Συνώνυμο του χόρτου.
- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.
Συνώνυμο του χόρτου.
- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.
Got a better definition? Add it!
Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.
Got a better definition? Add it!
Μπαφοτσίγαρο, προέρχεται από την λέξη μπαφέος => φέος, και παραπέμπει σε κάψιμο φαιάς ουσίας.
- Να σας πω ρε μάγκες: Κάναν φέο θα πιούμε ή τσάμπα κουβαλήθηκα πάλι;
Got a better definition? Add it!
Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.
- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!
Got a better definition? Add it!
Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.
Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.
- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)
- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)
- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)
Got a better definition? Add it!
Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.
Εκ του αγγλικανικού hit.
- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)
- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)
- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...
Got a better definition? Add it!
Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.
Εκ του αγγλικανικού fix.
- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)
- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)
- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Το τσιγάρο με χασίσι, ο μπάφος.
Ήμασταν χτες με το Γιώργο και μας κέρασε ένα γαρδούμπι... Ακόμα χάλια είμαι!
Got a better definition? Add it!
Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.
Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.
Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.
Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.
από το νέτι.
Got a better definition? Add it!
Η ντρόγκα που σνιφάρεται, που παίρνεται δηλαδή με μυτιά. Κυρίως κοκό, αλλά και ζουζού.
Παράγωγο: ο σνιφάκιας.
Σνιφακια ειναι αυτο που νομιζω;
Αν αυτό που νομίζεις είναι μια γραμμή
κειμένου
τότε ναι, αυτό που νομίζεις είναι.
Είχαμε 2 σακούλες χόρτο, 75 κομμάτια μεσκαλίνη, 5 καρτέλες με τριπάκια, μια αλατιέρα μισογεμάτη με κοκαΐνη και μια πολύχρωμη πλήρη συλλογή διεγερτικών, ηρεμιστικών, γελαστικών, ουρλιαχτικών.... Επίσης, ένα πεντάλιτρο τεκίλα, ένα πεντάλιτρο ρούμι, ένα καφάσι μπύρες, μια μπουκάλα αιθέρα και δυο ντουζίνες σνιφάκια.
από το δίχτυ ούλα.
Got a better definition? Add it!