Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι το ξύλο, το ξυλίκι, το ταβερνόξυλο, ο δαρμός, ο ξυλοδαρμός. Μάλλον ηχομιμητικό.

Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντουπ (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.

  1. Από εδώ:
    Πήγε να την Βιάσει και τον έκανε… ”ΑΧΡΗΣΤΟ στο ξύλο!

  2. Από εδώ:
    Ο Δαμιανάκης είναι ''θυρίο'' και έχει καθαρισει έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της Ελλάδος τους Μητρόγλου (που έκανε το 0-3 από κόντρα) και τον Μπέργκ που δεν φάνηκε χθες καθώς τον έκανε <Άχρηστο> ο Δαμιανάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φασίστρια, κλίνεται όπως τα κακίστρω και μαλάκω.

Αν χάσουμε την ανθρωπιά μας θα καταλήξουμε σαν τη φασίστρω δημοσιογράφο από την Ουγγαρία που έβαζε τρικλοποδιές στους πρόσφυγες για να τους πιάσει η αστυνομία.

- Ο Βαρουφάκης παραδέχτηκε σε συνέντευξή του ότι η μητέρα του ήταν φασίστρω. -Ουάου!

Άρχισε να με βρίζει σαν φασίστρω γριά που της πήρε πακιστάνι τη θέση στο λεωφορείο.

- Μπορώ να πω κι εγώ τη γνώμη μου για τους αλλοδαπούς χωρίς να αρχίσετε όλοι να λέτε ότι είμαι φασίστρω και εμετικιά;
- Όχι.

- Θέλω Μπακογιάννη για πρωθυπουργό και Σία Κοσιώνη Πρώτη Κυρία, έτσι για να λυσσάξει η φασίστρω η Ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω διάτρητη μια επιφάνεια μετά από βολή κατα ριπάς ενός πολυβόλου όπλου. Είναι μεταφορική σημασία του γαζώματος με ραπτομηχανή, το οποίο επιφέρει αντίστοιχη διάτρηση και προέρχεται από το αραβικό qazz το οποίο σημαίνει μετάξι.

-Πέρασαν δύο αμάξια και γάζωσαν το μαγαζί εν κινήσει, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τραμπουκολίδι (πληθ.: τραμπουκολίδια) είναι η επιθετική συμπεριφορά ενός τραμπούκου ως προς σωματικά ασθενέστερο άτομο, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Συμβαίνει και μεταξύ ζώων, πχ. απο σκύλο σε γάτα σε πλατεία, με έναυσμα πεσμένο κομμάτι γύρο. Ορθώς προφέρεται ως τραμπουκολjίδια, κατά τη λαϊκή προέλευση της λέξης.

Πλέον, οι ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά έχουν κάνει τη λέξη 'μπούλινγκ' να επικρατήσει.

Βλέπε και μπουλίζω.

Ρε φίλε, στο γήπεδο είπαμε να πάμε, αλλά μέθυσε ο Ηρακλής και πλακώσαμε μια διπλανή παρέα στα τραμπουκολjίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται και ως «τζουριά». Συχνά στον πληθυντικό ως «τζουριές».

Η μαχαιριά στην συμμοριτική ορολογία

«Έφαγε την τσουριά, αιμορραγεί σαν την παρθένα» Thug Slime - Theios

Got a better definition? Add it!

Published

Σεντρα: εφυμισμός που δηλωνει οτι κάποιος προκαλεί εναν αλλον ή την παρεα του να βρεθουν για να παίξουν μπουνιές. Κυρίως μεταξυ εφήβων της Πάτρας. Πολλές φορές έχει ειρωνική χροιά σε παρέες που τσακώνονται

ετσι εισαι ρε σεντρα στο μολο σε προκαλω Σάββατο 8 το βράδυ μονος σου μονος μου, αμα δεν ρθεις εισαι πουστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία του Πλωμαρίου της Λέσβου είναι η σφαλιάρα και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.

Α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπαχαλάκιας που πετάει καδρόνια σε διαδηλώσεις και σκηνικά με αστυνομικούς.

Από καδρόνιας έγινε υπηρέτης της Νέας Τάξης (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published