Selected tags

Further tags

Σύνθετη λέξη εκ των προφανών. Εννοείται αυτός που βρίσκει χαρά στο να κάνει μαλακίες, το έχει ανάγει σε άθλημα, αθλοπαιδιά, παιχνίδι, βάζει όλο του το μεράκι προκειμένου να πετύχει η μαλακία που έχει στο μυαλό να σου κάνει. Ο καθ'έξιν μαλάκας.

Η διαφορά του με τον μαλάκα είναι αυτή ακριβώς, η βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάνει μεν μαλακία αλλά παρόλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει καθοδηγούμενος από την ίδια του τη φύση που ικανοποιείται μόνο όταν ο ψωλοπαίχτης επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ.

Το θηλυκό ψωλοπαίχτρια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, τόσο για ανατομικούς όσο και για φεμινιστικούς λόγους.

Κοίτα τον ψωλοπαίχτη, δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει κάναν άνθρωπο... τώρα πάει να κάνει αναστροφή στην Αττική οδό...

(κατεβάζει παράθυρο και φωνάζει στον απερίσκεπτο οδηγό)

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΙΜΟΝΙ... ψωλοπαίχτη...

(το τελευταίο με σβήσιμο της έντασης της φωνής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε θέση ουσιαστικού ή και επιρρήματος (ανάλογα με τη χρήση στην πρόταση), δηλώνει όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά συσκευής που, είτε ξέρουμε και βαριόμαστε να απαριθμήσουμε, είτε απλώς δεν ξέρουμε αλλά για κάποιο λόγο ακούγονται φοβερά και τρομερά αλλά «πώς τα λένε μωρέ...;».

  1. Από την τηλεφωνική φάρσα «Τέλος»..

- Έχεις κινητό με κάμερα;
- Με κάμερα, με vga, με χύσ' τα μέσα, τα πάντα μωρό μου

  1. - Ωπ, καινούργιο pc; Με γεια! Τι λέει;
    - Γαμάει... με οικολογικές μητρικές, με power save κάρτες γραφικών, με επεξεργαστές με πράσινη λογική, με χύσ' τα μέσα...

Στο 3:30 - 3:32 λύνεται η απορία... (από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκάστοτε «Μήτσος» δε φαίνεται να σταματάει τις μαλακίες, συνήθως σε indoors περιβάλλον όπου παίζει χαρτί, τάβλι ή άλλη δραστηριότητα τέτοιου τύπου και που ο «Μήτσος» αδυνατεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του παίγνιου/δραστηριότητας για τον χρήστη της ατάκας. Εν είδει συνθήματος, με ρυθμό και σαφώς έμμετρο και ομοιοκατάληκτο επιτείνει την αγανάκτηση του χρήστη του.

Αν ο χρήστης υψώσει και την ένταση της φωνής, προφανής σκοπός του είναι να δημιουργήσει εικόνα ανάλογη με αυτή που έχει ήδη ο «Μήτσος» προκειμένου ο «Μήτσος» να καταλάβει ότι το παραγάμησε και να επιστρέψει στο παιχνίδι/δραστηριότητα με σοβαρότητα πλέον.

Ενδεχόμενη εναλλακτική χρήση σε συνθήκες μπουρδελοκαταστάσεων ελέγχεται.

- Παίξε ρε!
- Κάτσε ρε Γιάννη, έχω μαζέψει τη μισή τράπουλα..Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης (σ.σ. ο τζόκερ...)
- Παίζε που σου λένε!
- 'Ωπα, τηλέφωνο, Γιάννη. Τώρα θα περιμένεις...
- Πω ρε πούστη, μας γάμησες, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η παρτίδα
-«'Ελα Αλέκα, ναι, σε πήρα λίγο πριν..»

(όλοι μαζί ρυθμικά) ΧΥΣΕ ΜΗΤΣΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΤΙΤΣΟ

besamel micho... (από HODJAS, 01/02/10)(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο λήμμα αναφέρεται σε ομάδα παραγώγων φράσεων από την γνωστή κορυφαία σλάνγκ φράση που έχει αναλυθεί επαρκέστατα εδώ.

Η διάδοση της εν λόγω φράσης ήταν τέτοια, όμως, που αυτή εξέκλινε της αρχικής της σύλληψης και ακολούθως, με προσθήκες ξεκάρφωτων αντι-φράσεων, κατέληξε να γίνει πολυχρηστικότατη.

1ον: Εμφατικόν της αρχικής φράσης με περαιτερω χρήση του ζωικού βασιλείου

[I]- Άσε μαλάκα Μήτσο, με ξέσκισε η γκόμενα χθές!... Μιλάμε για πολυ λυσσάρα!!
- Για πέ ρε μαλάκα!
- Τι να λέμε τώρα! Τσιμπούκια ο Τίγρης, με σήμα το λιοντάρι![/I]

2ον: Δηλωτικόν αιδούς με αναφορά στις θεωρίες περί ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα

[I]- Χτες, δικέ μου, έμπλεξα στο σπίτι της γκόμενας και το πρωί μας την έπεσαν τα πεθερικά!
- Και;
- Άσε! Τσιμπούκια ο Πάτροκλος! Σηκώθηκα αμέριμνος να πάω στην κουζίνα να φτιάξω κάνα γκαφέ με τις πρωινές κατουρόκαυλες και πέσαμε μούρη με μούρη και η πούτσα μου στη μέση![/I]

3ον: έκπτωση της αρχικής σημασίας δηλούσας αγριότητας, στην ακριβώς αντίθετη (μεγαλείο - ηρεμία - απόλαυση)

[i]- Αγορίνα μου, η γυναίκα, λέμε, έχει ψύχωση με το προφορικό. Με έχει στραγγίξει. Μη με βρει να κάθομαι σε καναπέ ή καρέκλα, έρχεται σφαίρα! - Τσιμπούκια ο Μεγακλής, δηλαδή![/i]

Εναλλακτικά, τσιμπούκια ο μάστορας, που αποτελεί πάσα από το «γεια σου ρε (τάδε) κάστορα και στα τσιμπούκια μάστορα».

4ον: Αναφορά στην προκλητική στοματική κοιλότητα ή οδοντοστοιχία του στόχου

[I]- Τι κκκκαύλα είναι αυτό το σκυλί στο μπαρ, δικέ μου!!!
- Κοίτα στόμα-πρόκληση! Τσιμπούκια ο κάστορας!![/I]

Ως ανωτέρω

(από Vrastaman, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σέξι υποδήματα με ψηλό τακούνι που τα βλέπεις και γκαυλώνεις.

Πω, ρε μαλάκα, δες γκαυλοτάκουνα!!! Για να στον παίζει με τα τακούνια είναι αυτή!!!

βλ. και καβλοπάπουτσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα με προκλητική φάτσα για πεοθηλασμό και πινέλα.

- Την είδες την καινούργια; - Ναι, ρε φίλε, πολυ γκαυλόφατσα.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόστυχος άνθρωπος, αλλά όχι και ο τσέντο περ τσέντο πρόστυχος, κάτι τις λιγότερο και στο πιο χαϊδευτικό του επιθέτου.

Υπάρχει και η προστυχόφατσα, που καμιά φορά έχει (ή και όχι) την παραπομπή στο επίθετο όταν την μπανίζουμε.

- Και που λες, φόρεσα τον κόκκινο σκατοκόφτη της αδελφής μου και πέταξα τον μπούτσο μου από τα πλάγια... έβλεπα ρε φίλε τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γκάβλωνα και ξανά μανά γκάβλωνα αχχχχχ...
- Πάψε ρε παλιό-προστυχάντζα δεν φτάνει που έχεις προστυχόφατσα είσαι και ανωμαλιάρης, ρε πούστη μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μέσα στην ξηρή ηδονή. Ξηρασία ρε παιδάκι μου, πώς το λένε.

- Τι κάνεις ρε Γιώργο , κάνα γκομενάκι ρε φίλε:
- Άστα να πάνε , κάθε βράδυ ξεροκαβλώνω γαμώ τ' αυτιά μου τα πέτσινα. Τίποτα, ξηρασία αδερφέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified