Ο μπάφος. Εκ του αγγλικού skunk > sku > σκου. Πολύ κωδική ονομασία για ύπουλες καταστάσεις που δε θέλουμε να μας καταλάβουν οι άλλοι.
Ο μπάφος. Εκ του αγγλικού skunk > sku > σκου. Πολύ κωδική ονομασία για ύπουλες καταστάσεις που δε θέλουμε να μας καταλάβουν οι άλλοι.
Got a better definition? Add it!
Το υπερβολικό άκουσμα από φούντα. Συνήθως η ευφορία από το μαύρο μετατρέπεται σε άσχημη κατάσταση.
Μετά από μία μπαφοκατάσταση σε ένα μπαφόσπιτο ενός φίλου έχοντας πιει άγνωστη ποσότητα καλής φούντας (καλαματιανό, πυργιώτικο, skunk, κ.α.) ένας από την παρέα σκαλωμένος με το μωσαϊκό στο πάτωμα ξερνάει επί τρία λεπτά ασταμάτητα και μετά δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το βλέφαρο του. Εκείνη τη στιγμή λέμε ότι ο φίλος είχε πάθει μπακακάου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κουμπιά αποκαλούνται κωδικοποιημένα σε κλειστές ομάδες ανθρώπων, όπως οι φαντάροι ή οι χρήστες / περιθωριακοί, τα χάπια - ταμπλέτες και μάλιστα συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών, τα λεγόμενα ψυχοφάρμακα, ήτοι ονομαστικά (κυρίως) τα κάτωθι:
=> Βενζοδιαζεπίνες: Έχουν αντιαγχώδη, ηρεμιστική, υπαναγωγό δράση που ξεκινά ανάλογα με τη δοσολογία τους και την απάντηση του λήπτη μισή έως δυο ώρες από τη λήψη τους και διαρκεί (χρόνος ημίσειας ζωής) 6-18 ώρες. «Δημοφιλέστεροι» εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι τα Λεξοτανίλ (γνωστό στις τάξεις του Ε.Σ. με το παραπλανητικό ευφημισμό Παλεβοτανίλ), Ταβόρ, Ζάναξ, Σεντράκ κ.λπ. Στα συν τους είναι η χαμηλή λιανική τιμή τους όταν τα προμηθεύεται κανείς από φαρμακείο με ειδική ιατρική συνταγή (όχι παραπάνω από 2.5 γιούρια για ένα κουτί με 20-30 χάπια) που όμως όταν πωλούνται ένα-ένα ως «κουμπιά» π.χ. σε ένα φυλάκιο πιάνουν 2 με 3 ευρώ το κάθε κουμπί ξεχωριστά. Στα μείον είναι το γεγονός ότι οι βενζοδιαζεπίνες πολύ γρήγορα (εντός 20 μόλις ημερών καθημερινής χρήσης) προκαλούν εθισμό, ανοχή και εξάρτηση.
- εθισμός: το άτομο δεν την παλεύει χωρίς αυτές και τις επιζητά πάση θυσία - ανοχή: χρειάζεται προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη δόση προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (ζαβλάκωμα) - εξάρτηση: η στέρησή τους επιφέρει συμπτώματα όπως άγχος, τρέμουλο χεριών κ.α.
Έχει μείνει ιστορική η ρήση του τ. προπονητή του ΠΑΟΚ Άγγελου Αναστασιάδη ότι ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Περουβιανός Πέρσι Ολιβάρεζ ερχόταν στις προπονήσεις μάστουρας από τη λήψη Λοξοτανίλ (ναι με «Λο»).
=> Βουτυροφαινόνες: Προκαλούν καταστολή της ψυχοκινητικής διέγερσης και του παραληρήματος των ψυχωσικών (π.χ. παρανοϊκές ιδέες διώξεως: Ο Επιλόχ εχθρεύεται εμένα προσωπικά από όλο τον Λόχο, γι΄αυτό με χώνει συνέχεια, επιδράσεως: Η γκόμενά μου μου έχει κάνει μάγια για να σκέφτομαι μόνο αυτή, συσχετίσεως: Εκείνο το ψόφιο σπουργίτι δεν βρέθηκε τυχαία πίσω απ΄τη σκοπιά μου, κάποιοι το έβαλαν σαν απειλή / προειδοποίηση). Δεν σε «φτιάχνουν», αλλά μπορούν να σε απαλλάξουν / απελευθερώσουν από έμμονες ιδέες, και να σε ζαβλακώσουν βαθιά. Δεν προκαλούν εξάρτηση ή εθισμό, αλλά έχουν πλήθος από ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως π.χ. «μάγκωμα» μυών κορμού και προσώπου που σε κάνουν να μη μπορείς να στρίψεις και να μοιάζεις με χαλκομανία, ή την εμφάνιση παραληρήματος καθ΄εαυτού σε νορμάλ μέχρι τότε άτομο. Και αυτά είναι φτηνά (τουλάχιστον τα παλαιάς κοπής), με κύριους εκπροσώπους τα Αλοπεριντίν και Ζουλεντίν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, προ ολίγων ετών, διαβολικός νους τις σε αγώνα ομάδας του Λεκανοπεδίου εναντίον του Ηρακλή, τρύπησε με σύριγγα και «εμπλούτισε» με Αλοπεριντίν τα νερά των φιλοξενουμένων, με σκοπό να θέσει νοκ-άουτ τους παίχτες τους, κάτι που επέτυχε αφού πολλοί εξ αυτών εμφάνισαν κοιλιακά άλγη και καταβολή δυνάμεων και τελικά δεν αγωνίστηκαν.
Και τα δυο άμα συνδυαστούν με αλκοόλ, σε κάνουν σκατά και μπορούν να σε οδηγήσουν μέχρι και την απογείωση, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι ου μπλέξεις καθότι μεγάλο χάσιμο.
Δίκας, που ξέρει τι του γίνεται σε πρωινή αναφορά:
- Αν πιάσω φαν να σπρώχνει κουμπιά μες στο Τάγμα, θα τον στείλω Στρατοδικείο!
- Φίλε, έχω κουμπιά. Είσαι;
- Ρε α πάαινε απέ δω.
Got a better definition? Add it!
Φράση που ορίτζιναλ λέγεται σε κάποιον που συστηματικά πίνει ξίδια πάνω απ' τις δυνάμεις του και είτε η συμπεριφορά του αλλάζει προς το χειρότερο, είτε αρχίζει και ξερνάει και δεν τον σώζει ούτε ο χανγκάιβερ.
Εναλλακτικά, κατ' επέκτασιν του τι πίνεις και δε μας δίνεις, λέγεται σε κάποιον που έχει πάρει σασί και λέει ό,τι νά 'ναι.
Got a better definition? Add it!
Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».
Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.
Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».
Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!
- Έχει κανα ξύδι;
- Μπα, ξερός είμαι.
Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!
Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.
Got a better definition? Add it!
Μεταβατικό ρήμα το οποίο απλά μπορεί να σημαίνει κάτι σε «όταν κάποιος παίρνει κάτι από χαμηλά και το σηκώνει» αλλά χρησιμοποιείται ευρέως με 2 σλανγκικές και παράλληλα συναφείς έννοιες (ιδίως σε περιφραστική μορφή).
Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Διατελώ σε ψυχική ανάταση προκαλούμενη από γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις, κλπ, σε σημείο να νιώθω ότι πετάω στα ουράνια, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα.
Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Πιθανώς από την αμερικλανιά Ι am high σε συνδυασμό με τον προηγούμενο ορισμό. Σαν να λέμε έχω κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ και νιώθω ότι πραγματικά είμαι καλά και όντως μπορώ να κάνω τα πάντα, τα κοάλα και άλλα συναφή ζώα (αλλά και να πετάξω από τον 13ο όροφο ή να οδηγήσω το παπί μου).
Ο πρώτος ορισμός δεν προϋποθέτει πάντα ότι το υποκείμενο ήταν πρότερα «πεσμένο», κάτι που συνήθως συμβαίνει στον δεύτερο ορισμό (χαρμάνα).
Και στις δύο περιπτώσεις φυσικά η πτώση (έλλειψη, hangover ή η επιστροφή στην πραγματικότητα) είναι οδυνηρή…
Αντώνυμο: πέφτω – είμαι (αλλά και νίωθω) πεσμένος
Χρησιμοποιείται ενίοτε και το αμετάβατο «ανεβαίνω».
Είμαι στα χάι μου
όταν σ' έχω πλάι μου
κι όταν είσαι χώρια μου
με τρώει η στεναχώρια μου.
Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
όταν μες στα μάτια, μωρό μου, σε κοιτάω.
Είμ' ανεβασμένος, κανένας δεν με πιάνει,
με τον έρωτά σου πουλάκι μ' έχεις κάνει.
Στίχοι: Τάκης Κωλέτης
Μουσική: Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Αντύπας
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας που ειδικεύεται στην τοξοβολία, δηλαδή στο «σουτάρισμα ηρωίνης, δηλαδή, στη λήψη ηρωίνης με σύριγγα, ενδοφλεβίως ή (κατ' ανάγκην) ενδομυϊκώς». Όπως παρατηρεί ο Χότζας, ο τοξότης είναι ο φτωχομπινεδιάρης πρεζάκιας, που δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει μέρος της ουσίας, όπως γίνεται με το κάπνισμα, την κατάποση ή την εισπνοή κ.τ.ό., αλλά επιδιώκει την μεγιστοποίηση της απορρόφησης από τον οργανισμό του.
Σ' αυτόν πάντως τον δυστυχώς εξαθλιωμένο συνάνθρωπό μας, η σλανγκιά έρχεται να προσδώσει αίγλη αρχαίου ήρωα. Ωστόσο, καλύτερα να είστε απλώς τοξότες στο ζώδιο.
Ασίστ: John Black, HODJAS.
- Τι ζώδιο είναι ο φίλος σου;
- Τοξότης.
- Δεν βλέπω και πολύ μέλλον...
Got a better definition? Add it!
Αγγλιά, που αποτελεί τεχνικό όρο για τα κάτωθι:
β. Την γνωστή μας μπαγαποντολειχία, σλανγκιστί τσιμπούμεραγκ ή φιλοπίππου. Δηλαδή, η αρχική χιονόμπαλα που εκτοξεύεται στην/ στον σιματζού-ή μαζεύει τα σάλια της/του και επιστρέφει στον εραστή με την μορφή γουτσιστικού φιλιού εκδίκησης. Οι Αγγλοσάξονες έχουν και το snowball slap, όπου η/ο ερωμένη-ος φτύνει το σπέρμα στο χέρι της/του και χαστουκίζει με αυτό τον εραστή.
β. Συναφώς, η μείξη κοκαΐνης, ηρωΐνης και μορφίνης μαζί στην ίδια σύριγγα, γνωστό και ως speedball. Και εδώ παίζει το ίδιο λογοπαίγνιο με το χιόνι που σωρεύεται αθροιστικά.
Αντισλανγκαρχιδικό disclaimer: Πρόκειται για μετακένωση στην ελληνική αγγλικού τεχνικού όρου, η οποία κρίνεται απαραίτητη για λόγους κάλυψης του σχετικού βιβλιογραφικού κενού. Η χρήση της μπορεί να γίνεται όπως και με τους επιστημονικούς τεχνικούς όρους, δηλαδή με τον αγγλικό όρο εντός παρενθέσεων.
Καυλάουρα: Τι γίνεται βρε Βάγγελα; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραίο μαύρισμα έκανες!
Βάγγελας: Μόλις γύρισα από Νότια Αφρική. Αλήθεια τι κάνει το Λίλιαν;
Λάουρα: Μια απ' τα ίδια. Απ' όταν τα έφτιαξε με τον Νώντα το σαπούνι έχει κολλήσει. Πού ήταν εκείνες οι εποχές με τον Πέρι, Θεός σχωρέστον...
Βάγγελας: Μα ο Πέρι ζει! Μόλις μου έστειλε μια κάρτα από την εξωτική Ναμίμπια και μας καλεί για χιονοπόλεμο!
Λάουρα: Έχει χιόνι στη Ναμίμπια;
Βάγγελας: Ναι, κι έχει βρει κι έναν χιονάνθρωπο, Παρασκευά τον λένε...
Λάουρα: Και η λέξη του τίτλου;
Βάγγελας: Ε, άμα έρθει και το Λίλιαν, θα φτιάξουμε μια φοβερή χιονόμπαλα όλοι μαζί...
Got a better definition? Add it!
«Κομμάτι χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ» γράφει επιλέξει ο Πέτρος Πικρός στο γλωσσάρι του στα Χαμένα κορμιά, ερμηνεία που επαναλαμβάνεται σποραδικά και στο διαδίκτυο (δείτε εδώ ή εδώ πιχί). Γενικότερα φαίνεται να σήμαινε επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο, το οποίο, αν δεν χρησιμοποιούσαν στο ναργιλέ, θα χρησιμοποιούσαν για μπάφους (ακόμα και άστριφτους, δείτε εδώ).
Η λέξη ίσως να προέρχεται από το γαλλικό ηχομιμητικό chiquer που σημαίνει «μασάω καπνό» και δύσκολα να 'χει σχέση με το γνωστό ισπανικό chica, που προέρχεται από το λατινικό ciccum (μικρό, ασήμαντο, ευτελές αντικείμενο) και σημαίνει «κορίτσι, νεαρή κοπέλα», ή γενικότερα «γκόμενα».
Το Μήτσο τον έφαγε η τσίκα, η τσίκα και η συλλογή. Η τσίκα τού 'φαγε το πλεμόνι κι' η συλλογή... η συλλογή τού 'φαγε το... (Π. Πικρός, «Κουρέλια»)
Άντε χθες το βράδυ στου Καρίπη βρε εφουμάραμε χασίσι
άιντε εφουμάραμε την τσίκα άντε μ' ένα μάγκαν απ' τη Σύρα
(Γ. Κατσαρός, «Χτες το βράδυ στου Καρίπη»)
Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κάνα δυο τσίκες απ' το μπαρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι... Αφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ' έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλ' τα στη ζούλα τους. Σ' ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να 'ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα 'βρουνε. (Μ. Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», από 'δώ)
Got a better definition? Add it!
Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.
Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.
Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.
Got a better definition? Add it!