Selected tags

Further tags

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εννοηθεί ότι ο ομιλών έχει τα αρχίδια του έτοιμα στον δίσκο και τα προσφέρει στον συνομιλητή του σαν σοκολατάκια φερέρο ροσέ σε δεξίωση.

Η φράση υποδηλώνει ότι ο εκφέρων, είναι σε θέση ισχύος έναντι του συνομιλητή του σε κάποια ενδεχόμενη αντιπαράθεση, ή ότι αντί του ζητούμενου ο συνομιλητής του θα πάρει αρχίδια.

Χρήσεις / παραλλαγές:

  1. «πάρε τα αρχίδια μου»

Σκέτα δίχως παρελκόμενα.

  1. «πήρα τα αρχίδια μου/πήραμε τα αρχίδια μας»

Εδώ ο ομιλών χρησιμοποιεί τη φράση για να περιγραφεί το ελλιπές αντίτιμο της προσπάθειας, ή η ατυχής έκβαση κάποιας υπόθεσης του ιδίου.

Συναφές / συνώνυμο: πήρα τον πούλο

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα»

Δεν διευκρινίζεται η κατεύθυνση προς την οποία θα τρέξει το υποκείμενο, ούτε και η απόσταση. Η αθλητική υπόσταση της φράσης δίνει περισσότερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και πήδα»

Κι εδώ δεν διευκρινίζεται το είδος του άλματος. Μπορεί να είναι επί κοντώ, τριπλούν, εις ύψος, ή και εις μήκος. Άλλη μια χρήση με αθλητική χροιά, εκτός εάν θεωρηθεί ότι τα αρχίδια μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως σχοινάκι. Χρησιμοποιείται και αυτή για να αποδοθεί μεγαλύτερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τσούλα»

Και αυτή η μορφή χρησιμοποιείται για να προσδοθεί μεγαλύτερη έμφαση. Πολύ πιθανόν τα αρχίδια να χρησιμοποιούνται ως τροχήλατο μεταφορικό όχημα, ή απλά ως κυλιόμενα σφαιρίδια.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και κάνε τα κορνίζα»

Απόδοση με χιουμοριστική τάση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως διακοσμητική άποψη.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και προχώρα»

Σε αυτή τη μορφή, τα αρχίδια ενδεχομένως να παίζουν ρόλο παπουτσιών, μαγκούρας, διαφόρων αξεσουάρ βαδίσματος, ή/και ποδιών.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τόκισέ τα»

Αυτή η χρήση ως επενδυτική συμβουλή, προτρέπει κοροϊδευτικά τον συνομιλητή να επενδύσει στα αρχίδια του ομιλούντος, αφού έτσι κι αλλιώς τοκίζοντας αρχίδια, αρχίδια τόκο θα λάβει.

  1. - Ρε φίλε, θα μου δανείσεις 1000€;
    - Πάρε τα αρχίδια μου ρε λαμόγιο. Μας έχεις δαγκώσει όλους στην παρέα.

  2. - Γιώργο, ζήτησες την αύξηση που λέγαμε από το διευθυντή;
    - Ναι. Και πήρα τα αρχίδια μου.

  3. Παίξαμε φουλ επίθεση την Κυριακή και πήραμε τα αρχίδια μας.

  4. - Ρε, αυτό το κομμάτι που έφραξες είναι δικό μου οικόπεδο.
    - Αφού δεν έχεις συμβόλαιο ρε. Πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα τώρα.

  5. - Μεγάλε, εγώ μαλάκας είμαι που περιμένω μισή ώρα με τα αλάρμ; Τι έρχεσαι και χώνεσαι στο πάρκινγκ έτσι;
    - Πάρε τα αρχίδια μου και πήδα ρε. Ας προλάβαινες.

  6. - Θα σου κάνω μήνυση.
    - Δεν έχεις μάρτυρες. Πάρε τ' αρχίδια μου και τσούλα.

  7. - Ρε Μάκη θα μου βρεις εισιτήρια για το ματς;
    - Τώρα που το θυμήθηκες Μητσάρα, πάρε τα αρχίδια μου και κάν' τα κορνίζα.

  8. - Αφεντικό, κανένα μετρητό θα πέσει γαμώ την οικοδομή;
    - Πάρτε τ' αρχίδια μου και τοκίστε τα ρε. Αφού ο ιδιοκτήτης δεν έφερε το χρήμα ακόμη.

1.25. Δεν μπα να θέλεις ό,τι θες... (από Khan, 27/03/10)Κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε. (από Galadriel, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. απαλομούνα.

Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικός χαρακτηρισμός για την διαστολή του γυναικείου κόλπου κατά τη συνουσία ή κατά τις νωρίτερες, προκαταρκτικές περιπτύξεις.

Στην καθημερινή πρακτική απαντάται σε συναναστροφές ανδρών σε κωλόμπαρα και χαμαιτυπεία, όπου οι παλλακίδες που διαθέτουν περισσότερο προϊόν προς τους χρήστες, αφήνουν να ακουμπήσεις περισσότερα μέλη τους ή και να εισδύσεις αντικείμενα στον κόλπο τους ή και να έχεις κατ' ιδίαν ολοκληρωμένη επαφή...

Επιπλέον, γενικολογώντας, θα μπορούσε να απαντηθεί και στην προς φίλους εξιστόρηση ενός μη αγοραίου, ανιδιοτελούς, χτεσινοβραδυνού έρωτος....

(όλοι τέντα, έτσι;)

  1. Τη βλέπεις τη Λουντμίλα, αυτή με το ροζ στρίγκο; Δε φαντάζεσαι τι έγινε τις προάλλες! Με δυο ποτά, με πήγε πίσω και την πήρα χέρια-πόδια μέσα...

  2. Καλά, χτες βράδυ πήγα το Μαράκι στη ρεματιά και εκεί, κάτω από το γεφυράκι, το πήρα χέρια-πόδια μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αποτυχημένη έκβαση σε προσπάθεια ή ματαίωση που συνεπάγεται δυσμενή κριτική ή καυστική απογοήτευση.

  1. - Τι κάναμε, νικήσαμε;
    - Ναι καλά, Πούλεφ! τον ήπιαμε με 3 γκολ διαφορά.

  2. Πω πω κίνηση. Και εγώ που έλεγα θα φτάσω γρήγορα σπίτι. Πούλεφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified