Selected tags

Further tags

Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).

Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.

- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλαμάς, κατά τον λακαμά και όχι κατά τον Παλαμά (που μάλλον ιεροσυλία θα αποτελούσε), δηλώνει ότι κάποιος έιναι εντελώς μαλάκας, ότι κάποιος είναι κάτοχος p.hD με αντικείμενο τη μαλακία. Το πρώτο συνθετικό (καύλα) χρησιμοποιείται εμφατικά για να δηλώσει την ένταση και το ευμέγεθες της μαλακίας, η οποία εννοείται με το «μάς», του οποίου η ολοφραστική εκφορά παραλείπεται σκοπίμως για λόγους ευηχότητος και ηθικοπλαστικής προκατάληψης.

- Πώς έμαθε η δικιά σου τα καμώματά σου με την Άννα;
- Της τα είπε ο Τάκης.
- Αυτός είναι εντελώς καυλαμάς ρε, μη μου πεις ότι ακόμα του μιλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού εξαντλήθηκε το θέμα πάτου στο αντίστοιχο λήμμα που θα μπορούσε να είναι και διατριβή με όνομα «Περί πάτων», έρχεται και η ατάκα εμπνευσμένη από τον Κώστα Τσάκωνα,

Χ (όσο πιο μεγάλο τόση μεγαλύτερη έμφαση) χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα.

Είναι η επιτομή της φιλοφρόνησης για τα οπίσθια μιας γυναίκας και την κρατάμε μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.

Φυσικά δε λέγεται σε τετ-α-τετ περιπτύξεις τύπου πρώτο ραντεβού «α, by the way, τόσα χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα», οχι.

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε φανάρια, πάρκα κλπ. όπου ο εν λόγω πάτος τυχαίνει να παρελαύνει και φυσικά φωναχτά για να το ακούσει όλος ο περίγυρος.

Δές και σαράντα χρόνια φούρναρης, όπου ο λημματοδότης έχει αγγίξει την έκφραση και από μια άλλη σκοπιά.

(σε παγκάκι που κάθονται δυο φίλοι και τα λένε, περνώντας ένας τέτοιος πάτος}

- Πώπω μανάρα μου, τι πατούρα είναι αυτή, να σε χαίρεται η μάνα σου κορίτσι μου
- ΈΕΕρρεε, τριάντα χρόοονια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα...(ακολουθεί σφύριγμα τσολιά στα Βλάχικα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).

Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)

- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίχτης της τσουτσούνας, προς ευφημισμόν, για να αποφύγουμε το μη εύηχο πεοπαίχτης, τρόμπας, τρόμπατζης κ.ά.

Εννοεί και τον αυτοδίδακτο, αλλά και αυτόν που η ισχυρή επίμονη και επαναληπτική μελέτη σε τσουτσουνοπαιχτάδικα και η αυτοσυγκέντρωση για την εκμάθηση του οργάνου του, έχει άμεση επίπτωση στη μαλάκυνση του εγκεφάλου του.

- Καλά, τί τρόμπας είναι ο ανιψιός σου ο Ησαύ;
- Ε, όχι και τρόμπας, απλός αυτοδίδακτος τσουτσουνοπαίχτης είναι, ο μίζερος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.

- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει τον τύπο χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, εθισμένο στην κουτοπονηριά και στην «στραβή», που, ενώ σε κανονικές συνθήκες θα τον χαρακτήριζες αρχίδι, επιτακτικά και εμφατικά τον αποκαλείς ψωλαρχίδη! (με μετατροπή του ουδετέρου σε αρσενικό ευγενείας και επικλήσεως).

Υπονοεί τον ικανό ειδικώς μόνο για αναπαραγωγή και γενικώς το άχρηστο υποκείμενο.

Συναντάται και με κατάληξη -ας (ψωλαρχίδας) και δηλώνει πέραν των ανωτέρω και μεγαλοπρέπεια.

- Άχρηστος υδραυλικός ο άντρας σου χρυσή μου, όλοι στην γειτονιά το λένε!
- Ασ' τονα μωρέ, τον ψωλαρχίδα...

Δες και αρχίδας, -αρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified