Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άνω μέρος του δίκοχου της στολής εξόδου των στρατιωτών λόγω της ομοιότητάς του με το ομώνυμο μέρος της γυναικείας ανατομίας, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα όταν το δίκοχο φοριέται και για αυτό συχνά ράβεται για να κλείσει.

- Ράψε ρε τα μουνόχειλα στο δίκοχο! Με τέτοια κεφάλα πουτάνα το' κανες!

(από Nakas, 21/08/11)Αντιστασιακά μουνόχειλα. (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αυτομάτως προσδίδει κύρος στον κάτοχό του. Παρερμηνεύοντας τα αρχικά, το λήμμα Ph.D μεταφράζεται σε Pretty Huge Dick, ή, ελληνιστί, αυτός ο οποίος διαθέτει αρκετά μεγάλο μόριο.

Κοινώς κρεατόμπαρα, μαλαπέρδα, ανακόντα κ.τ.λ,. το οποίο επίσης προσδίδει μεγάλο κύρος στον κάτοχό του!!!

- Μωρή Τασία, κοίτα πώς φουσκώνει το μαγιό του τύπου!!!!
- Ναι, ναι!! Θα έχει Ph.D...

Βλ. και P.h.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Το αντρικό γενετικό όργανο που ομοιάζει με μακρύ ευθύγραμμο κομμάτι επεξεργασμένου ξύλου, σε τετραγωνική ή ορθογωνική διατομή.

Οι λέξεις κλειδιά είναι το «μακρύ» και το «ευθύγραμμο».

Συνώνυμα: βλ. πέος.

2. Η οδοντογλυφίδα.

Προέρχεται από την ευγενή κοινότητα των οικοδόμων, η οποία μετά από κάνα φαγοπότι στην οικοδομή, χρησιμοποιεί για οδοντογλυφίδα λεπτό κομματάκι ξύλου απ' το μαδέρι(τέτοιο που αν δεν το πιάσεις με τρόπο σου μπαίνει στο χέρι σα σουβλί).

3. Ο ψηλός, άχαρος και άγαρμπος άνθρωπος.

Προκύπτει απ' το ότι γενικά το μαδέρι είναι κάπως και έχει ένα θέμα στην μετακίνηση-μεταφορά, στην όψη και στο ηχόχρωμα.

  1. - Θυμάσαι την τσοντοτράπουλα που είχαμε αγοράσει κάποτε σε κάποια ημερήσια εκδρομή από τα Τέμπη;
    - Ναι! Και εκείνον τον μαύρονε που βάσταγε στα χέρια του την πούτσα του και του έφτανε μέχρι το γόνα;
    - Χαχαχα! Καλέ τι μαδέρι ήταν εκείνο!

  2. - Γυναίκααα! τσάκω ένα μαδέρι! Άντε, γιατί τα δόντια μου έχουν γίνει ίσια από το πολύ κρέας που έχει μπει ανάμεσά τους.
    - (Τι άξεστος!) Οδοντογλυφίδα λέγεται χριστιανέ μου!

  3. - Ρε ψηλέ! δε βλέπεις; ο άνθρωπος θέλει βοήθεια, κουνήσου λίγο! τι μου κάθισες μέσ' στη μέση σα μαδέρι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του πουλιού το γάλα, αλλά με πιο χυδαίο τρόπο.

Την θέση του «σπέρμα» μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ονομασία του σπέρματος (π.χ. χύσι, ψωλόχυμα, τσουτσουνόζουμο κ.τ.λ.).

- Δε μου λες πορνουλίτσα μου... σου αρέσει ο πουρές; Εννοώ, κάνεις τα πάντα στο καυλόχρηστο;
- Και του μουνιού το σπέρμα. Εξαρτάται και φυσικά πόσα θα δώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified