα από ανάγκη για εύρεση λύσης σε κάθε καθημερινό πρόβλημα. Κυκλοφορεί σε σκόνη, προσεχώς και σε υπόθετα για άμεση χορήγηση...

- Μαλάκα... δεν την παλεύω...
- Βάλε λίγη σουφραμιδόσκονη...

(από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τις μπριζωτικές ιδιότητες του γκαϊφέ, εκ των καφεΐνη και αμφεταμίνη.

Βλ.και φραπεΐνη.

1. - :lol: :lol: :lol: φραπονιο του Χιγκς...κατι, εχω ακουστα....
- Εγώ πάντως χτυπάω καφεταμίνες

2. Πορωτικές λεξούλες. Πορδομπισκότο (μη ρωτάτε...) Φραπεΐνη / Καφεταμίνη (ο πολύ δυνατός φραπές, για εθισμένους) Αρνησίπρωκτος (ο σιχασιάρης που δεν αντέχει κουβέντες σχετικά με κώλους, σκατά, κλανιές και χέσιμο)

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.

  1. Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο!

  2. Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο!

  3. - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε;
    - 'Αστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι άσχημη, ανασούμπαλη και ολίγον τι χαμούρα.

Και τα τσιγάρα μάρκας Camel.

  1. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησε την Λιάνα για αυτήν την καμήλα.

  2. Καμήλα καπνίζει το φλώρι.

(από σφυρίζων, 30/03/13)Με την καυλή έννοια (από Khan, 30/03/13)Με την καυλή έννοια και πάλι (από Khan, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.

Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...

- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπιεσμένο όπιο, που μοιάζει με σοκολάτα. Το αναφέρω μιας και πέσανε πολλά για απαγορευμένες ουσίες πρόσφατα.

- Τάκη με έπιασε λιγούρα, πάω περίπτερο να πάρω σοκολατίτσα.
- Άραξε, έχω λίγη από το Μαρόκο, θα σου φύγουν όλα τα ντέρτια.

βλ. και σοκολάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασισέλαιο. Συμπυκνωμένη ρητίνη ινδικής καννάβεως σε παχύρρευστη μορφή. Ο χρήστης αφαιρεί από την αλοιφή σταγονίδια με τη βοήθεια καρφίτσας, τα οποία στη συνέχεια θερμαίνονται με αναπτήρα και η καρφίτσα σφουγγίζεται σε καπνό, ο οποίος στη συνέχεια στρίβεται με τον κλασικό τρόπο. Εναλλακτικά στο τσιγαρόχαρτο, αλλά αυτό έχει απώλειες. Βρώμικο προϊόν, αλλά συνήθως καλής ποιότητας.

- Φιλαράκι, έχω ένα λάδι από το Αφγανιστάν.
- Ωραία, θα φέρω κι εγώ τη φούντα την καλαματιανή να κάνουμε σαλάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που αγοράζει πρώτη φορά στην ζωή του μπουκάλι και κάθεται όλη την ώρα από πάνω του για να μην πιούνε οι άλλοι περισσότερο από αυτόν.

- Ρε Κωσταντίνε, πού είναι ο Φάνης και δεν έρχεται εδώ μαζί μας που έχει και μουνιά;
- Άστον τον μαλάκα μωρέ Νάσιο, πρώτη φορά πήρε μπουκάλι και κάθεται από πάνω μην του το πιούνε οι άλλοι... Ο μαλάκας ο μπουκαλοφύλακας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified