Selected tags

Further tags

Παράφραση της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη, που διαδραματίζεται στο στρατόπεδο της Αυλίδας.

Η Καυλίδα, τόπος φανταστικός, αντικαθιστά την Αυλίδα. Είναι ένας τόπος όπου κυριαρχούν οι ορμές και ο έντονος ερωτισμός. Η θυσία στην Καυλίδα γίνεται προς τιμήν της Αφροδίτης, θεάς του ερωτισμού, και όχι της Αρτέμιδος.

- Τελικά τι έγινε με το μουνάκι που κόζαρες τις προάλλες και τελικά έκανες την κίνηση προσέγγισης.
- Τίποτα, προς το παρόν. Μου είπε ότι έχει γκόμενο, τον οποίο αγαπάει, αν και δεν τα πάνε ιδιαίτερα καλά. Εγώ της πρότεινα να θυσιάσει το συναίσθημα και να γίνει μία σύγχρονη Ιφιγένεια εν Καυλίδι. Αναμένω απάντηση...

Η σύγχρονη Ιφιγένεια, προ της θυσίας της στην Καυλίδα (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη άτομο γένους θηλυκού. Με λογική αντίστοιχη του παλιανθρώπου, χαρακτηρίζει τη γυναίκα ανάξια λόγου και ποιότητας, με την οποία δεν αξίζει να ασχολείται κανείς. Συχνάκις χρησιμοποιούμενο, το συνθετικό παλιο- στην αρχή της λέξης ενέχει χροιά αρνητική και απαξιωτική στη λέξη στην οποία προστίθεται, εν είδει ποιοτικού χαρακτηρισμού.

- Πού είσαι ρε Κωστάκη, χάθηκες, καιρό έχω να σε δω. Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλε, τρέχω με τη Νίνα πάλι, εκεί που φάνηκε ότι τα βρίσκουμε, πάλι μού κάνει νερά.
- Καλά, νόμιζα ότι τα συζητήσαμε αυτά τα ζητήματα και δώσαμε λύση. Σού είπα να μην ασχολείσαι με αυτό το παλιομούνι, δεν το αξίζει. Να οι γυναίκες, μπορείς να βρεις ό,τι γουστάρεις. Δεν αξίζει να αναλώνεσαι με τα παλιομούνια, πόσες φορές πρέπει να σού το πω;

Χαρακτηριστική περίπτωση homo paliomunicus (από krepsinis, 05/02/09)

Δες ακόμη -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κινηματογραφική αργκό): Στην παραγωγή πορνό (κν. τσόντες), οι ανάφτρες είναι επιφορτισμένες με το να προκαλούν στύση στους άντρες ηθοποιούς πριν ξεκινήσει το γύρισμα της σκηνής, συνήθως με τσιμπουκώματα αλλά και ό,τι άλλο χρειαστεί. Η χρησιμότητα της ανάφτρας τελειώνει εκεί και η ίδια δεν εμφανίζεται ποτέ στο πλάνο: είναι μέλος του συνεργείου και όχι του καστ.

Ο σκοπός είναι να εμφανίζονται οι άντρες ηθοποιοί κατευθείαν πύρκαυλοι και όχι με το πουλί πεσμένο (θέαμα μάλλον ντεκαυλέ) και να μη χάνεται άσκοπα χρόνος και φιλμ μέχρι να τους σηκωθεί επιτέλους.

Σημ.: Παρ' όλο που το ουσιαστικό ανάφτρα είναι θηλυκό, μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται σε άντρα ή ο,τιδήποτε ενδιάμεσο, όπως συχνά γίνεται κατά το γύρισμα γκέι τσόντας (ή απλώς τσόντας όπου ο πρωταγωνιστής τυγχάνει γκέι).

Ετυμ.: Εκ του ρήμ. ανάβω < αρχ. ανάπτω < ανά + άπτω (= βάζω φωτιά). Ο συνειρμός, προφανής.

- Άσε φιλενάδα, έχει πέσει κρίση στον κλάδο! Τώρα με το Βιάγκρα, τους σηκώνεται κατά βούληση, κι είναι και φτηνό το γαμημένο. Ποιος πληρώνει πια για ανάφτρες;
- Γάμησέ τα, φιλενάδα...

(από Khan, 09/07/14)

Βλ. και φλάφερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγομαι στη δουλειά ή στις υποχρεώσεις, δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

- Από τώρα φεύγεις;
- Ρε συ καίγεται ο κώλος μου και συ μου θες ξενύχτια; Να ξεμπερδέψω και μετά ξαναβγαίνουμε και το τραβάμε όσο θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βραβείο που απονέμει κάθε χρόνο το Ίδρυμα Kavli σε διακεκριμένους επιστήμονες, αντί σε αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Πρόκειται για βραβεία εκπάγλου ομορφιάς και διεθνούς κύρους, με όλα τα φώτα να στρέφονται πάνω σε κάθε απονομή των Kavli. Οι τιμημένοι επιστήμονες φωτογραφίζονται περιχαρείς με το Kavli στο χέρι, ενώ οι οργανωτές αδημονούν κάθε χρόνο να δώσουν το Kavli στο δικαιούχο του.

Χρησιμοποιείται από άτομα του επιστημονικού τομέα για να δηλώσουν την αξία ενός ατόμου.

  1. -Μη στεναχωριέσαι ρε μαν, και να μην πάρουμε το Νομπέλ ποτέ, τουλάστιχον θα πάρουμε το Kavli.

  2. - Έτσι όπως πας, θα βρεθείς με το Kavli στο χέρι.
    - Μακάρι!
    - ...

  3. - Καλά ε; Και γαμώ τα διδακτορικά θα κάνω! Σκίζω!
    - Σε βλέπω στο τέλος να παίρνεις το Kavli.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και η ονομασία περισσότερο μας παραπέμπει προς την έννοια του ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής ή του Putzinstitut, αναφέρεται σε πραγματικό ινστιτούτο. Τα Ινστιτούτα Καυλί έχουν δημιουργηθεί από το περίφημο Ίδρυμα Kavli (Καυλί Foundation), το οποίο είχε ιδρυθεί από τον διάσημο φυσικό Fred Kavli. Τα παραρτήματα αυτά είναι διασκορπισμένα σε πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών όπως το Harvard, το Yale, το Cornell κ.τ.λ. και σε ένα πανεπιστήμιο στην Νορβηγία.

Στην αργκό, χρησιμοποιείται μεταξύ μελλοντικών επιστημόνων (τρομάρα τους) όσον αφορά τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες και για ενθάρρυνση.

Επίσης ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκαλεί η απονομή των ομωνύμων βραβείων, τα διεθνούς κύρους Βραβεία Kavli, η οποία δίνει λαβή για ακόμα περισσότερα λογοπαίγνια («θα μείνω με το Kavli στο χέρι»).

- Πάλι δε μου βγήκε το πείραμα και δεν έχω τι να γράψω μέσα στη διπλωματική. Καρφί για Kavli με βλέπω.

Το λογότυπο του Ιδρύματος Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)Ο περίφημος Fred Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified