Selected tags

Further tags

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.

  1. Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.

  2. Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.

Δες και σετ α λα μαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μοντέλα της BMW. Κλασικό όνομα για τους λάτρεις των χλιδάτων αμαξιών.

Πω ρε φίλε ο Καγκουρόπουλος χτύπησε μια μπέμπα άλλο πράμα. 220 άλογα τελική πιάνει.

Βρε πώς έχεις στρογγυλέψει, μπέμπα, μπέμπα! (από Hank, 03/02/09)Μμμ! Ωραία μπέμπα (από GATZMAN, 30/11/10)

Σχετικά: μπεμπόνι, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαράβαλο αυτοκίνητο.

Ο όρος προέρχεται από τα κακής ποιότητας αυτοκίνητα του πρώην ανατολικού μπλοκ, την δεκαετία του '60-'70, όπως ήταν το Moskvich.

-Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σας κ. Τάκη;
-Σπρώξοβιτς!

Got a better definition? Add it!

Published

Στη στρατιωτική γλώσσα τα παλιά Ρέο (στρατιωτικά φορτηγά) λόγω του ότι η χρονολογία κατασκευής (γύρω στο '60-'65) και η προέλευση (Αμερική) παραπέμπουν στον πόλεμο του Βιετνάμ (ίσως και να περάσαν όντως απο Βιετνάμ, διόλου απίθανο!).

-Ρε σειρά με τι κατέβασες τα παιδιά στο πεδίο βολής;

-Με τη Βιετναμέζα, ευτυχώς που ζούμε ακόμα!

Δείγμα στρατιωτικού οχήματος Ρέο (M35). (από patsis, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατοαπασχολούμενη χαμηλοαμοιβόμενη φυλή ανθρώπων με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Σκοπός της φυλής είναι μια μεγάλη μέρα κάποιος εκπρόσωπός της (ο μεσσίας σύμφωνα με τα χαλκινα βιβλία) να καταφέρει να πάρει ένα LADA (το άγιο δισκοπότηρο) από μια μάντρα ή έναν γκρεμό να το φτιάξει και να το κάνει όσο πιο άσχημο και θορυβώδες γίνεται (που είναι το εύκολο κομμάτι), αλλά και να μπορεί να βάλει κάτω για πλάκα οποιαδήποτε Ferrari, Lamborghini ή ότι άλλο χρειαστεί (που είναι το δύσκολο κομμάτι). Σημειώνεται ότι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ κανείς, οπότε μοιραία ολόκληρη η φυλή είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.

-Πού χάθηκες ρε καραβανά;
-Πήγα Παρίςςςς που με είπαν για ένα καλό Lada σ' έναν γκρεμό, αλλά δε μ΄άρεσε.

Βλ. και καραβανάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
ύστατος + (αγγλ. flash = σηματοδότης).
Ο ασυνείδητος οδηγός που θυμάται ή συνηθίζει να ανάβει τον σηματοδότη (φλας) ένα ή δύο μέτρα πριν τη στροφή.

Παραλίγο να γίνει καραμπόλα γιατί ο μπροστινός ήταν υστατοφλάστης.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Αξεσουάρ αυτοκινήτου / μοτοσυκλέτας.

  2. Τύπος μαλλιού, καθώς ο όρος πιο συχνά συναντάται σαν μαλλί-λασπωτήρας ή χαίτη-λασπωτήρας. Είναι η κουπ που συνδυάζει φράντζα και χαίτη, όπως για παράδειγμα ο Πάνος Μιχαλόπουλος, την δεκαετία του '80.
    Πιο πρόσφατα, άξιος εκπρόσωπος και φορέας του εν λόγω λουκ, ήταν ο Γιώργος Λεμπέσης (για κάποιους και ο Νίκος Κουρκούλης, αλλά πριν του μακρύνει τελείως το μαλλί).

- Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι; Άντε κοφ' την χαίτη - λασπωτήρα, εν έτει 2007!

- Ρε, είδες το γκολάκι που έβαλε ο Χ; - Ποιος απ'ολους ήταν αυτός; - Έλα ρε, το εξτρέμ, εκείνος ο ξανθός με το μαλλί - λασπωτήρα.... - Αααα....!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός που επιδίδεται σε επικίνδυνη οδήγηση για εντυπωσιασμό.

Συνήθως συμμετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες σε δημόσιους δρόμους (κόντρες).

-Ο Μάκης; Τρελαμμένος κοντράκιας, αλλά πολύ απρόσεκτος, δεν έχει αφήσει κολώνα για κολώνα όρθια!

Got a better definition? Add it!

Published