Further tags

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο edepziz —σημαίνει ανάγωγος, άνθρωπος χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη, στην τρέχουσα, έχει εξαφανισθεί. Μπορεί να την ακούσετε από άνθρωπο μικρασιατικής καταγωγής μιας κάποιας ηλικίας που θυμήθηκε τις ρίζες του την ώρα που του ήρθε να ρίξει μπινελίκια. (παρ. 1)

Πάντως, η λέξη απαντάται σε λογοτεχνικά κείμενα (παρ. 2) και τη χρησιμοποιεί πού και πού και ο Δημήτρης Ψαθάς.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Γ. Σεφέρης έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Τα Εντεψίζικα». Εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και ο ποιητής εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης. Είναι από αθυρόστομα έως πορνογραφικά (παρ. 3 και παρ. 4).

Αν κάποιος θέλει να διαβάσει όλα τα «Εντεψίζικα», μπορεί να τα βρει εδώ.

  1. Ε, κακόχρονο νά 'χεις... πεζεβέγκη... ζεβζέκη... εντεψίζη...

  2. Όλα ξεχαστήκανε την άλλη μέρα. Ρωμιοί και Οβραίοι φιλιωμένοι όπως και πρωτύτερα. Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες; (από το διήγημα του Κοσμά Πολίτη «Με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε», αποδελτιωμένο στο www.sarantakos.com)

  3. Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κ' ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: «Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; - Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

  4. Στο φως του λύχνου σ' έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
    και στο καταμεσήμερο κέρατα μού 'χες στήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση δηλωτική αρνήσεως παράλογων ή και εύλογων ακόμη απαιτήσεων με έναν ή πολλούς αποδέκτες.

Συχνά συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση (άρπαχτον) η οποία έχει νόημα ταυτόσημο.

- Θα μου δώσεις το αμάξι να κάνω κάτι δουλειές; (αύριο)
- Πάρε τα αρχίδια μου! (από σήμερα)

(από Vrastaman, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια παροιμία, που δεν μας την έμαθαν όταν έπρεπε. Υπάρχει μια σειρά παροιμιών με το μουνί, μεταξύ των οποίων και οι:

  1. Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει

  2. Το μουνί και το δελφίνι να ησυχάσω δεν μ' αφήνει

  3. Το μουνί σέρνει καράβι (με πολλές συμπληρώσεις, βλ. το αντίστοιχο λήμμα)

  4. Το μουνί δεν είναι αρνί για να παίζει στα γρασίδια, το μουνί θέλει παιχνίδια και έναν μπούτσο με αρχίδια

  5. Το μουνί δεν είναι βιόλα, να το παίζουνε πολλοί.

Και η δική μας:

  1. Το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει (με ψευδο-ομοιοκαταληξία).

Για συμπλήρωση της παραπάνω λίστας, όσοι σλανγκιστές προσέλθετε!

Οι παραπάνω παροιμίες αποτελούν λαϊκές αθυροστομίες, συχνά αποκριάτικες και έχουν βαθιές ρίζες στη λαϊκή θυμοσοφία. Δεν είναι τυχαίο ότι το μουνί παρομοιάζεται με πολλά ποικιλότροπα φυσικά όντα (χταπόδι, δελφίνι, πριόνι, αρνί, βιόλα), αφού το μουνί είναι η μήτρα όλου του φυσικού κόσμου, αλλά και του καλλιτεχνικού και τεχνολογικού (βλ. εδώ), όπως έχει συλλάβει και η εσωτερική σοφία του μουνισμού.

Ειδικά το «το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει» ομοιάζει με το «το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει». Και τα δύο θέλουν να δείξουν την αξία της προσπάθειας, του κόπου, ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο εκ των προτέρων. Πρόκειται για τις αξίες των παραδοσιακών σιναφιών των ψαράδων στην μία περίπτωση, των μαραγκών στην άλλη, που θέλαν να περάσουν στους επιγόνους τις παραδοσιακές επαγγελματικές αξίες με τέτοια γνωμικά. Για το μουνί χρειάζεται μάθηση, όπως και για το πριόνι, αλλά αυτή η μάθηση κερδίζεται με πολλή εμπειρία και κόπο, όπως για να γευτείς το χταπόδι.

Πάντως, προς τιμήν του μουνιού, οφείλουμε να πούμε ότι είναι εύπλαστος δέκτης της διαμόρφωσης του τεχνίτη, και ευάπλωτος. Δηλαδή συνεργάζεται μαζί σου κι εντέλει η λαϊκή θυμοσοφία αφήνει ένα αισιόδοξο μήνυμα ότι θα είναι κάθε αύριο και καλύτερα. Εσύ πρέπει να κάνεις το καθήκον σου που είναι να χτυπάς, και τα άλλα θα έρθουν λίγο πολύ από μόνα τους.

Το «χταπόδι» βεβαίως δεν είναι τυχαία παρομοίωση. Το μουνί είναι η κατεξοχήν χταποδιάρα, αλλά και ο πούτσος είναι έχει την τάση να γίνεται χταπόδι, αν προετοιμαστεί κατάλληλα με θαλασσινό βιάγκρα. Έτσι το μουνί μπορεί σιγά σιγά να απλωθεί σαν χταπόδι μαλακωμένο από τις πλαγιοκοπήσεις του ετέρου μισού του, μέσα σ' ένα θαλάσσιο πηδύλλιο.

Όμως αν σε πιάσει το χταπόδι δεν σ' αφήνει να ησυχάσεις, κι αυτό είναι το κοινό που έχει με το δελφίνι στην ετέρα παροιμία. Η παροιμία με το δελφίνι είναι μια νταλγκαδοπαροιμία για τις δυσανεξίες του έρωτα, που εκφράζει υπέροχα ο Τζίμης Πανούσης στο άσμα του Παραρτήματος.

Trivia: για μια εναλλακτική εκδοχή του δελφινιού, βλ. εδώ. Για άλλο νταλγκαδοέμπνευση του Πανούση, βλ. το λήμμα: «Μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει».

  1. Βάγγελας: - Λοιπόν, Μένιο, καλά μου λεγε ο ψαράς ο πατέρας μου (Θεός σχωρέστον εκεί που βρίσκεται) ότι «το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει». Τόσο καιρό μου έσπαγε τα μάρμαρα η Λίλιαν ότι δεν αντέχει άλλο την παθολογική μου ελεφαντίαση και αλογίσια μου την ανέβαζε, γαϊδουρίσια μου την κατέβαζε! Τώρα όμως, μετά από την απαραίτητη προεργασία που της έκανα με το χτύπημα, γλυκάθηκε, κι έχει να μου λέει «Βάγγελα είσαι και ο πρώτος γλυκοτσούτσουνος!».
    Μένιος: - Έτσι όπως τα λες, Βάγγελά μου, το «μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει»! Σοφή παροιμία! Αλλά δεν μου την έμαθε εμένα ο πατέρας μου ο τσέλιγκας!

(Και μέσα του σκέφτεται ο πονηρός νεανίας: «Μού 'μαθε όμως το: το μουνί δεν είναι αρνί για να παίζει στα γρασίδια! Πού νά 'ξερες Βάγγελα, πόσοι άλλοι έχουμε βοηθήσει για να απλώσει η Λίλιαν σου!». Κι ενώ οι δύο καρδιακοί φίλοι απολαμβάνουν το θαλασσινό βιάγκρα καθ' οδόν προς παντελονόψαρα, η Λίλιαν ξαναγυρίζει (για νιοστή φορά στον Πέρη, την πρώτη αγάπη της... Τέλος ραψωδίας.)

  1. (Για χάρη των απαραίτητων δημοκρατικών πολ(λ)ώσεων πρέπει να παρουσιάσουμε και τον αντίλογο, από ένα φόρουμ): Η παροιμία «Το μουνί και το χταπόδι όσο το βαράς απλώνει» δεν υφίσταται. Το μουνί έχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος, δε μπορεί να μεγαλώσει, ή να μικρύνει. Και όχι, δε ξεχυλώνεται [sic]. Αν ένα μουνί σας μοιάξει ξεχυλωμένο, τότε ή μικροψώληδες είστε, ή απλά το μουνί αυτό είναι αρκετά μεγάλο... Γι' αυτό έχουν πέραση τα στενά xD Με τον κώλο από την άλλη, μετά κάποιες φορές, αρχίζει σιγά σιγά κι ανοίγει..

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ

Το Μουνί και το Δελφίνι (Τζίμης Πανούσης)

Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα,
λίγα γελαστά τσιγάρα,
κλείνω στο δωμάτιο μου
παίρνω τον ομμάτιων μου
κάνω κότσο το μαλλί μου
και μαθαίνω στο παιδί μου
να μισεί το Φρανκ Σινάτρα
να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα

Θέλω να σε κάνω ταίρι
να σε βγάλω στο πανέρι
να σε δώσω όσο όσο
από σένα να γλιτώσω
Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει

πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη

Όταν δεν μπορώ, το θέλω
κι όταν το μπορώ, δε θέλω
Πώς να παίξω τον Οθέλλο
με καουμπόικο καπέλο;
Κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει
η ζωή μας ακριβαίνει
Ζήτω η παχυσαρκία
τα πολύ χοντρά αστεία

Τίποτα, τίποτα δεν έχω να σου πω
Τίποτα, τίποτα, είναι όλα στο κενό
Τίποτα, τίποτα, μια τρύπα στο νερό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως μειωτικός-απαξιωτικός χαρακτηρισμός που προφέρεται με υφάκι και τόνο ειρωνικό, χρησιμοποιείται δε προκειμένου να επειτείνει το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως τιποτένιας. Αν και δεν υπάρχει διάκριση ηλικίας, συνήθως δεν χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε κοπέλα μικρής ηλικίας (αυτή θα είναι συνήθως ψωλίδι ή ψωλίτσα).

- Ρε μαλάκα, αφού ο Βάζελος είναι ομάδα της χούντας...
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε μαλάκα;
- Είδα χθες στην τηλεόραση τη γυναίκα του Παπαδόπουλου που το έλεγε!
- Ποιά μωρέ, αυτή η ψώλα... γάμησέ την αυτήν...

(από Galadriel, 27/11/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα ψωλέτα, ψωλού, η, ψωλίστ, ξεψώλι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν ουσιαστικό σημαίνει πουτάνα. Σαν επίθετο, απ' όπου και κατάγεται ετυμολογικά το ουσιαστικό, χαρακτηρίζει κάτι με την ιδιότητα του καθαρού.

Η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.

Τη μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες πουτάνες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πουτάνας.

Μαρίκα: Να χαίρεσαι τη νύφη σου, καλή κοπέλα φαίνεται. Και καθαρή...
Κατίνα: Άσε με Μαρίκα μου, να δω τι θα κάνω με τη παστρικιά που μου κουβάλησε ο γιος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.

- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!

Got a better definition? Add it!

Published

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified