Further tags

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραλλαγή του τίτλου τραγουδιού «Έρωτά μου αγιάτρευτε».

Έκφραση που θα μπορούσε να αναφωνηθεί όταν γινόμαστε μάρτυρες της διέλευσης σε κοντινή απόσταση, μιας αιθέριας υπάρξεως -λ.χ ενός Λίλιαν. Υπονοούμε φυσικά ότι ο μόνος τρόπος για να θεραπευθεί ο tweety μας είναι η συνεύρεση με την εν λόγω ύπαρξη.

- Ρε για δες ένα γκομενάκι που έχει σταματήσει μπροστά από τη βιτρίνα του ρουχάδικου!
- Αχ.... πέοντά μου αγιάτρευτεεεε...

Το ορίτζιναλ του Κόλια (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν παροτρύνσεως γνωστής σλανγκίστριας και με την ομόθυμη στήριξη - πιστεύω - του σλανγκεπώνυμου πληρώματος, ο ορισμός του αγαπητού Ναστρεδίν συμπληρούται δια πολυτίμων (;) πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, που ενσωματώνουν βιοτική πείρα του γράφοντος.

Γιατί λοιπόν ένα γαμήσι για το οποίο ίδρωσες, παρακάλεσες, σύρθηκες στα γόνατα, κοινώς έγινες τσιμπούκι, βγαίνει συνήθως ξινό;

  1. Τζένεραλλυ σπήκινγκ, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπηδων που για να φχαριστηθούν κάτι, οτιδήποτις (γυναίκα, φαΐ, ταξίδι κλπ), πρέπει να μην έχουν κοπιάσει γι' αυτό, να μην έχουν προσπαθήσει, καθώς και να μην έχουν αναγκαστεί να βάλουν το χέρι στο παντελόνι. Με μια κουβέντα, τους αρέσει να τα έχουν όλα στο πιάτο και τζάμπα.

Παραδείγματα:

α. Έχεις ξεκωλιαστεί όλη μέρα μες την κουζίνα για να ετοιμάσεις το τέλειο γεύμα: έχεις ανοίξει τσελεμεντέδες, πήρες τηλέφωνα σε ξεχασμένες θείτσες να σου πουν συνταγές, τραβιόσουνα σε ντελικατέσεν να βρεις τα σωστά ευγενικά υλικά, κατόπιν έφαγες στη μάπα όλη την ορθοστασία και την καπνίλα, άσε που κάθε τόσο χτύπαγε το ρημάδι το τηλέφωνο κι έπρεπε ξανά μανά να σκουπίζεις χέρια για να το σηκώσεις. Και την αγωνία για το αν θα πετύχει που την πας; Γι' αυτό λοιπόν, όταν έχουν όλα τελειώσει και έχει φτάσει η ώρα του τραπεζώματος, έχεις σιχαθεί τόσο που δε θες να ξαναδείς φαΐ ούτε σε φωτογραφία για τουλάστιχον 15 μέρες. Το μόνο που θες είναι να πας να ψοφήσεις...

β. Τα λεφτά που ξοδεύονται πιο αέρα πατέρα, που τα καις και τα λιώνεις και τα σκορπάς χωρίς να σε πολυνοιάζει, είναι τα λεφτά για τα οποία δεν σφίχτηκες , αυτά που για να τα βγάλεις δε σου έγινε ο κώλος σαν τασάκι, π.χ. λεφτά απο κληρονομιά, λεφτά από παράνομες δραστηριότητες (easy come easy go). Ον δε κόντραρυ, λεφτά τα οποία έβγαλες με τον ιδρώτα του προσώπατού σου, τα φυλάς σαν τον καρμίρη και τα κάνεις μασουράκια...

Και για να έρθουμε στα του μουνιού τώρα.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό και επόμενο είναι να βάνεις με το μυαλό σου τα μύρια όσα για τις κρυφές της χάρητες, επί το λαϊκότερον φαντάζεσαι παπάδες. Οι προσδοκίες σου για το τι θα ακολουθήσει την πολυπόθητη κατάκτησή του, διαρκώς διογκώνονται. Αυτές ο αυξημένος ορίζοντας προσδοκιών ευθύνεται σε ένα βαθμό για την τελική σου απογοήτευση.

Παρεμφερής είναι η περίπτωση του διαρκώς ανικανοποίητου τύπου, ο οποίος κυνηγάει μουνιά μόνο και μόνο για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης. Όσο συναντά αντίσταση από το θήραμα, τόσο πιο πολύ πωρώνεται. Αυθυποβάλλεται και πείθει τον εαυτό του πως το μουνί που ψήνει είναι το καλύτερο. Στην ουσία προβάλλει πάνω στη γκόμενα το ναρκισσισμό του, την καψούρα που έχει με τη δική του πάρτη, το πείσμα του, τον εγωισμό του. Νομοτελειακά, αυτού του τύπου όλα τα γαμήσια ξινά του βγαίνουνε. Η περίπτωσή του συνιστά άλλη μια απ' τις αλλοτριώσεις της εποχής μας, όπως θα έλεγε κι ο φιλόσοφας της παρέας μας.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, ενδέχεται και να σου κάτσει επειδή απλά βαρέθηκε να σε βλέπει να τρέχεις από πίσω της σαν τον ΘουΒου. Ξέρει ότι μόνο αν σου κάτσει και στο καπάκι σε ξενερώσει, υπάρχει περίπτωση μετά να την αφήσεις ήσυχη. Ο καλός ο παίχτης ξέρει και εκμεταλλεύεται τέτοιες φάσεις, πετσώνει και την κάνει αυτός πρώτος.

-Άιντε αγοράκι μου, να με γαμήσεις να δω τι θα καταλάβεις!
(υπαρκτή ατάκα)

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό κι επόμενο είναι αυτή να κολακευτεί από το ενδιαφέρον, και να σου κάτσει ακριβώς επειδή έθρεψες τόσο τον εγωισμό της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε γουστάρει κιόλας. Σου κάθεται μια δυο φορές, φχαριστιέται που σε βλέπει να αγκομαχάς και να λιώνεις από πάνω της ενώ εκείνη χασμουριέται ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ, και μετά σε ξεφορτώνει. Το κάνει συχνά η Σαμάνθα του Σεξ ενντ δε Σίτυ.

  2. Πολλές φορές, ακόμη κι αν σε γουστάρει κάπως μια γκόμενα, το να τρέχεις από πίσω της σα παλαβός, σε ρίχνει στην εκτίμησή της. Διότι σου λέει, αυτός για να κάνει έτσι, πρέπει να έχει να γαμήσει μήνες ή πρέπει να έχει κάποια κουλαμάρα που διώχνει τις γυναίκες.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι αυτό που μας προσφέρεται στο πιάτο ουδέποτε εκτιμούμε. Θέλουμε όλοι και όλες, να έχει το σασπένς της η υπόθεση, να μην είναι ο άλλος δεδόμενος. Άπαξ και κάτι θεωρηθεί δεδόμενο, είναι τελειωμένο ζήτημα. [Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίφαση με το παραπάνω κειμενάκι 1, όμως έτσι είναι αυτά, άβυσσος η ψυχή του άθρωπα, τι να κάνουμε τώρα, ρωτήστε και καμιά γιαλόμα κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Καμιά φορά όμως, σε πείσμα του γαμημένου του Νόμου του Μέρφυ, η γκόμενα σου κάθεται, έτσι εις ανάμνησιν του αρχικού της ενδιαφέροντος. Η ουσία είναι όμως πως έχει πλέον ξενερώσει, δε σε βλέπει σα γαμιά πλέον που θα τη βάλει κάτω και θα της σκίσει τα πέταλα, αλλά μάλλον σαν ένα παιδάκι που δε θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι και του μείνει κι απωθημένο. Πρόκειται δλδ για γαμήσι του ελέους, που κάθε άλλο παρά πχιοτικό και βρώμικο μπορεί να είναι...

Πολύ μεγάλη κουβέντα, απ' τη ζωή βγαλμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να πούμε πως κάποιος εκμεταλλεύεται την καλοσύνη ή την προθυμία κάποιου άλλου, μιας και ο κώλος στο σεξ θεωρείται είδος πολυτελείας...

- Γιάννη, να σου πω...
- Πες μου.
- Τώρα που θα φύγεις διακοπές, μπορώ να πάρω την ηλεκτρική κιθάρα να παίξω καθόλου;
- Καλά μωρέ, πάρτη!
- Μαζί με τον ενισχυτή, έτσι;
- Βέβαια.
- Να πάρω και κανένα πεταλάκι για εφέ, έτσι;
- Άντε, πάρε κι από αυτό...
- Το καλό θέλω ε;
- Κάτσε ρε μαλάκα Νίκο, βρήκες κώλο και γαμάς αβέρτα;;

Got a better definition? Add it!

Published

Τόσο μα τόόόόόόσο άσχημη γκόμενα που σου έρχεται να λακίσεις, τόόόόσο λιγούρα σα να σου έφυγε η ψυχή.

Στο τηλέφωνο μου έλεγε: «Ε δεν είμαι και τόσο χοντρή, να φανταστείς φoράω παντελόνι».
Όταν την είδα, όντως φορούσε παντελόνι, ΑΛΛΑ από τη μέση και πάνω ήταν ένα τανκ (άρμα μάχης και του WWI).
Και σκέφτηκα: «Δε γαμώ έναν τσιμεντόλιθο αντί να τον κόψω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φυσιολογική ιδιότητα του σπέρματος να λειτουργεί ως αόρατο μελάνι και να εμφανίζεται πλήρως όταν ξεραθεί. Αν έχεις χέρι (λέμε τώρα...), μπορείς να ζωγραφίσεις παπάδες στα μούτρα της γκόμενας, μόνο που θα πρέπει να περιμένεις να στεγνώσει το φρέσκο για να το καμαρώσεις.

  2. Κυνικός αφορισμός του απαισιόδοξου που γνωρίζει κατά βάθος ότι τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι τόσο χάλια που να μην μπορεί να γίνει χειρότερο. Εφοδιασμένος με την υπομονή και την ψυχραιμία που του σφυρηλάτησαν άπειρες μαλακίες που τις πλήρωσε ακριβά, ξέρει ότι (τη δεδομένη στιγμή που παρουσιάζεται η ανάγκη της ως άνω τοποθέτησης) είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα για το μέγεθος και τις προεκτάσεις της μαλακίας που ειπώθηκε ή προέκυψε και γιαυτό δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία άλλων. Κυρίως όμως αντιμετωπίζει τη ζωή ολιστικά και γνωρίζει ότι, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι τόσο μικρό που να μην επηρεάζει πολλά άλλα, οπότε ποιος ξέρει τι έρχεται.

  1. — Πιτσιποπάκι μουου;...
    — Μμμμ;...
    — Αγαπουλινάαακι μου;;....
    — ΜΜΜΜΜΜ;...
    — Να, τώρα που σε έχυσα στα μούτρα, βλέπω ότι έχω πολύ λίγο σπέρμα... Λες να έχω κανένα πρόβλημα;
    — (χχχχχχαααααγχτφτουουου!!!....) Μην αγχώνεσαι καρδουλίνι μου... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται.

  2. — ...Και αφού με χώρισε που λες, για τον άλλον, ανέβασα και εγώ στο tonbernstube ένα βιντεάκι που πηδιόμασταν για εκδίκηση.
    — Ωχ! Ωχ! Και αυτή το έμαθε;
    — Την ίδια μέρα... Με πήρε, με έβρισε αλλά στα τέτοια μου... Έληξε.
    — Αμ δε... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται...
    — Γιατί;
    — Γιατι, μαλάκα, έχει πατέρα εισαγγελέα, ξάδερφο αστυνόμο και θείο δεσμοφύλακα... Σε βλέπω να αρμέγεις σαύρες στον Κορυδαλλό...

με την αρμύρα! (από anchelito, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη τριπλέτα ιδιοτήτων είναι ο καταπιεσμένος πόθος πολλών ετεροφυλόφυλων, μη πρεζάκηδων αριστερών και αναρχικών, οι οποίοι, στα νεανικά και παραγωγικά τους χρόνια, χτίζουν την κοινωνική τους υπόσταση και υπόληψη (και αναπαραγωγή, βεβαίως) πατώντας, -όπως γενικά η αριστερά / αναρχία στην Ελλάδα- σε δυο βάρκες: από τη μια στην προοδευτική αριστεροσύνη και από την άλλη στις παραδοσιακές αξίες και τα συστήματα «τιμής και ντροπής» που λένε και οι ανθρωπολόγοι.

Έτσι, ο μέσος άρρην αριστερός και αναρχικός ήταν και εν πολλοίς παραμένει μάτσο -αν και δηλώνει μη ομοφοβικός, δεν γουστάρει την ξεφτίλα της πρέζας και για ιδεολογικούς λόγους (που πολλές φορές είναι κεκαλυμμένη ατολμία, βεβαίως) και όλ΄αυτά συνδέονται και με το ότι (θέλει να) θεωρεί εαυτόν και να τον θεωρούν αδιασάλευτα μάχιμο στα μετερίζια των κοινωνικών αγώνων και βαθιά καταρτισμένο θεωρητικά. Άλλωστε η επίσημη αριστερή ηθική ήθελε τους κομμουνιστές πιο «ηθικούς» και αξιακά πατροπαράδοτους κι απ΄τους δεξιούς ακόμα σε πολλά, και «ιδιωτικά», θα τα λέγαμε σήμερα, θέματα.

Το σχετικό, καταστατικό υπαρκτικά, ηθικό άγχος του Έλληνα αριστερού, σε πολλές περιπτώσεις ατονεί με την πάροδο των χρόνων, ακόμα και αν ή ειδικά αν έχει επέλθει η κινηματική καταξίωση. «Αριστερό παρελθόν = δεξιό παρόν» λένε πολλοί και, αν και η συνέπεια στις στάσεις και τις ιδέες μέχρι το γήρας αξιολογείται θετικά, ο ηλικιωμένος αριστερός που συντηρητικοποιείται, απολαμβάνει και ενός σχετικού ακαταλόγιστου.

Το ακαταλόγιστο αυτό σε υπερβολική μορφή δοκιμάζεται από την τριπλή jouissance του λήμματος: μετά από μια ηλικία ή μετά από ένα βαθμό εγνωσμένης προσφοράς δεν έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τα ψωμιά σου τα 'χεις φάει, κι ό,τι απαγορευμένο κι αν δοκιμάσεις ή πεις, λογικά θα αντιμετωπιστεί με αμηχανία, αλλά και επιείκεια και γενικά ζμπούτσας.

Παρατηρήσατε ότι γίνεται η παραδοχή ότι η δεξιά έχει κι αυτή τη γοητεία και ηδονή της (πρβλ: ΔΑΠΑΡΑ, ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΤΣΕΓΚΕΒΑΡΑ).

[κλασικοί νεανικοί προβληματισμοί / διάλογοι αριστεροαναρχοπαίδων]

  1. - Τι λέει ρε αυτός ο Ντεμπόρ, τι γράφει ο άθρωπας, πώς την είχε δει έτσι;
    - Τι διαβάζεις;
    - Τον Πανηγυρικό...
    - Α ναι, του πότε είναι αυτό;
    - 1989 λέει...
    - Ε, καλά, κι εγώ μετά τα 60 δικέ μου πούστης, πρεζάκιας και δεξιός θα γίνω... (για την ακρίβεια όταν έγραψε τον Πανηγυρικό ήταν 58 - 59 και κατά δήλωση του ισόβια αλκοολικός)...

  2. - Τί' ν' αυτά που λέει ρε συ ο παππούς σου;
    - Τι ρε μαλάκα, έχει κάνει φυλακές, εξορία ο δικός σου, μην τον βλέπεις έτσι...
    - Ε, τώρα καρατζεφερίζει, φουλ όμως...
    - Ε, καλά, μ΄αυτά που τράβηξε, κι εγώ στην ηλικία του θα το γύρναγα ανοιχτά, πούστης, πρεζάκιας και δεξιός φίλε, να ρεφάρω...

Η ορίτζιναλ βερσιόν (από Khan, 21/12/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της ερώτησης «Τι έγινε όσο έλειπα; Είχαμε τίποτα επιτυχίες; Κανα κέρατο; Ποια γαμήθηκε με ποιόν; Ποιος γάμησε ποια;»

Τα μουνιά αποτελούν τα λέλουδα ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο εμείς (στα όνειρά μας) ως κηπουροί τα ποτίζουμε, δηλαδή τα περιποιούμαστε αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λέλουδα θέλουν πότισμα κάθε μέρα, οπότε όταν πάμε διακοπές, κανονικά πρέπει να αφήσουμε κάποιον στο πόδι μας.

Η έκφραση λέγεται, όταν για κάποιο λόγο απουσιάσαμε ένα εύλογο διάστημα από το κουρμπέτι, ή στην περίπτωση που αργήσαμε να κατέβουμε το βράδυ, και αναρωτιόμαστε αν χάσαμε κάποιο επεισόδιο.

Βεβαίως η συγκεκριμένη έκφραση, αποτελεί επίσης ένεση αυτοπεποίθησης, αφού παρουσιάζουμε τον εαυτό μας ως τον σουπεργαμάω, τον μοναδικό κηπουρό των διψασμένων για νερό θηλυκών ορέξεων. Και λέγε λέγε, μπορεί να το πιστέψουμε...

- Βρε καλώς το Μαρκάκι! Πώς τα περάσαμε στας εξοχάς;
- Ας τα λέμε καλά, αλλά εμένα άλλο με ανησυχεί... Ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα, δεν ξέρω.
- Εδώ, όλη η παλιοπαρέα. Καλέσαμε και κάτι τύπους από το καφενείο, γιατί εμείς οι τρεις δεν τα καταφέρναμε μόνοι μας. Απορώ πως τα βγάζεις πέρα εσύ;

(από electron, 31/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified