Selected tags

Further tags

Συνώνυμο των κουλάρω, ηρεμώ, χαλαρώνω κλπ

Όπα, ρε ξεπάρκαρε. Μην τρελαίνεσαι. Όλα θα φτιάξουν.

Αυτή πάει να ξεπαρκάρει κυριολεκτικά - οι υπόλοιποι χρειάζονται να ξεπαρκάρουν σλαγκικά. (από Galadriel, 27/02/09)Ξεπάρκαρε ρε φίλε (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα.

- Πώωω, χθες το βράδυ με πιάσανε οι τροχόμπατσοι και με ξέσκισαν εντελώς...
- Γιατί;
- Πήγαινα κομμάτια με το αμάξι, δεν φορούσα και ζώνη... Γάμησέ τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω γρήγορα σε στροφές. Η συνηθισμένη κατάληξη είναι να βγαίνω με τις ζάντες.

Ναι είναι τρελός οδηγός, μπαίνει με τις μπάντες και βγαίνει με τις ζάντες, λολ.

(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο στο έδαφος από γλίστρημα ή παραπάτημα. Η έκφραση ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες 80 και 90, αλλά έχει αντικατασταθεί. Ετυμολογικά δεν υπάρχει γνωστή εξήγηση, αλλά περιέργως αποτυπώνει μάλλον εύστοχα την ατυχή εξέλιξη για τον παθόντα. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα τρώω και ενίοτε με το ρήμα παίρνω.

Έφαγε έναν μπίστο ο Φώντας, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά στη γνωστή μάρκα γερμανικών σπορ αυτοκινήτων Porsche. Η επιλογή του Πορσικό έναντι του ορθού Πόρσε για να περιγράψει όχημα της προαναφερθείσας μάρκας υποδηλώνει αφενός μεν τη μαγκιά του ομιλούντος, αφετέρου δε την προσπάθεια ελληνοποίησης λέξεων που οδήγησε στο να λέμε αηδίες του τύπου φυλλομετρητής, εξυπηρετητής, σάρωση και λοιπά.
Μια πιο αθώα εκδοχή για την προέλευση/σημασία της λέξης είναι ότι έχει ομοιοκαταληκτική σχέση με το ιππικό, γεγονός που σαφώς αντανακλά την ομολογουμένως μεγάλη ιπποδύναμη των αυτοκινήτων αυτών.

Σπανιότερα, απαντάται και ως Φεραρικό. Λόγω τιμής ίσως;

  1. - Παρκάρω το γκολφάκι το GT έξω από την καφετέρια και πάνω που πάω να κάνω το μουβ στο Μαράκι, σκάει μύτη ο Νώντας με το Πορσικό και μένω με το πουλί στο χέρι. Άστα να παν... Άτιμη κενωνία!

  2. - Το Πορσικό πολύ το αγαπώ, πολύ το αγαπώ εγώ το Πορσικό! (σ.ς.: τραγουδιστά, προφανώς από τον ευτυχή ιδιοκτήτη.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των εν Ελλάδι αγώνων αυτοκινήτου. Παρά την αναφορά σε θηλυκό όνομα, αποδίδεται σε οδηγούς που γενικώς δεν το έχουν ρε παιδάκι μου. Επειδή η αγωνιστική οδήγηση θέλει χέρια, ο αργός και φοβητσιάρης οδηγός λέγεται κουλός. Το δεύτερο συνθετικό Μαρία βάζει ακόμη μια κοροϊδευτική πινελιά, εννοώντας προφανώς ότι της Μισέλ Μουτόν εξαιρουμένης, η αγωνιστική οδήγηση είναι για άνδρες και ο συγκεκριμένος τύπος οδηγεί σαν γυναίκα. Πάντως αν ασχολείσαι με το άθλημα, δεν είναι καλό πράγμα να σε χαρακτηρίσουν έτσι και ή παράτα τα ή σοβαρέψου επιτέλους.

- Τον μάγκωσα σε τρεις ειδικές τον μαλάκα και μ' έκοψε πάνω που πήγαινα για βάθρο.
- Αφού είναι κουλομαρία ρε μαλάκα, τώρα θα τον μάθεις το Βρασίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που διαθέτει κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητο και κάνει μαλακίες στους δρόμους, προκαλώντας χάος. Συνήθως στο παρμπρίζ έχει αυτοκόλλητο με τη φίρμα του ομώνυμου συνεργείου-βελτιωσάδικου. Επίσης, όταν βρίσκεται σε πλατείες-πασαρέλες, ανοίγει παράθυρα και παίζει τέρμα σκυλάδικα ή beatάκια που καλύπτουν τη μουσική των καταστημάτων.

- Τόλη, κόψε αμάξι το άτομο...! Χάρος με ρόδες!
- Ναί ρε Μπάμπη. Μπουλέκος ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με την έκφραση μαλλιά κουβάρια (πχ. «αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια») που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μπερδεγουαίυ κατάσταση, τα μαλλιοκούβαρα είναι άλλου παππά ευαγγέλιο. Είναι τεχνικός όρος του μηχανοκίνητου αθλητισμού που σημαίνει πάω με τσίτα γκάζια, ξεχνάω τι σημαίνει φρένο, έχω μία φόρα εν πάσει περιπτώσει που αν δε με δεις νά 'ρχομαι από πίσω θα περάσω από πάνω σου.

Κι εκεί που πάω εγώ χαλαρά και δεξιά στην παραλιακή βλέπω στο καθρεφτάκι ένα Evo τουμπανιασμένο να 'ρχεται μαλλιοκούβαρα. Κατεβάζω, τουρμπίζει και της δίνω και είμαστε τώρα και κυνηγιόμαστε μέχρι τον Πράπα μέχρι που σκάει από την Αχιλλέως μπατσικό και λέω την κάτσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».

- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...

Βλ. και φλατζοκαμμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της μάρκας αυτοκινήτων Μercedes.

- Θυμάσαι τον Νικολάκη που ήμασταν συμμαθητές; Τον πέτυχα προχθές να σωφάρει Μερσέντα μαύρη με φιμέ τζαμιλίκι! Ανέλαβε τη σουβλακερί του πατέρα του και τα κονόμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified