Selected tags

Further tags

Άχρηστο προϊόν, σκάρτο.

Χρησιμοποιείται και για χαρακτηρισμό προσώπων που δεν είναι αποδοτικοί σε ότι τους αναθέτουν, απεναντίας προκαλούν και επιπλέον προβλήματα στο περιβάλλον τους.

Παλιά οι καπνοπαραγωγοί μετά την αποξήρανση των καπνόφυλλων προχωρούσαν στη διαλογή τους ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα των καπνόφυλλων, το λεγόμενο παστάλιασμα. Όσα φύλλα ήταν κακής ή απαράδεκτης ποιότητας, δηλαδή μη εμπορεύσιμα, τα άφηναν στην άκρη για πέταμα. Ήταν τα λεγόμενα ροφούζια. Αν ο καπνέμπορος εντόπιζε σε δειγματοληπτικό έλεγχο πολλά ροφούζια στα καπνοδέματα, η τιμή του καπνού έπεφτε δραματικά, με αποτέλεσμα το ροφούζι να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στον παραγωγό.

Πρόκειται μάλλον για τουρκική λέξη, αφού οι καπνοπαραγωγοί χρησιμοποιούσαν και άλλες τούρκικες λέξεις.

Προϊστάμενος υπηρεσίας διακαιολογείται στον διευθυντή του για την κακή εξέλιξη στις εκκρεμότητες της δουλειάς:
- Τι να κάνω κύριε διευθυντά; Ζήτησα ενίσχυση σε προσωπικό και μου στείλατε 2 άτομα, σκέτα ροφούζια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζι έιτς είναι η Αυξητική Ορμόνη (Growth Hormone) στη συνθηματική γλώσσα των μπίλντερς, αλλά και των άλλων αθλητών, των λεγόμενων «ευγενών» αθλημάτων.

Η τζι έιτς δεν συγκαταλέγεται στα steroids, είναι μια κατηγορία μόνη της. Αυξάνει όχι μόνο τη μυική μάζα αλλά και τα οστά, ενώ μετριέται σε μονάδες. Ιδιαίτερα αγαπητή στους κολυμβητές, καθώς μεγαλώνει τα άκρα (μεγαλακρία) και τα κάνει σαν βατραχοπέδιλα, μονίμως ενσωματωμένα. Λέγεται π.χ. ότι αυτός που πήρε σβάρνα τα παγκόσμια ρεκόρ κολύμβησης στην τελευταία ολυμπιάδα (δε θυμάμαι τώρα πως τον λένε) πρέπει να χτυπάει ίσαμε 12 μονάδες αυξητική ημερησίως.

G.H. is magic. Ογκώνει, γραμμώνει, ξανανιώνει, 3 σε 1 κι όλα αυτά συγχρόνως, χωρίς να χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία «παίρνω όγκο σαβουριάζοντας και μετά κάνω γράμμωση αυξάνοντας τις πρωτεΐνες και κόβοντας τα υπόλοιπα». Δεν έχει παρενέργειες όπως τα steroids (που αν δεν ξέρεις να τα κουμαντάρεις, παίζει να σου πέσει και το πουλί και να χρειάζεσαι γερανό για να το σηκώσεις).

Η τζι έιτς είναι φρούτο της δεκαετίας του ’80. Σήμερα παρασκευάζεται χημικά, στην αρχή όμως την έπαιρναν από νεκρά έμβρυα (πιο δραστική αλλά και πιο επικίνδυνη λέγεται). Τέτοια έπαιρνε κι ο Αντρέας ο Παπαντρέας κάποτες και γαμούσε κι έδερνε. Ήδη στο Αμέρικα είναι κοινή πρακτική για όσα γερόντια επιθυμούν να παραμείνουν κοτσονάτα.

Γενικά παίδες έχετε υπόψη πως ο άνθρωπος όπως τον ξέραμε αλλάζει. Τα όρια ανάμεσα στο «φυσικό» και το «τεχνητό» γίνονται όλο και πιο ρευστά (τα γράφω αυτά και σαν ένα είδος hommage στον γίγαντα Jean Baudrillard).

- Φίλε παίζει να έχω κάνει και 40 κύκλους φαρμάκι συνολικά, τζι έιτς όμως δεν έχω βάλει. Παίζει κι ένα ιστορικό ζάχαρου στην οικογένεια και το ψιλοφοβάμαι.
- Στ’αρχίδια σου, έτσι κι αλλιώς γράμματα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεστοστερόνη για τους μπίλντερς. Οι εν λόγω κύριοι (και κυρίες βεβαίως βεβαίως) έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη steroid slang για να συνεννοούνται μεταξύ τους για θέματα τα οποία η μέχρι ξεράσματος υποκριτική ελληνική κοινωνία αρνείται να συζητήσει, επιμένοντας να παραχώνει τη σκόνη κάτω από το χαλί και να μπουκώνει το κεφάλι της στην άμμο ωσάν τη στρουθοκάμηλο...

Η τέστο διατίθεται και σε oral μορφή (χάπι), δραστικότερη όμως είναι σε μορφή ενέσιμη (injection, λέγε με και σουτάρισμα). Ως η κατεξοχήν ανδρική ορμόνη, η τέστο μεταμορφώνει σε μάγκα και το μεγαλύτερο μπουχέσα. Σε κάνει να πρήζεσαι, να γαμάς σαν πούστης, να μην κουράζεσαι κλπ. Προσοχή στα o.d.

– Tι νέα ψηλέ;
– Φίλε χτύπησα κάτι γαμάτες πρωτεΐνες και μέχρι το καλοκαίρι με βλέπω να 'χω τουμπανιάσει...
– Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Αγορίνα μου στο 'χω ξαναπεί: χωρίς τέστο, χαΐρι δε θα δεις ούτε σε δέκα χρόνια, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω. – Έλα ρε μαλάκα, τα παραλές..
– Αν είναι να συνεχίσεις μ' αυτά τα μυαλά, καλύτερα κόφ' τα βάρη και γύρνα το στο πλέξιμο...

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρίσταται σε μπαφοκατάνυξη χωρίς να συμμετέχει άμεσα (χωρίς δηλαδή να φουμάρει), αλλά που φτιάχνεται (ή ισχυρίζεται πως φτιάχνεται) από τα ντουμάνια των άλλων. Εννοείται πως για να είναι στοιχειωδώς ακουστικά τα εν λόγω ντουμάνια, η φάση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κλειστό/εσωτερικό χώρο και ουχί δημοσία.

Ο ντουμανάκιας είναι μυστήρια περίπτωση ανθρώπου, έλκεται και ταυτόχρονα απωθείται από την παρακμή (την οποία εκπροσωπεί η μπαφοσύναξη). Κατά βάθος δε γουστάρει τα ντραγκς (ίσως γιατί του είχε πει η μαμά του να προσέχει) απ' την άλλη κωλοτρίβεται, επιθυμώντας να λογαριάζεται μέρος της ομάδας.

Διατρέχει κίνδυνο να τον ψιλοκράξουν ως φλωράντζα, το προτιμά όμως από το να την πουλέψει τελείως εκ του σκηνικού. Ντουμανάκιας είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς για πολύ: ή που θα αρχίσει να φουμάρει κανονικά υπερνικώντας τις αναστολές του ή που θα ψάξει για άλλη παρέα. Αυτά.

- Που να στα λέω, λιώσαμε χτες, θα ήπιαμε και δώδεκα τσιγάρα μη σου πω...
- Ποιοι ήσασταν;
- Εγώ, ο Αλεξάκης, η Μαρία κι ο κατσαρίδας...
- Αυτός δεν έφερε κι έναν ξάδερφό του;
- Ναι ρε, αυτός είναι ντουμανάκιας, δεν πιάνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομεινάρια χόρτου (το λένε και μαύρο) τα οποία, ρε πούστη μου δε φτάνουν για να στρίψεις ένα κανονικό γάρο, ούτε καν μονοφυλλάκι ρε διάολε.

Αναζητούνται μετά μανίας σε περιόδους σταλίας, οπότε και ανακαλύπτονται σε παλιά σακουλάκια με stuff. Σε περιπτώσεις προχωρημένης σταλίας, την τιμητική τους έχουν παλιοί σβησμένοι μπάφοι σε τασάκια, σακούλες σκουπιδιών, κάτω απ' το χαλί (όπου παραχώθηκαν βιαστικά λόγω ντου της μαμάς) κ.λπ.

Εν συνεχεία τα μπαφοαποτσίγαρα ανατέμνονται, τους αφαιρείται η τζιβάνα, και ο λαλημένος πότης συλλέγει με ευλάβεια τα μικροσκοπικά πράσινα τεμάχια. Τότε ανοίγονται δύο επιλογές: είτε θα τα χώσει σε κανένα άθλιο μονοφυλλάκι, είτε θα παίξει τσαγάκι! (ναι, υπάρχει κι αυτό).

- Έλα ρε αγόρι, πέρασε.. τι να σε κεράσω; καμιά κοακόλα μήπως;
- Ρε δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω; Ξέρεις γιατί ήρθα... παίζει κάνας φοσμπά;
- Πλάκα κάνεις, μόλις τώρα κάπνισα τον ψίλο...
- Φτου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο χασίς. Η λέξη «λιβάδια» συμβολίζει την άμετρη κατανάλωση του αγνού αυτού προϊόντος της μάνας γης.

- Τι λέει ο Τάκης; Πάει ακόμα το τσιγαριλίκι γόνα;
- Κανονικά... Λιβάδια ολόκληρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.

Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).

Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα

- Μαλάκα μου, ήξερες για την Ελισάβετ ότι ντρογκάρει;
- Εσύ τι λες ρε ουφάτζα, να κοιμάμαι όπως εσύ;
- Ναι ρε φίλε, για τους μπάφους ήξερα, μου σφύριξαν ότι κάνει και τζίνα..
- Είπαμε, η γκόμενα είναι αποκαΐδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του MDMA, αγαπησιάρικο ναρκωτικό δημοφιλές μεταξύ των χίπιδων.

Γαμώ τα πάρτι!!! Μανταμίτσα παντού και ιδρωμένες αγκαλιές σε όλους. Πολύ αγάπη ρε φίλεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified