Προερχόμενη από ελληνική ταινία, ατάκα του Θανάση Βέγγου για την ουσία της γυναικείας φύσης.

Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν ενδιαφέρονται για γυναίκες με ιδιαίτερη εμφάνιση ή για πνευματώδη θηλυκά, μιας και το σκοτάδι εξομοιώνει τις καταστάσεις.

(Στο μπαρ ο ένας κολλητός στον άλλο):
- Καλά τα γκομενάκια απέναντι, πάμε να τους μιλήσουμε;
- Δεν ξέρω, άσε καλύτερα... δε μου αρέσει πολύ αυτή στα δεξιά
- Έλα μωρέ, σβησθείσης της λυχνίας πάσα γυνή ομοία!
- Καλά λες! Βουρ στον πατσά!

βλ. σχόλιο του χρήστη ΠΡΩΤΕΑ παρακάτω
βλ. και μία μάνα τους έχει γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.

Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.

(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως παρεμφερής ορισμός με το δάγκωσα το καβλί μου όταν κάνει πολύ κρύο...

- Ρε συ ... πώς είναι ο καιρός έξω;
- Γάμησέ τα... δάγκωσα τα αρχίδια μου!!!!

New testicle eating champion crowned (από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλόχερο κυριολεκτικό:

Tο χέρι που μπαίνει στον κώλο (ντρέπομαι, αλλά πώς αλλιώς να το εκφράσω). Μπορεί να σημαίνει και το απλό πιάσιμο κώλου με την καλή την έννοια, αλλά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο όρος ταυτίζεται με το «κωλοδάχτυλο», δηλαδή το δάχτυλο που μπαίνει στον κώλο (αλήθεια ντρέπομαι, αλλά παστοδιάλο).

Κωλόχερο μεταφορικό :

  • Με την μορφή χειρονομίας: Διαμαρτυρία, έντονη αντίθεση, εδώ ο όρος συμπίπτει με τον αντίστοιχο μεταφορικό του «κωλοδάχτυλου». Άμα το σηκώσεις μπροστά στην μούρη του αλλουνού ή και από απόσταση, εκφράζεις έναν σαφέστατο υπαινιγμό ότι τον έχεις για τον μπέο, πράγμα κάπως προσβλητικό αν το σκεφτεί κανείς.
  • Συνήθης χρήση ως δριμεία παρατήρηση, έντονη κατηγόρια, κατσάδιασμα, ξεχέσιμο, ρομπατσίνα. Σαν να λέμε, «βάζω κωλόχερο» θα πει, επικρίνω σε επίπεδο προσβολής, πατάω χέσιμο σε κάποιον.
  • Αθλητικά: το κωλόφαρδο χέρι που χώνει τρίποντα στο μπάσκετ από την αντίπαλη ρακέτα, που διαλέγει το σωστό αντίπαλο στην κλήρωση του champions league, που γενικώς εκφράζει φάρδος, αλλά και, ενίοτε, ικανότητες.

Σχετικό λήμμα: στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.

*Asist: Hank από ΔΠ* :)

Κυριολεκτικόν: Τον ανδρισμό δεν τον ορίζει ούτε αυτό που έχει το αρσενικό ανάμεσα στα σκέλια του, ούτε ο πρωκτός του, ούτε το αν θα με αφήσει να του βάλω ένα απλό κι αθώο κωλόχερο. Έχω μία φίλη, που όταν περνώντας ο άντρας της από δίπλα της του βάζει κωλόχερο, εκείνος την στραβοκοιτάζει και της λέει «τι με πέρασες μωρή; Αδερφή;»

Κατσάδιασμα #1: Τελικά το χούι δεν κόβετε, δεν φτάνει που το έκανε πέρυσι και έφαγε κωλόχερο από την Victoria, αλλά το ξαναέκανε και φέτος. Ό λόγος βέβαια γι’ αυτόν τον αλητήριο τον David Beckham. Ο οποίος τάχα μου πήγε να δει τους LA Lakers στον αγώνα με τους Portland Trailblazers, και σε κάθε ευκαιρία δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνω από τα κοριτσάκια που κάνουν cheerleading για την ομάδα των Lakers.

Κατσάδιασμα #2: Απλά μου τη σπάει απίστευτα το στυλάκι που έχουν κάποιοι στα discussions της apple, όπου απελπισμένοι άνθρωποι που ξέρουν πολύ λίγα πράγματα από υπολογιστές, ζητούν βοήθεια και αντί για βοήθεια τρώνε κωλόχερο επειδή έκαναν post σε λάθος thread...

Διαμαρτυρία:Τώρα που το σκέφτομαι θα βόλευε πολύ καλύτερα αν μεταμορφωνόμουν σε τεράστιο κωλόχερο, ναι, ένα τεράστιο κωλόχερο που θα περπατάει στη πόλη, ένα τεράστιο κωλόχερο αφιερωμένο στην ασχήμια και τη βρωμιά της, στο μίζερο ουρανό και τους σκοτεινούς κατοίκους της, στο καταθλιπτικό παρόν και στο γκρίζο μέλλον της, στην αδιαφορία και τον σταρχιδισμό της, στη τερατοφιλία και το μαζοχισμό της.

Αθλητικό: Τί κωλόχερο είχε ρε παιδιά!!!Απ’ όπου κι αν σηκωνόταν,μέσα ήταν!!Αλλά θα μου πεις,όταν αφήνεις Σέρβο να σουτάρει ελεύθερος,τότε το “πλεκτό” θα κουνηθεί!!!!

Mes: θα μας κάψει ο θεός μ αυτα που λετε! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει και σε «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Με ξεγέλασες, με εξαπάτησες, μου την έφερες. Μου έκρυψες την πραγματική αλήθεια ή μέρος της, με παραπλάνησες, με άφησες να πιστεύω ό,τι, και τελικά τον ήπια χαλαρά επειδή σε εμπιστεύτηκα. Μου 'ταξες λαγούς με πετραχήλια και στο τέλος πήρα το μακρύτερο, που σημειωτέον δεν ήταν αυτό που ήθελα να πάρω.

Η έκφραση στην κυριολεξία της εννοείται ότι αναφέρεται σε ένα δραματικό σκηνικό σεξουαλικής φύσης ή με σεξουαλικό υπονοούμενο, σε φάση:

Το αντικείμενο, έχει δει στο διαφημιστικό φυλλάδιο (λέμε τώρα) που τού 'δειξε το υποκείμενο, μία ξεχωριστή πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν), όμορφη, τροφαντή, στρουμπουλή, λαχταριστή και τέλος πάντων του γούστου του, γεγονός που του δημιούργησε προσδοκίες για τρελά γλέντια, σουπεροργασμούς και αμοιβαία διασκέδαση...

...όταν όμως ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα να την φάει επιτέλους (και αφού βεβαίως το τίμημα είχε ήδη πληρωθεί ή τεσπά είχε γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη), το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Η πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν και πάλι, δηλαδή έλεορ), που μπήκε ήταν άλλη, πολύ κατώτερης ποιότητας από αυτή που είχε αρχικά επιδειχθεί κι έτσι το αντικείμενο, αντί για την απόλυτη ικανοποίηση που ανέμενε βάσει των δεδομένων που του είχαν παρασχεθεί, τελικά γαμήθηκε με αμμοχάλικο όπως δεν ήταν, αλλά θα έπρεπε να ήταν, αναμενόμενο.

Η φράση «άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» λέγεται συνήθως με ύφος παραίτησης, θλίψης και περισυλλογήςγια το νόημα της ζωής και όχι τόσο με μήνη, κακία ή εκδικητικότητα. Τον ήπιαμε τον τιμημένο, ναι τον ήπιαμε, έφταιγε ο άλλος, ναι έφταιγε, αλλά δεν θα αντιδράσουμε: απλά θα υποχωρήσουμε με μεγαλοπρέπεια και θα αφήσουμε το σύμπαν να αντιδράσει για πάρτη μας, ώστε να επέλθει η απαιτούμενη ισορροπία.

Εδώ που τα λέμε τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις, και το σύμπαν που σε καθοδήγησε να εμπιστευτείς τον μαλάκα, «άλλη σου έδειξε άλλη σου έμπηξε». Πίκρα; Νιεεε, όλα εδώ πληρώνονται, νομίζω;;

Παραδειγματάκι 1:
- Μου 'ταξε ότι όταν θα έβγαινε, θα με έκανε General Office Assistant λέει, τίτλος με αρχίδια! Και κοίτα που κατάντησα τώρα όλοι να τα ξύνουν και μένα να 'χει πιξελιάσει η μούνα μου. Τελέρε φίλε, θα πάω να του πω, ετσίπαμε; Καλά σου ρε, καλά σου, άλλη μου 'δειξες άλλη μου 'μπηξες, αλλά από το Θεό θα το 'βρεις παλιόπουστα, κάτσε τώρα να σου φτύσω στον καφέ ασταδγιάλα. Όχι, αυτό δεν θα του το πω, να πα να γαμηθεί, να τον φάει ο σταφυλόκοκκος και να μην ξέρει από πού του 'ρθε.

[σ.ς. άσχετο - αυτό το να μου φτύνει τον καφέ ο βοηθός μου, με ροχάλα τίγκα στο μικρόβιο και μετά να χορεύει πανσέληνο πάνω από τον τάφο μου, είναι προσωπικός εφιάλτης, δηλαδή νιώστε έτσι;].

Παραδειγματάκι 2:
Εδώ: ...Άλλωστε η ίδια δεν είχε διστάσει να κάνει προσωπική εκστρατεία συλλογής των ψήφων των ομοφυλοφίλων στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Προφανώς και στη Χιλή ισχύει το «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό αυτό ρήμα έχει μια δευτερεύουσα σημασία που έχει ήδη λεξικογραφηθεί (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο για θηλυκή γάτα και σημαίνει πως αυτή είναι σε περίοδο αναπαραγωγής (οίστρος). Σε αυτή τη φάση το κατοικίδιο αλλάζει συμπεριφορά, γίνεται νευρική, τρίβεται δεξιά κι αριστερά, βγάζει δυνατά νιαουρίσματα-καλέσματα και σέρνει το κορμί της σηκώνοντας ψηλά το πίσω της μέρος (βλ. εδώ και εδώ).

Το ρήμα χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλουμένη για γυναίκα που την έχουν βαρέσει οι σεξουαλικές τις ορέξεις κατακούτελα και έχει βγει σεργιάνι προς αναζήτηση συντροφιάς. Διότι τότε είναι που θα εφαρμόσει και αυτή στο φουλ τα ερωτικά της τερτίπια, τη γλώσσα του σώματος και τα σιωπηρά ή κραυγαλέα μηνύματα προς τα αρσενικά. Ο όρος έχει έναν βαθιά (πιο βαθιά, έεετς!) πρόστυχο τόνο, φέρνει στο νου κάτι από ζωώδη ένστικτα, γι' αυτό και μπορεί να θεωρηθεί δικαίως προσβλητικός.

- Α πα πα! Μωρό μου, η Μαρία είναι αυτή στο μπαρ με το ανύπαρκτο τοπ; Κοίτα κουνήματα, κοίτα ένα βλέμμα λάγνο! Της σάλεψε της φιλενάδας;
- Εγώ σου τά 'λεγα ρε Δέσποινα να της κάνουμε το κονέ με τον Αποστόλη. Τόσο καιρό απότιστη, φυσιολογικό είναι να σέρνει τώρα...
- Ποιον να σέρνει;
- Καλά άστο.
- Πάω να τη φέρω από εδώ, απ' το να της την πέσει κάνας μαλάκας καλύτερα η παρέα μας.
- Το εννοείς αυτό Δέσποινα; Πράγματι κι εγώ πάντα πίστευα πως εμείς οι τρεις θα κάναμε ένα υπέροχο ζευγάρι...
- Εεε... Τι;

[Φαντασιωθείτε τη συνέχεια της βραδιάς ανάλογα με το φύλο σας...]

Καστράτο του Αρκά, Απρέπειες (από patsis, 05/06/09)Καστράτο του Αρκά, Παρενοχλήσεις (από patsis, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ήδη καταχωρημένου ορισμού, η έκφραση το ματώνω σημαίνει, για γυναίκες, ενδίδω στην αυτοϊκανοποίηση τόσο συχνά και με τόση όρεξη και αφοσίωση που το παρακάνω και το ταλαιπωρώ το γατάκι.

[Based on a true dialogue, Λύκειο, οι ορμόνες μέσα μας κάνουν επανάσταση. Μαρία: μαγκιόρα συμμαθήτρια, θρυλικά μεγάλο στήθος από έφηβη]

- Μαρία πήγες πουθενά για καλοκαίρι;
- Χαλκιδική με τους γονείς μου και μετά κατασκήνωση για κορίτσια.
- Α ρε Μαρία... Τις φαντάζομαι εκεί αθώες και ανέγγιχτες, με τις πυτζαμούλες τους, μαξιλαροπόλεμοι, αλληλοχτενίσματα και αλληλοβαψίματα, γκαυλώνω, χαχαχα!
- Νταξ ρε Πάτση, ας ερχόσουν να με δεις, κερδισμένος θα 'βγαινες. Εκεί όλες το ματώνανε δεξιά κι αριστερά απ' τις γκαύλες, θα σε τρώγανε για δεκατιανό. Άκου ανέγγιχτες...
- Εε τ-τι λε ρε...
- Σού 'δωσα homework ε; Μη μασάς ρε που κάνουν τις Παναγίες, ξύπνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν μία πρόσληψη δεν γίνεται αξιοκρατικά, αλλά ύστερα από πουτσοδότηση ανδρικού μορίου. Λογοπαίγνιο με τα «μόρια», που μετράνε για να προσληφθεί κάποιος σε μια δουλειά. Πρβλ. λήμματα: τσιμπουκωτός, -ή, Ζαχόπουλος, βυζογραφικό.

- Καλά, πώς πήρε αυτή την δουλειά; Αφού δεν είχε τα τυπικά προσόντα!
- Ναι, αλλά ανέβηκε με μοριοδότηση.

(από Khan, 28/02/14)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified