Selected tags

Further tags

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε αυτοκινούμενο όχημα, δίτροχο ή τετράτροχο, του οποίου η ημερομηνία τελευταίου σέρβις (για να μην πούμε έκδοσης) αριθμεί τουλάχιστον 20 έτη. Αν και στην κοινή συνείδηση, ο ματρακάς φέρνει στο νου παμπάλαιο αμάξι που ακούγονται οι λαμαρίνες και διάφοροι ακατανόητοι ήχοι σε ακτίνα χιλιομέτρων, δεν σημαίνει πως ο όρος σκιαγραφεί μόνο αυτά. Μπορεί κάλλιστα να είναι πιο καινούργιας βερσιόν όχημα, που όμως να είναι κακοσυντηρημμένο, τρακαρισμένο (αλλά να κυκλοφορεί, παρόλα αυτά) ή, αν αναφερόμαστε σε δίκυκλο, φέρτε στο μυαλό σας τις Ζούνταπ ή εκείνα τα τρίκυκλα που είχαν παλιά οι μπακάληδες ή οι λαϊκατζήδες.

Κύρια χαρακτηριστικά τους:

  • Κομμένη εξάτμιση ή καζανάκι που σέρνεται (εάν υπάρχει)
  • Βαθουλώματα από μικρές στούκες (συνήθως σε κολονάκια ή κράσπεδα)
  • Απαραίτητα ρόδες χωρίς τάσια
  • Αυτοκόλλητο από μάρκα λιπαντικών ή συνεργείου που έχει βαρέσει φαλιμέντο από το 1981
  • Σχάρα (στα 4τροχα) και χταπόδι (στην σχαρούλα 2τροχου)
  • Σέλα μπαλωμένη με ταινία μονωτική (2τροχο)
  • Σπασμένο κρύσταλλο στα φανάρια (όχι όλα) ή διαφορετικού χρώματος (διότι όταν έγινε το σέρβις δεν υπήρχε ανταλλακτικό μαμά, έτσι καταφύγαμε σε λύση-πατέντα)
  • Ψιλο-ξεχαρβαλωμένος προφυλακτήρας
  • Χαρτόνι στο τριγωνάκι, εκεί που κανονικά είναι τζαμάκι αντίστοιχου σχήματος, στο παράθυρο της πίσω πόρτας.
  1. - Βαγγέλη το βραδάκι θα περάσω εγώ να σε πάρω, οκ ; - Τι, με τον ματρακά σου; Άσ' το καλύτερα, δεν παίρνω ταξί...;

  2. - Με γεια το τουτού ρε φίλε....! - Εε, ντάξ μωρέ... ψιλο-χρέπι είναι, αλλά μου το 'δωσε ο μπάρμπας μου που δεν το ήθελε ... - Μαλάκα τι λες; Έχεις και παράπονο; Πολύ μαφιόζικο το εργαλείο....

  3. - Έμαθα ο Νίκος ήταν χτες στα Λιμανάκια. - Γιατί; Έστηνε κόντρες με τον ματρακά του; ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! - ... ΧΑΧΑΧΑΧΑ!

ματρακας (από ο αυτοκτονημενος, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντίγραφα, πανομοιότυπα έγγραφα, εκ του αγγλικού copy, πληθ. copies. Στην κυριολεξία.

Σλανγκιστί ο όρος χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους που ασχολούνται με το ευγενές άθλημα του στησίματος των διαφόρων κωλοφτιαγμένων αυτοκινήτων τους. Σημαίνει ότι η κόντρα έληξε ισοπαλία, 0-0, πήγαιναν εντελώς τελείως μαζί και δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπήρχε διαφορά (εκτός αν είναι μουτζουξυλιάρης), όπως δύο κόπιες δηλαδή.

Συντάσσεται με το ρήμα «πάω», κυρίως στον παρατατικό.

- Πώς πήγε ρε Λάκη το χθεσινό στην Κερατέα; Το 'στησες το χρέπι σου με το EVO του Μητσάρα με τα 1500 άλογα;
- Ποιό χρέπι ρε άσχετε; Χρέπι το Ιμπιζάκι το Top Gun; Σε πληροφορώ ότι πηγαίναμε κόπιες μαλάκα...
- Ναι ε;... Εκείνος το ξέρει; Τσου ρε Λάκη...

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος προέρχεται απο τους μηχανοκίνητους αγώνες αντοχής στη Γαλλία γνωστούς και ως Bol d'Or.

Στην Ελλάδα το λέμε για ογκώδεις μηχανές μεγάλου κυβισμού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν fering (=προστατευτικό φτερό μηχανής για την κατακράτηση των λαδιών του κινητήρα, όπως επίσης και για καλύτερη αεροδυναμική)…

...και κάνουν και «βρουμ βρουμ».

-Πω ρε μαλάκα κοίτα ενα μπολντόρι..!
-Τι μπολντόρι ρε παπάρα! Γουρούνα είναι αυτό! Έμαθες μια μαλακία και τη λες συνέχεια!

(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών (αντιγραφή από τον προηγούμενο ορισμό - σπεκ στους προλαλήσαντες).

Επιπροσθέτως: Τα γνωστά Ελ-Έι-Ντι-Έι (LADA) δεκαετίας 80 που κυκλοφορούν ακόμα περήφανα στους δρόμους - κυρίως με οδηγούς μικρής ηλικίας - και τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός σε λεωφόρους και στενοσόκακα αδιακρίτως.

Οι πιλότοι τον μιγκ είναι ένα επίπεδο πάνω από τους ιμπιζάκιδες: συνήθως οι δεύτεροι κάνουν την κάβλα τους με το πρώτο αυτοκίνητο που αγόρασαν (κάποιες φορές με τα λεφτά του μπαμπά), ενώ οι πρώτοι καβλώνουν με το ίδιο το αυτοκίνητο του μπαμπά (που τις περισσότερες φορές είναι κάποιος σκληρά εργαζόμενος βιοπαλαιστής που μένει τελικά χωρίς αυτοκίνητο).

- Σιγά ρε μαλάκα, τρελάθηκες; Τι το 'κοψες έτσι απότομα δεξιά, έγινα μουνί με τον φραπέ, το κέρατό μου μέσα!
- Άντε γαμήσου και συ ρε παπάρα με τον φραπέ, δεν λες που την γλυτώσαμε από το μιγκ που με έκλεισε, κάτσε να συνέλθω από την ταχυπαλμία και στα χώνω μετά.

Βλ. και ρώσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυνατή γκαζιά που κάνουν οι μηχανόβιοι πατώντας γκάζι με την ταχύτητα στο νεκρό και έχει χαρακτηριστικά ξερό και εκκωφαντικό ήχο.

Αυτή την ξερογκαζιά συνήθως οι διάφοροι κάγκουρες του δίτροχου την κάνουν για να πουλήσουν μούρη, καθώς θεωρείται τρελή μαγκιά και μέγιστος μουνομαγνήτης.

  1. (Από εδώ)
    Βρισκομενοι λοιπον επι της Λ. Φυλης (οχι την γνωστη :D ) μας πιανει φαναρι.
    Αριστερα εγω,δεξια αυτος.Λεω για να δουμε,θα τσιμπησει;;;Ριχνω μια ξερογκαζια,με κοιταει με το γνωστο υπεροπτικο βλεμμα και ξανακοιταει μπροστα.
    Τελος παντων δεν καταλαβα αν θα εκανε τιποτα αλλά εγω ημουν ετοιμος για παν ενδεχομενο.Αναβει το φαναρι,παω να ξεκινησω χαλαρα,και καταλαβαινω οτι αυτος σανιδωνει.Οποτε ενστικτωδως σανιδωνω και γω.Δηλαδη ανοιξαμε απο πρωτες ρολαριστες.

  2. Μας έχουν ζαλίσει τ' αρχίδια όλοι αυτοί οι σκατόφλωροι με τις ξερογκαζιές τους έξω από το μαγαζί!

Παρεμπιπτόντως, να πώς ξεχωρίζουμε τη μάρκα της μηχανής από τον ήχο που βγάζει... :) (από Cunning Linguist, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.

Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...

Στην άκρη, λούγκρες με τα καινούργια... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified