Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.
- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.
Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.
- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.
Got a better definition? Add it!
Τον παίρνω. Απαντάται και ως «τον ψιλοκολατσίζω».
- Ρε συ, λες να τον ψιλοκολατσίζει ο Τάκης;
- Καλά ρε, πού ζεις;
Got a better definition? Add it!
Είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός, το κάβλωμα, η διέγερση.
Ρε συ, κοίτα τη την μουνίτσα, δεν το περίμενα, μου έφτιαξε παπάρι.
Got a better definition? Add it!
Επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει αυτόν που θέλουμε να τον φτύσουμε, τον κατάπτυστο. Προέρχεται από την αντίδραση γκόμενας μετά από εκσπερμάτιση στο στόμα της, η οποία αντί να καταπιεί το περιεχόμενο ως είθισται, το έφτυσε επειδή της φάνηκε ότι δεν είχε αποδεκτή γεύση, ότι ήταν πικρό.
Προχθές τράκαρα στο δρόμο τον μαλακισμένο τον Βάσο. Μιλάμε δε θέλω ούτε να το βλέπω το πικρόχυσο!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όπως το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει το ίδιο πράμα - κέρδος μηδέν, διάψευση προσδοκιών, ήττα, απογοήτευση. Βασικά, είναι το ίδιο πράμα, άμα το καλοσκεφτείς. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν μας τη φόρεσαν επί τόπου αλλά μας την τύλιξαν ωραία ωραία στο λαδόχαρτο να την πάρουμε πακέτο για το σπίτι νά 'χουμε να πορευόμαστε. Πίκρα διαρκείας, δηλαδή.
Το λαδόχαρτο, εικάζω, είναι σαν κι αυτό που τυλίγουν τα κοψίδια take away. Μην το πάμε κυριολεκτικά, να φέρουμε και την εικόνα στο μυαλό μας, διότι είναι μια αηδία.
Εκφέρεται συνήθως γρήγορα, με το μια πάντα μονοσύλλαβο και, σε μεγάλες πίκρες, απνευστί και με μπ- αντί για π- στην πούτσα: μιαμπουτσαστολαδόχαρτο.
Ως ηπιότερη εκδοχή απαντάται και το μια σκατούλα στο λαδόχαρτο. Κάτι πήραμε αλλά δε λέει.
- Σου την εδωσε, ρε, την άδεια;
- Μιαμπουτσαστολαδόχαρτο μου έδωσε ... άσε με στον πόνο μου ...
- Καλά, πλάκα μας κάνουνε ... σαρανταδύο ευρώ μικτά βγαίνει η αύξηση; Δηλαδή, μια σκατούλα στο λαδόχαρτο πήραμε πάλι ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για ποδανή λέξη, και προέρχεται από γνωστό υπερρεαλιστικό ποίημα των ποδανών, το εξής:
Ο τσάρος, που;
κι ο νάρος μου,
τα δυο να βουλώνουν, μα...
Για τους ποδανόφωνους, ο τσάρος δεν είναι άλλος από τον πούτσαρο.
Λακαμά, χθες δίβρα ρασαπέ από την Νηέλε και της πέταξα έναν τσάρο....
Got a better definition? Add it!
Θρεπτικός χυμός που βγαίνει από το ανδρικό μόριο (κατά το Amita), κοινώς το σπέρμα.
Ο γκόμενος (δεν κρατιέται με τιποτα) στην γκόμενα: - 'Ελα κοπελάρα μου εσύ, πάμε γρήγορα στο σπίτι και θα σε κεράσω χυσαμόλι με σπερμίτα...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.
Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος:
- Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.
Got a better definition? Add it!
Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.
Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.
(Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.
(Από http://raptusr.blogspot.com)
Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.
Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.
Got a better definition? Add it!