Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέθηκα στην χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος - οικονομική, κοινωνική, εργασιακή κ.λ.π.

Έχω μπλέξει άσχημα με κάτι και δεν μπορώ να ξεφύγω, ή έχω κάποιο πρόβλημα και δεν μπορώ να το λύσω.

  1. Άστα να πάνε παιδιά, έχουμε πέσει στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, η επιχείρηση μας πρέπει να αποφύγει την πτώχευση.

  2. Ο καθηγητής μας έριξε στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα με τις ασκήσεις που μας έβαλε.

(από Khan, 01/05/12)(από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα πάμε γαμιώντας, τρέχοντας.

Ωρε μάγκα μου, τι τρέξιμο ήταν κι αυτό. Τσιμπουκιδόν πήγαμε στην δουλεία σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.

Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.

Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».

Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.

Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.

Βλέπε και πετσάκιας.

Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...

  1. (ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
    - Πστ, πώς είναι τα θέματα;
    - Πέτσα.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πέτσα...

  3. (τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
    - Πέτσα.

Πως πάει η πολιτική του σταδιοδρομία? Πέτσα! (από Vrastaman, 05/03/10)(από gaidouragathos, 13/07/12)

Δες ακόμη τσάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.

- Πώς το κόβεις ρε, θα τα βρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που χρωστάς στον Κορλεόνε;
- Φίλε μου, ένα πράμα θα σου πω: νταλίκα ολόκληρη τίγκα στις καπότες έφυγε για Όλυμπο χτες το πρωί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάσταση κατά την οποία τρέχεις πανικόβλητος και ενώ οι υποχρεώσεις βαράνε κόκκινο, το αφεντικό ή ο προϊστάμενος απαιτεί να κάνεις και επιπλέον δουλειές.

  2. Περιγραφή κατάστασης αναφερόμενη σε κάποιον που τα θέλει όλα δικά του.

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πώς να πάει; Ο διευθυντής μας έχει βάλει τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

  2. Αμάν πιά με την φαταουλίαση σου! Ζητάς και και τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified